Σε απλά Λαρισαϊκά, κοντεύουμε να πεθάνουμε από τις υψηλές θερμοκρασίες. Το λένε μόνο για το πάνω από 40°C...

-Τι φτιανς μαρί; Τι κάνει η οικογένεια;
-Τι να κάνουμε; Πέθναμαν απτζέστα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή τση βιζιτούς (άκα βίζιτας), τση προσφιλούς δηλαδής νίτσας που προσφέρει υπηρεσίες βίζιτας εν είδει ντελίβερι.

- δεν έχει βάλει στη άκρη τίποτα φράγκα η Τζενούλα από την εποχή που ήταν πιπατζού και βιζιτατζού? (δαμαί)

- Το λάϊφ στάϊλ της ψωροκώσταινας αντεπιτίθεται και προωθεί ώς πετυχημένη την κάθε πατσούρα- βιζιτατζού του ελληνικού τηλεμπουρδέλου και ως ισχυρό τον τελευταίο χλιμίτζουρα που πότε με λαμογιά πότε με τσιρίγματα επί της οθόνης, κατάφερε να ζεσταίνει με τον κώλο του ένα από τα βουλευτικά έδρανα. (τσαμαί)

Εκ του γαλατικού visiter και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοεπαγγελματικού προσδιορισμού -τζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρείας χρήσης σλανγκική προσβόλα, της οποίας η ακριβής σημασία αμφισβητείται. Οι κυριότερες ερμηνείες με τις οποίες αυτή εμφανίζεται στο διαδίκτυο είναι οι εξής:
1) Ο άπλυτος, ο βρωμιάρης, ο άσχημος. Ενδεχομένως με ρατσιστική αναφορά από εδώ.
2) Ο άσχετος, ο άνιωθος, ο τυχαίος από εδώ
3) Ο κακομοίρης, ο κομπλεξικός από εδώ, κάντε ctrl+F

Αντίστοιχα παραδείγματα:

1)Πρέπει να παώ να αλλάξω ρούχα! Πώς θα πάω έξω έτσι σαν το ξεπλένι;
2)Θα κάνω καναδυό μήνες μαθήματα για να δώσω για το δίπλωμα, τώρα είμαι φουλ ξεπλένι!
3)Το ξεπλένι ο λοχίας, δεν του κάθεται η γυναίκα και γαμάει εμάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο νέας κοπής του παράγοντας Εδεσσαϊκού, σημαίνει δηλαδή αυτόν που μιλάει ακατανόητα, μπερδεμένα, χωρίς καλή σύνταξη και ειρμό στα λόγια του. Πιθανοί λόγοι: Είναι λιάρδα από ουσίες, και ομιλεί υπό την επήρεια της έκστασης από τη μέθη ή τη ντάγκλα. Δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα και δεν έχει ευχέρεια στη χρήση της (όπως λ.χ. ο Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος για τον οποίο χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν η έκφραση στο Διαδίκτυο). Έχει εκ φύσεως μια ροπή προς το ντιριντάχτα, την εκφραστική εν γένει των Γάλλων φιλοσόφων, τη δημιουργική ασάφεια, το αποφατικό ζενεσεκουά, εν ολίγοις είναι ο τύπος που καταλήγει την ομιλία του με αατα, ενώ πριν έχει μιλήσει ως παράγοντας Εδεσσαϊκού, δηλαδή είναι κάποιος που εκ χαρακτήρος δυσκολεύεται να είναι σαφής.

Προφ η αναφορά είναι στο Google Translate, το οποίο αποτελεί μια μπανεύκολη λύση για να μεταφράσεις στα γρήγορα ένα ξενόγλωσσο κείμενο ή έστω να καταλάβεις μέσες άκρες τι εννοεί, πλην η μετάφραση γίνεται αυτοματικά και κατά λέξη με αποτέλεσμα να έχει συχνά πολύ κακή σύνταξη και να θυμίζει μάλλον ασυνάρτητους χρησμούς της Πυθίας που χρήζουν κατόπιν ερμηνείας λόγω της ασάφειάς τους. Σχετική αναφορά έχει γίνει και στο λήμμα γουγλομεταφραστής, όπου παραπέμπω για τα περαιτέρω.

Ινσέψιο: Να πω για τον γερμανό μεταφραστή ότι η έκφραση δεν είναι πολύ διαδεδομένη, αλλά νομίζω ότι είναι εκφραστική. Εξάλλου, στο σινάφι των μεταφραστών χρησιμοποιείται το μεταφράζει σαν Google Translate για να καυτηριάσει τον κακό μεταφραστή που μεταφράζει κατά λέξη χωρίς να προσέχει τη σύνταξη, με αποτέλεσμα οι μεταφράσεις του να μην βγάζουν ευρύτερο νόημα.

  1. Ήπια λίγο παραπάνω και τώρα μιλάω σαν την google translate.... (Εδώ).
  2. Ο Τσακαλωτος μιλαει σαν translate from Google. (Εδώ).
  3. Εγώ πάντως, γουστάρω Ευκλείδη με χίλια. Τι κι αν μιλάει σαν…google μετάφραση; Τι κι αν πηγαίνει στις συναντήσεις με τους συναδέλφους του φορώντας τσαλακωμένα σακάκια και πουκάμισα από τη βιοτεχνία «Βασταρούχας και υιοί, Άνω Λιόσια»; Τι κι αν τα παντελόνια του είναι γαριασμένα; Είδαμε και τον άλλο με το ένα νι, που τα έκανε…χωνί. Λες και πήγαινε εκδρομή για σκι στον Παρνασσό. Γελάκια, σακίδια, φιγούρα, παραμύθι και κόκκινες γραμμέςκόκκινες γραμμές μόνο στους… γιακάδες του πουκαμίσου. Τουλάχιστον, ο Ευκλείδης δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, ούτε βεβαίως δείχνει το… μεσαίο στους Γερμανούς. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους και είναι ειλικρινής, ενώ φαίνεται ότι έχει κερδίσει και τη συμπάθεια των Ευρωπαίων. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στεγνό καθάρισμα στην πουτανοσλανγκική είναι το συνώνυμο του πεοθηλασμού με τελείωμα στο στόμα.

Δεν άφησε ούτε σταγόνα! Μιλάμε για στεγνό καθάρισμα η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τούμπανη πουρογκόμενα (cougar) που είναι έτοιμη για όλα σε χρόνο dt. Εναλλακτικά η τσατσά του ρδέλου.

Ρε τι πατρώνα είναι αυτή που πέρασε από μπροστά μας?Έτοιμη για στεγνό καθάρισμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το λειτούργημα της παροχής σεξουαλικών υπηρεσιώνε κατ΄οίκον, βίζιτα αποκαλείται και τάνα, ο ζιγκολάκιας).

- Πριν ήταν σκέτη βίζιτα τώρα είναι βίζιτα με διασυνδέσεις. Αυτό σημαίνει ότι είναι καλή στη δουλειά της και π@ύτσα π@ύτσα όλο και ανεβαίνει το κορίτσι. Έτσι κι αλλιώς καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή αρκεί να σου ταιριάζει. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμέ χαρακτηρισμός του αντιχουντικού, είτε πρόκειται για την παλαιάς κοπής χούντα με το χαρακτηριστικό γυαλί είτε για νεόκοπες εκδοχές τ. χούντα του μνjημονίου και τα ρέστα παγωτά.

- Αντιχού, τ' είν' τούτο; ο εξολοθρευτής της κουκουβάγιας; θα γελάει ο κόσμος με την παπαριά που ανέβασες πάλι! Ο ορισμός είναι λάθος και θα πρέπει να κατέβει, αφού πρώτα απολογηθείς.
- Κι όμως compañero, κάπου είδα μια ολόκληρη αναφορά στο νέτι...μισό...μούμπλε μούμπλε...έλα, τσίμπα ένα παράδειγμα:

"πες μας με ποιον είσαι και άσε τις αόριστες μαλακίες και αν δεν στηρίζεις κανέναν, πρότεινε λύση για να καταλάβουμε. Γιατί πολλά γράφεις αλλά σε βλέπουμε να συχνάζει και σε αρκετά εκλογικά κέντρα, μεγάλε, μοναδικέ, αποκλειστικέ, αντάρτη, αντιφά, αντιχού κτλ" (εδώ)

Βλ. επίσης: αντιφά, αντικρά, κ.ο.κ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το οποίο χρησιμεύει για το ξεκάρφωμα, καθότι χου είναι αυτός που καρφώνεται, ή κάτι το οποίο σε καρφώνει. Απαντά και ως ξεχού.

- Καλά ρε μαλάκα, όλοι σκάνε σαν άθρωποι με το παλαιστινιακό στην πορεία και συ με την πασμίνα; Γελάει ο κόσμος.
- Για το αντιχού, φίλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναπληρώτρια ταναπού που αντικαθιστά στο ντέλο την τακτική, όταν εκείνη ρεπάρει.

Η λέξη “ρεπατζού” (απο το ρεπό, γαλλικό repos) δηλώνει την πόρνη που δουλεύει εκτάκτως, στο μπορντελάκι τις μέρες της αδιαθεσίας της πόρνης- οικοδέσπινας, ώστε να μη κλείσει το μαγαζί. Η ρεπατζού καλύπτει τον εργάσιμο της χρόνο συνεργαζόμενη με πεντέξι συναδέρφισές της. Φυσικά η ρεπατζού δεν έχει δικό της στέκι. Η λέξη ρεπατζού προέρχεται απο την ειδική φτωχή αργκό των πορνών.
(Ηλίας Πετρόπουλος, “Το Μπουρδέλο” Εκδόσεις Γράμματα, 1980, σελ 89)

- Για τν ακρίβεια μπουρείς να πεις ότι είμαστε καλντεριμτζού, χαμούρα, βιζιτού, τ’ δρόμου, φακλανιαζμέν’, καραπτανάρα, πτανομστουρεμέν’, δηλουμέν’, πρόστυχ’, πτανοθήκα, πομπεμέν’, κούρβα, δημόσια, φτωχοπτανί, ρεπατζού κι τα ρέστα γαζουζούδες. (εδώ)

Χρησιμοποιείται βεβαίως βεβαίως και ευρύτερα με κακεντρεχή διάθεση:

Την πολλή τεστοστερόνη την βαριέται κι ο Stallone

Εναλλακτικά, η αναπληρώτρια γκαρσόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified