Κουτσομπολιά, συζητήσεις χωρίς θέμα, απλά κουβέντα να γίνεται, συνηθίζεται στην Β. Ελλάδα.

-Πέρνα από δω, είμαστε με την Μαρία και λέμε μασάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεοσύλλεκτος στον στρατό.

«Απολύομαι ψαρούκλες, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το στερητικό -α και την λέξη μπάλα... Δεν είναι αυτός που έχει χάσει την μπάλα, αλλά εκείνος που ενώ παίζει δεν την κατέχει καθόλου (δεν το ξέρει το τόπι ρε παιδί μου)... βλέπε Τάσος Πάντος.

Όταν ο Ανατολάκης προσπαθεί να βρει με μακρινή μπαλιά τον Ριβάλντο και... ξέρετε τι τελικά συμβαίνει...

Togolese defender Jean-Paul Abalo (από allivegp, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φέρεται σκάρτα σε σχέσεις, δουλειές, φιλίες.

  1. - Μην κάνεις κάνα λάθος και συνεργαστείς μαζί του, ο τύπος είναι λαμόγιο, έχει γεμίσει την αγορά με ακάλυπτες επιταγες.
  2. - Πώς τα πας με τον δικό σου; -' Ασε, πολύ λαμόγιο, όλο στραβές μου κάνει.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το sex της μιας βραδιάς
  2. Χαρακτηρισμός για μέτρια γυναίκα / μέτριο άντρα.
  1. - Έκανα χτες μια ξεπέτα...

  2. - Καλή η γκόμενα; - Μπα, μόνο για ξεπέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όσο όσο, σε εξευτελιστική τιμή.

  1. Αφού θες να τα διώξεις τα έπιπλα, τι κάνεις παρθενιές. Δώσ' τα μπιρ-μπαρά να γλυτώσεις!

  2. Τόσο κάτω δεν σ' τ' αφήνω το ρολόι, ρε κύριος. Σιγά μη σ' το δώσω μπιρ-μπαρά, να σε κάνω τζάμπα μάγκα.

Αλλιώς και μπιρ παρά. Δες και κοψοχρονιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται (εκδικητικά) για κάποιον που δεν προσέχει / δεν δίνει σημασία στα λεγόμενα και τις συμβουλές μας.

- Εγώ στα έλεγα, αλλά εσύ πετούσες χαρταετό. Φάτα τώρα στη μάπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γέμιση του εδέσματος «μπουγάτσα με κιμά». Μεταφορικά: υποτιμητικός όρος, συνώνυμο του μπουχέσαςμπουχέσας.

-Πού να τα καταφέρει ο μπουγατσοκιμάς ρε, αυτός όλα έτοιμα τα θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για τους παροικούντες τη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, που εστιάζει στις μοντέρνες συνήθειες τους και τον τρόπο ζωής τους.

-Κοίτα τους νεοελληνέζους ρε. Όλο κλαίγονται πως δεν έχουν γκαφρά και δανείζονται για να πάνε διακοπές στο Παρίσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου της Πρωτευούσης που χρησιμοποιείται κυρίως από κατοίκους του Βορρά.

Τάκης Σουγιάς: - Αύριο παίζει η μπαοκάρα με το βάζελο ρε Μπάμπη. Θα ανεβούνε τίποτα αθηνέζοι να τους κοπανήσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified