Βρέχομαι, γίνομαι λούτσα.
- Καλά, πώς είσαι έτσι βρεγμένος;
- Ερχόμουν σπίτι με τα πόδια και πιάνει μια μπόρα, δεν φαντάζεσαι, παπί έγινα μέχρι να φτάσω.
Βρέχομαι, γίνομαι λούτσα.
- Καλά, πώς είσαι έτσι βρεγμένος;
- Ερχόμουν σπίτι με τα πόδια και πιάνει μια μπόρα, δεν φαντάζεσαι, παπί έγινα μέχρι να φτάσω.
Got a better definition? Add it!
Παθαίνω σοκ απο αυτά που ακούω ή βλέπω. Αλλιώς, μου πέφτουν τα μαλλιά.
Μου είπε ότι η Βαρκελώνη είναι στο Ιράκ και με καράφλιασε!
Βλ. και καράφλιασα
Got a better definition? Add it!
Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...
- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε το γιατρικό στην πνευμονία ή στο γερό κρύωμα, ενίοτε χρησιμοποιείται και ως όρος σεξουαλικού περιεχομένου.
Του 'κοψα δυο βεντούζες στην πλάτη και του 'φυγε το κρύωμα...
- Έτσι... έτσι μωρή καργιόλα... βεντούζαααα... Ρούφα τα όλα...
Got a better definition? Add it!
Ενίοτε ο Ηλίας στο πιο χωριάτικο...
Χρησιμοποιείται όμως και για τον έμμεσο προσδιορισμό της φούτσας...
... -Καλά... συνέχισε και θα μου δεις τον Λιά, έτσι που σκύβεις μωρή Ελεωνόρα (=η προκλητική γυναίκα).
Got a better definition? Add it!
Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.
— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...
Δες και βάφει ταβάνι.
Got a better definition? Add it!
(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.
- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Απαραίτητο συστατικό διαφόρων παρασκευασμάτων, κυρίως φαγώσιμων ή πόσιμων. Προκύπτει από το χύσαμε όλοι.
Μόλις μου είπαν ότι είχαν ρίξει μέσα στο γάλα χυσαμόλη, το ξέρασα κατ' ευθείαν! Μετά τους άρχισα στις μπουνιές να μάθουν να κάνουν τέτοιες πλακίτσες.
Got a better definition? Add it!