Ελεεινολογώντας και λολοπαίζοντας με το πάλαι ποτέ "λούμπεν προλεταριάτο" το λήμμα πέη ατένσιο σε λουμπενικές ιδιότητες και χαρακτηριστικά που διέλαθαν μέχρι τώρα την προσοχή μας· Αντισημιτισμός, ομοφοφία, σεξισμός, διακρίσεις εναντίον των γυναικών/ μεταναστών, πατερναλισμός αλλά και γλείψιμο προς τον "τίμιο πλην παραπλανημένο λαό", μικροαστεία υποκρισία και στάση τ. πατριωτική μαγκιά-κλανιά, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο λούμπεν ελληναριάτο (ή και σκέτο Ελληναριάτο) και δέχονται ανελέητη κριτική, με ασυνήθιστα σκληρή, καυστική, απόλυτα πολιτική αλλά και σύγχρονη γλώσσα.

Αντίθετα με τα άλλα λήμματα της "Σάγκας του Λούμπεν" (λουμπενικοί, λουμπενάδες, λουμπενιάρηδες, λουμπεναρία, λουμπεναριό), όπου συχνά υπονοείται ή και εκφράζεται ανοιχτά η ανοχή, η συμπάθεια, ακόμα και η υποστήριξη προς τη τρασόβια υποκουλτούρα και συμπεριφορά, για το λούμπεν ελλαναριάτο αντί για γοητεία βρίσκουμε μόνο οργή και μίσος, απ' τη μεριά των χρηστών.

Ο λαός δεν είναι ένα επαναστατικό υποκείμενο στην ελλάδα, αλλά κατά βάση ένα μάτσο άχρηστοι, σεξιστές, αντισημίτες αερολόγοι. Είναι το λούμπεν ελληναριάτο. Ο διαχωρισμός δεξιά/αριστερά/αναρχικοί έχει σταματήσει να έχει κάποια σημασία πλέον, αφού όλοι αυτοί πιστεύουν στην “επισκευή” της οικονομίας ως λύση των κοινωνικών προβλημάτων και όλοι θεωρητικά είναι αντιφασίστες χωρίς βέβαια να κάνουν όντως κάτι στην πράξη εκτός από λόγια φεστιβάλ και αφίσες.
Γι αυτό μιλάμε για λούμπεν με την έννοια του πεφωτισμένου ξερόλα που έχει μια θεωρία για όλα (δεξιά/αριστερή/αναρχική) και δεν πράττει, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να πρήξει τους πάντες ότι “τα λέει καλά και έξω απ’ τα δόντια”. Και φυσικά να πάρει τον τίμιο πλην παραπλανημένο λαό με το μέρος του. Μια τέτοια προσπάθεια φυσικά υποτιμά τη νοημοσύνη κάποιου που όντος θα κάτσει να ακούσει τι έχει να πει ο λούμπεν που, με βουλωμένα αυτιά, μιλάει συνεχώς. Δεν μιλάμε για τον λούμπεν με εισοδηματικά κριτήρια, για το underclass των Άγγλων.

. . .
Γι αυτό μόνο οργή και μίσος για το λούμπεν ελληναριάτο που τρέχει μόνο για τους δικούς του. Μόνο οι δικοί τους είναι στις ομάδες τους, μόνο αυτό βλέπουν, μόνο αυτό κάνουν, και μας πρήζουν και τα ούμπαλα ότι είναι γαμάτοι. Στην πράξη ούτε έχουν ενσωματώσει τις γυναίκες και τους πρόσφυγες στις ομάδες τους, ούτε βοηθάνε πρακτικά να βελτιωθεί το βιωτικό επίπεδο ή να σωθεί η ίδια η ζωή ενός αιτούντος άσυλο. Εκτός αν πιστεύεις ότι βοηθάς να σωθούν ζωές με τα κωλοφεστιβάλ σου και με τις γαμωαφίσες σου.
Τόσοι έλληνες γίναν οι ίδιοι κατά κάποιον τρόπο οικονομικοί μετανάστες τελευταία και οι περισσότεροι δεν χαμπάριασαν τίποτα. Απλά διαδίδουν τη λουμπενιά και στο εξωτερικό. Συμπερασματικά, αν σε ενδιαφέρει να κάνεις όντως κάτι και βαρέθηκες τα λόγια, ξεκίνα με το να αλλάξεις την παρέα σου, τη συλλογικότητα σου, τη ζωή σου.

Τέρμα οι λευκοί, αρσενικοί, λούμπεν έλληνες!

Πηγή εδώ

  1. [...] γι αυτό από τις ισπανικές πλατείες ξεπήδησαν τόσα πολλά κινήματα που βοηθάνε πρακτικά τον κόσμο ενώ από τις ελληνικές πλατείες ξεπήδησε ο βούρκος της πατριωτικής μαγκιάς-κλανιάς, τίγκα στον τζάμπα αντιγερμανισμό και αντισημιτισμό. γιατί, όταν είσαι λούμπεν ελληναριάτο, ποιο είναι το σύνθημα (πάμε όλοι μαζί;): για όλα φταίνε οι κακοί ξένοι. (spiltmilk)

  2. Ego dn ipotheto, eise megalos vlakas agori mou. Iparxoun polloi tropoi na to apodeikseis ston eafto sou kai na stamatiseis na to pezeis eksipnos. Esy kai olo to ipoloipo luben ellinariato pou mas ta exete kanei na tosa xronia kai dn stamatate me tpt. (εδώ)

  3. Οι Σύριοι πρόσφυγες "απομακρύνθηκαν", κοιμήσου ήσυχο ελληναριάτο. Τα μόνα λαμπάκια που σου ανάβουν δεν κινδυνεύουν πλέον #Christmas #Greece (εδώ)

  4. Φυσικά ο όχλος του ελληνορθόδοξου βούρκου, το λούμπεν ελληναριάτο, έχει τις δικαιολογίες έτοιμες. Φτώχεια, Κατοχή, εδώ δεν μπορούσες να σώσεις το τομάρι σου θα έτρεχες για τον διπλανο σου; Σωστά, άρα όταν σταματούσε η Κατοχή θα έτρεχες για τον διπλανό σου, έτσι δεν είναι; Έλα όμως που δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Ένα από τα πολλά παραδείγματα προέρχεται πάλι από τη μαρτυρία της κυρίας Εσθήρ όταν εκείνη επέζησε του Άουσβιτς και γύρισε στο σπίτι της στα Γιάννενα:
    «Χτύπησα την πόρτα και άνοιξε ένας άγνωστος. “Τι θέλετε”, με ρώτησε; “Εδώ είναι το σπίτι μου”, του είπα. “Θυμάσαι αν είχε φούρνο το σπίτι;”, είπε. “Ναι, βέβαια ψήναμε το ψωμί και ωραίες πίτες”, συνέχισα όλο χαρά. “Ε, λοιπόν, εξαφανίσου. Γλίτωσες από τους φούρνους στη Γερμανία, θα σε ψήσω εδώ στον φούρνο του σπιτιού σου”, άκουσα με φρίκη να μου λέει». (εδώ)

  5. Όπως Παττακός. Που κι αυτός είχε αρχικά τη λαϊκή αποδοχή του Ελληναριάτου (metarithmisi)

  6. Εδώ είναι μαζεμένα τα χρυσαυγίτικα αποβράσματα του λούμπεν ελληναριάτου. Κάποτε όταν είχαν λεφτά την έβγαζαν στο γήπεδο, πλέον μαζεύονται στα καφενεία του Πειραιά και βρίζουν αυτά που ψήφιζαν τόσα χρόνια (τους εαυτούς τους δηλαδή). Είναι ο ορισμός του "Εγώ ΠΑΣΟΚ ψήφιζα 30 χρόνια, αλλά μια Χρυσή Αυγή μας χρειάζεται". Αυτοί είναι οι πραγματικοί άπλυτοι. Ξεδοντιάρηδες, βρωμύλοι, ζέχνουν τσιγαρίλα και σαπίλα και αν ανοίξουν τον οχετό που έχουν για στόμα βγαίνει μόνο εμετός μίσους.
    Η πραγματικά επικίνδυνη πλέμπα της κοινωνίας: εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η -ίλα αυτή προσιδιάζει στο ροζ χρώμα, τα κεριά, τα ηλιοβασιλέματα και τις βινταζ-ίλες, ουδεμία σχέση έχουσα με τον ρομαντισμό ως κίνημα, ίσως μόνο μια μακρυνή με τον ρομαντικό του ακά σεκς.
Γκόγια. Πώς λέμε ρομαντίλα; Καμία σχέση

  1. Δυστυχώς γι' αυτόν και τα παιδάκια που λατρεύουν το ρομαντίλα υπάρχει μια δυσώδης έκφραση αμερικάνικη, το «απ γιορς», τόσο βρομερή, που ο πιο ανώδυνος τρόπος να τη μεταφράσεις είναι με το «απάνω σου» της Γεωργίας Βασιλειάδου. (agelioforos)

  2. ο Κοφινιωτης, πιστός στις δουλειες του ποδαριού, άλλοτε υπάλληλος και κατά βάση στηριγμένος στις φιλιες του και στην ικανότητα να γράφει σύμφωνα με το μετιέ καθε συνθέτη ή τραγουδιάρη (σκληρό μελό για την Νινή Ζαχά, υπερτονισμένη ρομαντίλα γιά την επιβλητικη Μαίρη Λω σε συνθέσεις του ζαχαροπλάστη εμιγκρέ Νίκυ Γιακοβλεφ, παιγνιωδης όταν ο Ραπίτης τον καλούσε για καμια γλυκειά Μαράτα και ο Μουζάκης γιά τα πνευστά του κεφάτα, συνεργάτης ανθρώπων απο τον Αττίκ στον Τζουανάκο, ποτέ δεν τους πρόδωσε. (thegreekcloud)

  3. Στο old Manali, που αποπνέει μια ρομαντίλα χίπικης αξέχαστης εποχής, τα πάντα είναι κλειστά από το τέλος Οκτωβρίου γιατί αγριεύει ο καιρός και βρίσκω ένα guesthouse σ' ένα ήσυχο μέρος πίσω από το main bazaar. (εδώ)

    Απ' τον Τουίτη:

  4. Θα έγραφα καμιά ρομαντίλα αλλά φοβάμαι πως θα πάρει περισσότερα rt από τα κανονικά και θα ξενερώσω

  5. Συγκινητικό π βρίσκεστε μεσα στ ρομαντίλα & χαίρεστε με το χιόνι αλλά η μαμά υπενθυμίζει ότι υπάρχει κοσμος χωρις θέρμανση, άστεγοι κ αδέσποτα!

  6. παντως αυτο με τα ραβασακια με τους θεσμους εχει μια καποια ρομαντιλα

  7. -Ας φτάσει επιτέλους μια Κυριακή, που θα γράφουμε μόνο για θάλασσα, ουζάκι και έρωτες.
    -κυριακίλα ρομαντίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σλανγκασίστ : ..."Όπως ακριβώς επιτίθενται στις μεζέδες με το τσατάλι (αντί ροπάλου) διάφοροι γουλόζοι που ξεχνούν ότι υπάρχουν και άλλοι στο τραπέζι και κυρίως ότι με το ουζάκι τσιμπάμε, δεν σκουρδουλιάζουμε"...

Από το λήμμα σκουρδουλιάζω του Βάνια.

Στη ντοπιολαλιά της Κύθνου γουλούζης ή γλούζης είναι ο αχόρταγος Κυριολεκτικά

Ρε το γουλούζη! Ούλα τά'φαε, δε μού΄φησε μπουκιά!

ή μεταφορικά

Ρε το γουλούζη, μόλις την είδε, κόντεψε να τηνε ρουφήξει απ' τα φιλιά!

Ετυμολογία: από το ιταλικό goloso: άπληστος (ισπανικά: goloso).

Επίσης υπάρχει και το ουσιαστικό: η γλουζιά.

Τέτοια γλουζιά δεν είχα ξαναδεί! Έπαιρν' ένα παϊδάκι απ' την πιατέλα, το δακούσε, και τ' άφηνε μισοφαωμένο στο πιάτο του. Ύστερα έπαιρνε άλλο κι άλλο. Μετά μασούσε όλη νύχτα, κι οι άλλοι μείναμε νηστικοί. Στο τέλος όμως τονε βάλαμε και πλέρωσε το ρεφενέ! (Πραγματικό περιστατικό).

δακούσε (από το δακώ): δάγκωνε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλική συμμετοχή dryhammer

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

"Το «α βάρα» ήταν ένα φραγκολεβαντίνικο κοινό ναυτικό κέλευσμα. Είναι το αντίστοιχο του επίσημου κελεύσματος: «άπωσον!» (σημ. Δ.Μ. :σπρώξε μακριά)

Πρόκειται για δύο λέξεις “a vara”. Η λέξη βάρα σήμαινε ξύλο που, τιθέμενο πλαγίως, συγκρατεί το σκάφος. Κατ΄ επέκταση κάθε ξύλο που τίθεται πλαγίως.

Η σημασία του προστάγματος αβάρα ήταν: να πλεύσεις με τη βάρα, δηλ. σπρώχνοντας. Συνήθως το κέλευσμα «αβάρα!» δίνεται από τον λέμβαρχο προς τον πρόκωπο της λέμβου που προσπαθεί με τη βάρα να αποτρέψει τη συνέχεια της πλεύσης του σκάφους βάζοντας το κοντάρι (τη βάρα) ως αντέρεισμα (κόντρα) στο πλησιέστερο σταθερό έρεισμα (βράχο, προβλήτα, άλλο σκάφος ή και προς το βυθό όταν είναι ρηχά).Οταν επλεαν α βαρα τα αλλα μεσα προσωθησης ειναι αδρανη. Άρα τη βάρα χρησιμοποιούσαν και για να έλξουν το πλεούμενο. Για το σκοπό αυτό η βάρα είχε στην άκρη της μια μύτη σαν δόρυ αλλά και ένα γάντζο όπως και η πίκα.

ΣΥΝΩΝΥΜΑ (σημ. Δ.Μ. για τη βάρα): πίκα και στάλιξ ή σταλίκι

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

Από το Λατινικό ρήμα varare που σημαίνει διασχίζω, περνώ.

Φαίνεται να σχετίζεται με το αρχαίο βαρέω = πιέζω που ήταν εν χρήσει με μεταφορική σημασία. Το βαρώ με την σημασία του κτυπώ προέκυψε στο μεσαίωνα. Κατά τον Μπαμπινιώτη 171 από την βαρεία σφύρα την σημερινή βαριά." Από εδώ

Τα παραπάνω (από το Στουγιαννίδη) δείχνουν την εξέλιξη του όρου. Στις μέρες μας εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους της θάλασσας ως προστακτική του ρήματος αβαράρω που επίσης χρησιμοποιείται. Στα μικρά σκάφη γίνεται με τα χέρια, αν και είναι επικίνδυνο να πιαστούν αυτά ανάμεσα στο σκάφος μας και το "απωθούμενο" σκάφος ή την προκυμαία.

  1. ΑΒΑΡΑ ΜΑΛΑΚΑ! Πέσαμε απάνω στο ξένο καΐκι! Θες να πληρώνουμε κερατιάτικα πρωί-πρωί;

(Ένα πλεονέκτημα του προστάγματος αυτού είναι ότι είναι ευδιάκριτο και χάρη στα "α", προσφέρεται για πολύ δυνατές κραυγές. Αν συνδυαστεί δε με το "μαλάκα", το αποτέλεσμα είναι πιο εμφατικό).

Δεν έπιασε το "ανάποδα" κι όπως πήγα ν' αβαράρω μού 'πιασε το χέρι η κουπαστή. Ίσα που πρόλαβα να το τραβήξω με κάτι γρατζουνιές. Λίγο ήθελε να μου το κάνει λιώμα!

Επίσης χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια του "μακριά" (από κάποιον).

Ήρθε πάλι και μου τό' παιζε φίλος. Λες και δεν ξέρω τι κουφάλα είναι! Ρε αβάρα!

Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί (με την προηγούμενη έννοια) την έκφραση:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η δράση του εναλλά, όστις αρέσκεται σε τέτοιο βαθμό στην εναλλακτικίλα, που τελικώς καθίσταται σταθεροτυρόπιτας.

  1. Πινω καφε εδώ και πέρασαν 3 γκομενες και ένας τύπος σχολιάζοντας ελληνικά την "ιδιαίτερη αλτερνατιβιά" του Αμβούργου:
    "- Πωωω ρε φιιιιίλε, φοβερή αλτερνατιβιά!
    -Ναι ναι! Και ιδιαίτερη αλτερνατιβιά, όχι σα του Βερολίνου!"

    Πώς θα τους ξεφορτωθούμε αυτούς;

  2. Μπορεί απλά να είμαι hipster και να μην άντεξα τόσο underground-ίλα και alternativε-ιά

  3. - Η άλλη πάει διακοπές Σαντορίνη με το γκόμενο και εγώ τρώω καρπούζι με τη μάνα μου.
    - από επιλογή στάνταρ ε? Αλτερνατιβιά και έτσι

  4. Κατέθεσε την αλτερνατιβιά σου και την φέικ αναρχοαγάπη πάρα πέρα, ξερνάω

  5. Τελικά εκτός απ τη βλακεία , είμαι φουλ αλλεργική & στην αλτερνατιβιά . #μπλιαχ

  6. Ντάξει αφού πήγα κ σε αλτερνατιβιά μαγαζί του περιστερίου δεν θέλω τίποτα άλλο τα 'ζησα όλα

  7. Πινω κοακολα με στεβια και φυσικη καφεινη και μαρεσει. Ξερναω αλτερνατιβια.

Δες και λατέρνατιβ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που συμμετέχει σε metal συνήθως συγκροτήματα. Κατηγορείται ότι δεν παίζει μουσική για την μουσική αλλά για τις απολαβές της (γκόμενες, αναγνώριση, pozerιλίκι).

Έχοντας δει ταινίες όπως το Rockstar ή εμπνευσμένοι απο τον Jimmy Hendrix έχουν πειστεί οτι παίρνοντας μια ηλεκτρική κιθάρα θα έχουν την ίδια τύχη. Συνηθέστερα έχουν την εντύπωση οτι μόλις πιάσουν κιθάρα (η 2η γκομενοπαγίδα μετά τους σκύλους και το αριστεροκλαϊν) θα γίνουν μεγάλα ανερχόμενα αστέρια. Ο χρόνος πάντα δείχνει οτι ακόμα και εαν ένα συγκρότημα "πετύχει", δεν θα πετύχει για πολύ, αφού μετά απο μια "σχετική" επιτυχία κάθε άτομο του συγκροτήματος θα αρχίσει να το παίζει σουπερντούπερ και θα ακολουθήσει ψόλο καρριέρα. Πηγή εδώ

  1. Μα ούτε και ο Σιδηρόπουλος ειδικά υπήρξε "σκληροπυρηνικός".
    Είχε τραγουδήσει Μαρκόπουλο και Θεοδωράκη. Κάτι συγκροτηματάκηδες μόνο έβγαζαν γκρίνια και το θεωρώ λογικό να παιδεύονται τόσα χρόνια και να σκάει ένας πρώην "έντεχνος" με ηλεκτρικές κιθάρες και να γίνεται χαμός! lifo

  2. Ραδιοπειρατής περιώνυμος, πολύ Free, συγκροτηματάκιας αλά Life in Cage [...] (εδώ)

  3. Μικρός ήμουν δραστήριος, συνοικιακός και συγκροτηματάκιας. Ήμουν μπασίστας. Η κύρια κουλτούρα μου είναι η μουσική, κι εδώ που τα λέμε όλες οι κουλτούρες πηγάζουν από τη μουσική. (lifo)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το φαινόμουνο όπου η αριστερίλα ενιχύεται αρκούδως με αριστεριτζίδικο κλάιν (μάιν) του αριστερού της πασοκοδεξιάς τσέπης.
Για πολλές-πολλές δεκαετίες, κάθε σοβαρός πουτσίας στο Ελλημπάν, έπρεπε να πουλάει αριστεροκλάιν με με το καντάρι, ώστε να δρέπει καρπούς ως γκομενομαγνήτης.

  1. έχουν την εντύπωση οτι μόλις πιάσουν κιθάρα (η 2η γκομενοπαγίδα μετά τους σκύλους και το αριστεροκλαϊν) θα γίνουν μεγάλα ανερχόμενα αστέρια (εδώ)

  2. [...] και όλου του ντεμεκ αριστεροκλαιν συνοθυλευματος που έχει γύρω του ο Τσίπρας (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της σόλο -για τον πέο- καριέρας. Εννοείται οτι κολλώνται βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα.

  1. Η Τζούλια έφυγε από το Σειρινακη, θα κάνει ψωλο καριέρα

  2. - Κάποτε έκανα σεξ, μετά ακολούθησα σόλο καριέρα.
    - ψωλο καριερα

  3. - Η άλλη δεν έχει αφήσει πούτσα για πούτσα στην Αθήνα και περίχωρα και φέτος άρχισε και τις ιντερνάσιοναλ εξορμήσεις ΛΟΛ
    - ψωλο διεθνη καριερα (εδώ)

  4. -Χωρισατε ρε;
    -Ναι.
    -Γιατι;
    -Ηθελε ν'ακολουθησει ψωλο καριερα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια από τις -ίλες νέας κοπής, που μπορεί να ετυμολογηθεί με δύο τρόπους.

Αφενός από την αγγλική λέξη mood (δες εδώ για ετυμολογία), οπότε μιλάμε για mood-ίλα, για ένα ειδικό mood που χαρακτηρίζεται από κατήφεια, νταούνιασμα, ελαφρά κατάθλιψη και απαισιοδοξία. Η μουντίλα ωστόσο δεν μπορεί να προσδιοριστεί τόσο εύκολα. Είναι ένα απροσδιόριστο ζενεσεκουά στη διάθεσή μας που μπορεί και να σημαίνει ότι κάποιος είναι μελαγχολικό αγόρι ή κορίτσι με ευαισθησίες, που νιώθει τη βροχή, που είναι

in the mood for love

και άλλα χιπστεροειδή παρόμοια.

Η κυρίως ετυμολογία, όμως, είναι από το μουντός (<αρχαίο μυνδός = βουβός), οπότε έχει και πάλι μια παραπλήσια σημασία, καταχνιάς, σκοτεινίλας, νταρκίλας και μελαγχολίας. Ασφάλουσλυ αυτή η δεύτερη ετυμολογία είναι η επικρατούσα, αλλά τελευταίως μπορεί να συσχετισθεί παρετυμολογικώς με το mood που λέγεται ολοένα και περισσότερο.

  1. Βαρεθήκατε την μουντίλα και την βροχή; Μην ανησυχείτε ο καιρός φτιάχνει!
  2. «Πολύ μουντίλα, κυρία Τρέμη μου!» Τι χρώμα είναι αυτό, πεθαμενί; Δεν ξεπενθήσατε ακόμη το μακαρίτη; (Από το Ιντερνέτι)
  3. Εναντια στη «μουντιλα» και «απαισιοδοξια» που κυριαρχει τις μερες μας, ξεκιναμε κατι νεο γεματο θετικη ενεργεια και αισιοδοξια με αποστολη μας να σας προσφερουμε μονο τα καλυτερα. (Από το Φέισμπουκ).

Υπάρχει εξάλλου και η ινσέψιο περίπτωση η μουντίλα/ moodίλα να οφείλεται στο ότι μόλις σε έχει υποβιβάσει η Moody's.

Πάσα: Σούλτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή "μέρος". Η τουαλέτα. Σε περιοχές που υπάρχουν ακόμα κτήρια που το αποχωρητήριο βρίσκεται εκτός του κυρίως οικήματος και απομονωμένο, λέγεται ακόμα έτσι (σε νησιά και σε χωριά). Από τη λατινογενή λέξη cabinet/cabinetto που είναι υποκοριστικό της λέξης cabine/cabina (-et/-etto)(=δωμάτιο στα πλοία από τα ιταλικά), δηλαδή η μικρή καμπίνα, το απόμερο δωματιάκι. Το πιο πιθανό είναι η λέξη ως υποκοριστική να προέρχεται από τα γαλλικά και να είναι αρσενικού γένους καθώς εκεί το -et της υποκοριστικής κατάληξης ακούγεται πνιχτά και αδιόρατα, σ' αντίθεση με το θηλυκό -ette που είναι πιο οξύ και αισθητό ή το ιταλικό -etto. Έτσι στην ελληνοποίησή της αγνοείται εντελώς το τελευταίο σύμφωνο και σταματάει στο τελευταίο φωνήεν, απ' όπου μετά ελληνοποιείται όπως ο καφές, του καφέ κι άλλα τέτοια αρσενικά που στην νέα ελληνική δεν υπάγονται σε καμία από τις παραδοσιακές κλήσεις της κανονιστικής γραμματικής από τα αρχαία ελληνικά, αλλά ανήκουν στην ολοκαίνουργια κλητική τάξη #2 των αρσενικών σε -ες (στον πληθυντικό τους), όπως ταξινομείται στη Μορφολογία της Ράλλη.
Οι καμπινέδες λοιπόν, είναι συνήθως σε αρκετή απόσταση από το κυρίως σπίτι όπου λαμβάνουν χώρα κυρίως οι εργασίες της ημέρας (μαγείρεμα, μαζώξεις, γεύματα, διάβασμα) και ο ύπνος, λόγω της δυσοσμίας που ανέδυαν από το ανύπαρκτο αποχετευτικό σύστημα. Με λίγα λόγια χρησιμοποιούνταν πιο πολύ ως συλλεκτήρια προϊόντων αφόδευσης, με έναν πρωτόγονο μπιντέ μέσα, οι πιο εξελιγμένοι (μια τρύπια σανίδα στην καλύτερη, που χρησίμευε για κάθισμα και λάσπη που σχηματίζει λάκκο στο σημείο στόχευσης. Μεταγενέστερα το πάτωμα χαλικιωνόταν ή και ασφαλτοστρωνόταν με μια τρύπα - αγωγό των προϊόντων αυτών που οδηγούσε σε λάκκο).Αργότερα τα συλλέγανε για λίπασμα. Αναλόγως το σπίτι και την έμπνευση του χτίστη, μπορούσε να έχει και κάποιες βασικές διατάξεις άνεσης ως προς την προσωπική υγιεινή του σώματος με τρεχούμενο νερό (από υπερυψωμένο σιγκλί - συχνά κοντά στο ταβάνι - γεμάτο νερό και κάνουλα - βρύση) και λάστιχο και μια σκάφη, φεγγίτη για τους υδρατμούς και το φως. Αν χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την ατομική υγειινή και όχι για τις φυσικές ανάγκες, αρκούσε η περιτοίχιση χωρίς το ταβάνι, αφού ο σκοπός ήταν να μπορέσει κάποιος που βρίσκεται όπως τον εγέννησε η μάνα ντου κείνεσές τσι λίγες στιγμές να κάμει άνετα το μπάνιο ντου, χωρίς να νιώσει εκτεθειμένος στα βλέμματα των κοντινών (συγγενών, συγχωριανών). Τα νερά που έμπαζε, έβγαιναν είτε από λούκια, είτε από τρύπες μεταξύ του τοίχους και του εδάφους και ξεχύνονταν...όπου βρίσκανε πολλές φορές. Σε καμία περίπτωση δεν ήτανε ναός της σκέψης όπως μοιάζουν οι σημερνοί, με θρόνο κι ούλα τα βασιλικά κομφόρ... Πολλές φορές όταν η ανάγκη έκρουε την πόρτα κατά τις νυχτερινές ώρες και ιδίως το χειμώνα ήταν δύσκολο να αφήσει κάποιος το ζεστό του κρεββάτι και να φάει κάποια δευτερόλεπτα παγωνιάς και αγωνίας για να πάει να ξαλαφρώσει. Για τις ψιλές ανάγκες, επιστρατεύονταν κυρίως τα δοχεία νυκτός, ή ότι άλλο εύκαιρο τέλος πάντων - άλλοι αποφάσιζαν να το ξεχάσουν και να πέσουν να ξανακοιμηθούν αν αντέχανε να μη σκάσουν (τα παιδιά τα κάμαν κι επάνω τους και την ταχινή μαύρο φίδι που τά' τρωγε τα κακορίκα) , ενώ για τις χοντρές ήτανε λύση μονόδρομος σχεδόν. Σε περιπτώσεις που τα σπίτια ήταν σε ανηφοριά ή σε δυο πατώματα χτισμένα, ο καμπινές ήταν απομονωμένος συνήθως (εξ ου και απο- χωρητήριο) στο κάτω μέρος (μπάντα - όπου πιο απομονωμένος, τόσο το καλύτερο). Όπου όμως δεν υπήρχε χώρος ή οικονομία επέβαλε ή να είναι δίπλα ακριβώς στο σπίτι χτισμένο, με ανεξάρτητη πόρτα ή στα πιο φτωχικά σπίτια να μην υπάρχει καν και για τις φυσικές ανάγκες να βολεύονται σε λάκκους στη φύση και για την ατομική υγειινή μέσα στο σπίτι με τη σκάφη στο μεγαλύτερο δωμάτιο και ειδικά αυτό με το τζάκι κατά τους χειμερινούς μήνες... Σκέτο βάσανο!

- Και ίντά' καμες τη σκάφη, ακόμη να τηνε φέρεις;
- Άφησ' με δα που θα πηγαίνω να τη γερεύω... Στον καμπινέ την άφηκα πού' πλενα τα κοπέλλια.Εδά 'ν' αργά και κάμει και κρύο. Να πάεις αμοναχός σου να τηνε φέρεις και μη βαρείς ποθές μέσα στα σκοτίδια... Τέθοιαν ώρα, τέθια λόγια, άντρα... Έλα να πάμε να θέσομε κι αύριο μέρα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified