Συνώνυμο του ό,τι νά 'ναι, λέγεται κατά την αποφώνηση σκληρά σουρεαλιστικής ατάκας. Ο ποιητής θέλει να πει ότι δεν έχεις λόγο για να πεις κάτι τέτοιο, ότι αυτό που λες δεν υπάρχει.

- Ρε συ, έχεις φωτογραφική εσύ στο κινητό σου;
- Όχι, έχω στην κιθάρα μου.
- Χωρίς λόγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελευταία μετεμψύχωση τση τρόικας, η οποία τον Γενάρη του '15 γίνηκε θεσμόϊκα και τώρα με το τρίτο το μακρύτερο μνηjμόνιο αναβαθμίστηκε σε "κουαρτέτο" με την συμμετοχή και τέταρτου "θεσμού", του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης.

- Έρχεται το «κουαρτέτο» και βλέπει ... Χουλιαράκη (εδώ)

- ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΡΟΙΚΑ: Ένα "ζόμπι" και μία "Δρακουλέσκου" στη νέα τρόικα (εκεί)

- Ειρωνεία του Iskra για την Τρόικα που έγινε κουαρτέτο (παραπέρα)

Στα ξενοδοχεία; Δεν νομίζω Τάκη...

Είναι ίσως πρόωρο να προβλέψουμε εάν θα καθιερωθεί αυτός ο όρος, ή κάποιος σλανγκοπρεπέστερος τύπου:

- Η έλευση της «τερατόικας» και η επιστροφή στην μνημονιακή «κανονικότητα» γίνεται σε ένα πεδίο ναρκοθετημένο και απόλυτα υπονομευμένο, ανοικτό σε νέα επεισόδια ρήξεων ανάμεσα στις «συνιστώσες» της και πιστωτικά γεγονότα. (Αν πετύχει η λαφαζανιά... από το Iskra, εδώ).

Δράττομαι πάντως της ευκαιρίας να πεοτείνω κι εγώ την λεξιπλασία μου για το κουαρτέτο που μας ήφερε η πρώτη-φορά-γυαλιστερά: "τα στριγκάκια".

(συνειρμικό λολοπαίγνιο τςη δεκάρας: κουαρτέτο -> κουαρτέτο εγχόρδων -> string quartet -> τα στριγκάκια.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μουρλέγκω, μουρλόγκα

Η τρελέγκω, η τρελόγκα η τρελοκαμπέρω.

Καλύπτει όλο το φάσμα των περιπτώσεων, από την αγαθιάρα εκκεντρική που αγαπάμε μέχρι και την σκατόψυχη σόσιοπαθ που, δοθείσης της εξουσίας, θα καλιγουλίσει ούρμπι ετ όρμπι και θα προβεί σε μικρές ή μεγάλες ασχήμιες.

- «Άι γαμήσου, μουρλέγκω», μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του ο Αρίστος... (εδώ)

- Ποιος θα την μαζέψει την μουρλέγκω; Κύριε Αλέξη Τσίπρα, αν πράγματι θέλετε να διατηρήσετε στον ΣΥΡΙΖΑ όλον αυτόν τον κόσμο της Δημοκρατικής Παράταξης που σας εμπιστεύθηκε πριν μερικούς μήνες, καλό θα ήταν να βρείτε έναν τρόπο να ΣΙΩΠΗΣΕΙ η ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΤΑΤΗ κυρία Κωνσταντοπούλου. (εκεί)

Φτηνό λολοπαίγνιο από μπλογκ 3ης κατηγορίας

- Tι λές μαρή ;;;; Μουρλόγκα.....Το παιδί μου να μην με αγαπά ; Που με λέει και "μανούλα"... και κάνω τσίσααααα από τη χαρά μου δεν το συζητώ... (αρχετυπική Ελληνίδα Μάνα, παραπέρα)

- σαν την άλλη τη μουρλόγκα την εναλλακτικιά που ισχυρίστηκε ότι μετά το σουβλάκι είναι καλύτερα να πιεις βυσινάδα και τσάι του βουνού αντί για ποτό με ανθρακικό.(παραδίπλα)

Εκ του βεν. murlo ("χαζός") και των γαμοσλανγκοκαταλήζεων -έγκω και -όγκα.

Αγγλιστί: Batshit crazy woman.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις ιδανικές γραμμές στην οδήγηση, όταν κάποιος πρόκειται να πάρει μία στροφή, ή αλλεπάλληλες. Θεωρητικά κάποιος μπαίνει στην στροφή όσο πιο ανοιχτά γίνεται, περνάει εφαπτομενικά απ' την κορυφή και ανοίγεται όσο του επιτρέπει ο χώρος πριν την επόμενη στροφή στην έξοδο. Αυτή η τροχιά αποδίδεται με την λέξη γραμμές.

Απαντά κυρίως στις φράσεις «οδηγάω/μπαίνω με γραμμές» και αποκλειστικά στον πληθυντικό.

- Μαλάκα μου πρόσεχε, θα σε φάει ο λεωφοριατζής.
- Καλά να πούμε με γραμμές οδηγάει; Ξυστά απ' το πεζοδρόμιο πέρασε ο καργιόλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσέλφι (foot selfie εις την αγγλοσαξωνικήν) είναι η σέλφι φωτογραφία των ποδιών. Έχει γίνει μόδα στην παραλία το καλοκαίρι (με περισσότερο μπούτι), αλλά μπορεί να βγει σε όλες τις περιστάσεις και εποχές. Είναι η πιο εύκολη σέλφι που μπορεί να βγάλει κανείς, εκτός και αν αντί να βγάζει τα πόδια του, βγάζει ΜΕ τα πόδια του (ναι, στην Κίνα το κατάφεραν και αυτό).

(beeroas) "γιατί να κάνω παιδιά? για να τα φέρω σε ένα κόσμο με ποδοσελφι?"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο tas: λεκάνη, κύπελλο, δοχείο μας προέκυψε το τάσι και το υποκοριστικό του τασάκι που χρησιμοποιείται για το σταχτοδοχείο.

Σε καφέ και καφετέριες την αγγαρεία του να αλλάζεις κάθε μια και δυο (άντε κάθε τρεις και λίγο) τα γεμάτα από στάχτες κι αποτσίγαρα τασάκια με άδεια, ενίοτε πλυμένα κι όχι απλώς αδειασμένα, συνήθως εκτελούν γκαρσονάκια που ουδείς θεωρεί πως είναι κάτι σπέσιαλ στην εργατική πυραμίδα ως προς τις ικανότητες και τη συνεισφορά, αν μη τι άλλο ως προς την συγκεκριμένη αγγαρεία.

Παρά τις όποιες αντιρρήσεις συνδικαλιστικών φορέων και της κάστας των μπάτλερ, ατράνταχτη απόδειξη αποτελεί η απουσία αντίστοιχου μεταπτυχιακού.

Εξού και οι μειωτικές για κάποιον εκφράσεις «τον έχω για να αλλάζει τα τασάκια», «κάνει μόνο για να αλλάζει τασάκια» κι όλες οι παρεμφερείς.

Όλες; Μια αστική ελάφρυνση στην προφορά του –σ- (σίγμα) κι ένα μόνο –ι- (γιώτα) στην ουρά χωρίζουν το τούρκικο taşak: όρχις, αρχίδι από το τασάκι: σταχτοδοχείο.

Αν λοιπόν αντί του «αλλάζω», ακούσετε «αδειάζω» στην χρήση της έκφρασης, αναρωτηθείτε μήπως πρόκειται για λογοπαίγνιο κάποιου γνωρίζοντα.

Αν ναι και στην ομήγυρη υπάρχουν και έτερος, οι πιθανότητες αυξάνουν. Αν η σκούφια τους κρατά από Θεσσαλία και πάνω, ακόμη περισσότερο.

Αν η έκφραση εκστομίστηκε με προσωπική αντωνυμία στο α’ πληθυντικό και άρθρο, μιλάμε σχεδόν για βεβαιότητα.

Αν δε, αφορά εσάς παρόντα και συνοδεύεται από έστω διακριτικότατη θωπεία του καβάλου του λαλήσαντα, ναι ήρθε η ώρα, αφενός αν σας παίρνει, και αφετέρου αν σας χαλά, να προσβληθείτε σφόδρα και να πράξετε τα δέοντα.

1ο

Η επικράτηση του ΟΧΙ είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Αντώνη Σαμαρά αλλά αυτό είναι μεγάλο πλήγμα για τη χώρα, αφενός επειδή ο Αντώνης Σαμαράς ήταν η εγγύηση πως η Νέα Δημοκρατία θα πάει στο 3% και αφετέρου επειδή θα ήταν πολύ χρήσιμος στην εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης γιατί χρειάζεται κάποιος για να φέρνει τους καφέδες και να αλλάζει τα τασάκια.

2ο

Επίσης, αυτό το κράτος-μπαμπάς μπορεί επιτέλους να αναλάβει και τη ριζοσπαστική πρωτοβουλία να μας αδειάζει τα τασάκια ή να μας χτυπάει απαλά την πλάτη να ρευτούμε πριν κοιμηθούμε. Μόνο αστυνομικούς μη στείλει γι' αυτή τη δουλειά. Έχουν τη φήμη πως έχουν βαρύ χέρι.

(Όλα απ’ το δίχτυ*)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτσαρχιδοφανελα για να μην σας γίνεται γαριδάκι με το κρύο.

Παράδειγμα εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχήμα λόγου για τον τύπο που αυνανίζεται υπερβολικά (πάνω από 5 ημερησίως).

Καλά εσύ φίλε από μαλακία άλλο τίποτα ε; Τον έχεις κάνει λάσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαγικού, του θεϊκού, του ανέφικτου. Χρησιμοποιείται και γι αυτόν που υπόσχεται θαύματα, που μεγαλοποιεί τις δυνατότητές του, τον λαϊκιστή.
Από τα δημοφιλή θαύματα του τζίζας.

εδώ

  1. ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ Ο ΑΛΕΞΗΣ. Δεν του ζητάμε να περπατήσει στο νερό. Εκείνο τ αλλο όμως με το νερο και το κρασί μήπως; ή το αλλο με τους άρτους; (εδώ)

  2. - Βαρουφάκης: Είμαι ο πρώτος βουλευτής της χώρας σε σταυρούς
    - Στην επόμενη συνεντευξη θα μας πει ότι περπατάει στο νερό (εδώ)

  3. Προσεχώς, "ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΗΓΕΤΗΣ περπατάει στο νερό" (εδώ)

  4. Εκδόσου τουί. Και εκδόθηκε. Πα να δω αν περπατάω και στο νερό (εδώ)

  5. και λέει στις γκομενες τύπου περπατάω στο νερο μαλακιες (εδώ)

  6. Μάγος λέει περπάτησε στο νερό.. κλαιν μαιν... εγω όποτε σφουγγαρίζει η δικιά μου περπατάω στον αέρα... (εδώ)

Ο πολίστας που περπατάει στο νερό! Σάλος στο internet με τον αρχηγό του ΟλυμπιακούΟ πολίστας που περπατάει στο νερό! Σάλος στο internet με τον αρχηγό του Ολυμπιακούεδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που συχνάζει, είναι θαμώνας συνέχεια στο ίδιο μαγαζί, αφήνει όλα του τα λεφτά εκεί χωρίς λόγο και δείχνει περισσότερο ζήλο και από τους εργαζομένους.

Μπορούμε να το πούμε και για κάποιο ζωάκι εναλλακτικά, χωρίς να έχει την παραπάνω αρνητική σημασία!

- Τι γίνεται με αυτή τη γκόμενα, εδώ κοιμάται;
- Ναι, είναι η μασκότ του μαγαζιού.

Να τος και ο Ρούντι, η μασκότ της μπιραρίας μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified