Ενέργεια, κατάσταση, εργασία, φάση με μεγάλο ρίσκο, υψηλού κινδύνου.

Περάσαμε τον Καβοντόρο με εφτάρι σ' αυτό εδώ το καρυδότσουφλο! Σκέτο σμερνοτσίμπουκο!

Δεν ξαναμπαίνω στ' αμάξι του! Ούτε γράμμα δεν στέλνω! Ρε αυτός είναι δημόσιος κίνδυνος! Δε χαμπαριάζει, τον δίνει πίπα σε σμέρνα!

Επίσης αναφέρεται σε πεολειχία με υπερβολική χρήση οδόντων.

Μού'κανε ένα σμερνοτσίμπουκο η "έτσι", μιλάμε μου τον έγδαρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μοτοσικλέτα, το μηχανάκι στα κυπριακά, εναλλακτικά προς το συνηθέστερο μοτόρα. Πληθυντικός: ταπουροκωλούες (δες εδώ). Το βρίσκω γραμμένο και ως ταπουροκολού, αλλά και με μία ας πούμε περισσότερο φωνητική γραφή ως τταππουροκολού.

(αψουυυ)
-τι εγινε??
-αα τιποτα αψουριστικα! εμουλαλιτε μηπως θελετε δανειο για καμια ταπουροκολου???
-τι ειναι η ταπουροκολου??
-χαλλόου! μηχανακι. (Στο βιντεάκι πιο κάτω):

Από το 3.27 και μετά

Η ετυμολογία δεν είναι σαφής. Το λολαδερό ως άνω βιντεάκι δίνει την αστειατόρικη "ετυμολογία" ότι ο κώλος σου κάνει "ταπ ταπ ταπ". Πάντως και οι γλωσσολογικές πηγές μου στη μαρτυριάρικη μου λένε ότι θεωρείται ότι λέγεται έτσι επειδή κάνει ταπ ταπ ο κώλος της μοτόρας. (Η συσχέτιση κώλου και εξάτμισης φαίνεται άλλωστε στα λήμματά μας εξάτμιση, μαγκιά κλανιά και εξάτμιση). Ως "προφανή" ετυμολογία δέχεται τα ηχητικά εφέ της μοτόρας και σχολιαστής στου κυρ-Σαράντ, βλ. σχόλιο 12 στον παρακάτω σύνδεσμο:

ο μιτσύς (=μικρός) έπιασε την (τ)ταπουροκολού του. (Σε σχόλιο στου κυρ Σαράντ).

Ας κρατήσουμε πάντως και μια πισινή, μαζί με την παρατήρηση ότι τάπος (ττάππος) είναι ό,τι και η τάπα, δηλαδή ο φελλός του κρασιού και ο κοντός άνθρωπος, δες εδώ.

τώρα ε να πκιάσω την ταπουροκωλού και ναρτω !!. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις -ιά μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει τον κατώτερο, από διάφορες απόψεις, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική κ.ά., τη μπασκλασαρία, τον/την τελευταία. Στον προφορικό λόγο, δέον να προφερθεί με αριστοκρατίζοντα επιτονισμό καταφρόνησης επιβοηθούμενο από τις κατάλληλες γκριμάτσες αηδίας του προσώπου για την ξευτίλα της κατωτεριάς.

  1. ΚΑΤΩΤΕΡΙΑ Πασοκε Εσυ αμφισβήτησες, ΕΣΥ θα μας πεις πρώτος. (Από βρις-οφ εδώ).
  2. Πω πω! Σαν δε ντρέπομαι, η κατωτεριά, να έχω διαβάσει τα έργα των Διαφωτιστών από μεταφράσεις! Να τσακιζόμουν να μάθαινα Γαλλικά, αντί να αλητεύω στα Λονδίνα! (Με ειρωνική αυτοκριτική διάθεση εδώ).
  3. Ολα αυτά η αγράμματη Ελληνική κατωτεριά τα ερμήνευσε με το κουτσοβλάχικο μυαλό της! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Πλατεία Ομονοίας στα καλιαρντά από τις κάνουλες εκτόξευσης ύδατος που είχε η πλατεία. Για την Ιστορία της Πλατείας Ομονοίας δες εδώ, όπου βλέπουμε ότι στη δεκαετία του 1960 άρχισε η υγρή εποχή της πλατείας:

Η Κανουλού στη φάση με τους μεγάλους πίδακεςΗ Κανουλού στη φάση με τους μεγάλους πίδακες

Η μεγάλη αναδιάταξη της πλατείας πραγματοποιείται το 1960, όπου η φυσιογνωμία της αλλάζει κατά πολύ. Τα λουλούδια, τα περίπτερα, τα κιγκλιδώματα και οι πάγκοι των ανθοπωλών ξηλώνονται και οι πεζοί αποκλείονται εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή. Η επιφάνεια της πλατείας μετατρέπεται σε τεχνητή λίμνη με συντριβάνια, ενώ υπογείως διαμορφώνεται μια δεύτερη, πολύ πιο αποπνικτική. Το κοσμικό παρελθόν της Ομόνοιας έχει ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του κέντρου που δίνει προτεραιότητα στο αυτοκίνητο, μετατρέποντας την περιοχή σε κυκλοφοριακό κόμβο αποκλείοντας την πρόσβαση στους πεζούς.

Γελοιογράφοι της εποχής σχολιάζουν καυστικά τη λίμνη, βάζοντας μέσα τη γοργόνα που ρωτά τον τροχονόμο αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Ο Μποστ σε μια γελοιογραφία του που φιλοξενήθηκε στο εξώφυλλο του Ταχυδρόμου στις 25 Ιουλίου 1959, την περίοδο δηλαδή όπου γίνονταν τα μεγάλα έργα για την ανακατασκευή της πλατείας και την διάνοιξη της οδού Κοραή, γράφει χαρακτηριστικά: «Να ιδώ του βάλτου τα χωργια από ψηλή ραχούλα- να δω κε την ομονηα με τα νερά τα κρεια»

Εδώ

Γελοιογραφία του Μποστ από την ανακατασκευή της Ομόνοιας του 1959

Μέσα σε μια δεκαετία τα συντριβάνια ανακατασκευάζονται σε διάφορες μορφές για να αντικατασταθούν εν τέλει από υδάτινους πίνακες. Οι πεζοί παραμένουν αποκλεισμένοι από την επιφάνεια της πλατείας και οι μόνοι που την επισκέπτονται κατά περιόδους είναι οι των ομάδων που καθιερώνουν τις βουτιές ύστερα από κάθε νίκη της ομάδας τους.

Εδώ

Η έκφραση, επομένως, αφορά πιθανότατα στη μορφή που είχε πάρει η Πλατεία Ομονοίας στη δεκαετία του 1960 με τις κάνουλες ύδατος. Σήμερα που είναι τίγκα στο τσιμέντο και στη χειρότερη φάση της έβα χρησιμοποιείται μόνο από ρετρό καλιαρντογράφους/λόγους.

  1. Τελικα εσας θα σας αβέλω πρεζαντι, ενα καγκελοκερικεντέ, και κανα δυο λιτρα μυρμυγκομπαλοζουμο, να πάτε να φοκαριστειτε στην Κανουλού. (Από μπουρδελοσάη).
  2. Στο Γερμανόγκρεμα ματώνουν οι μωροί/ στην Κανουλού, τώρα φωνάζουν άλλοι/ ο Μπρουμελο-λατσός τη βγάζει καθαρή/ αργά το τζιναβίσαμε, και μείναμε στο χάλι./Και τώρα μαέστροι γίναν στο πιασμάν/ της πούλης μας, στο πρεζαντέ επάνου/ και το τσουρνό το σέρνει ρουλεμάν/ ντάνες εκαταντήσαμε, Χαβάη Κατελάνου./ Μα ο μπερντές έχει φτερά, αλέ πάει στη χάλω/ και λούγκρα ο λαός, κατσικές και προβατές/ ταπί από τους ψαλιδόκωλους, η πόλη εάλω/ αβέλει τα ντουλά και σέρνεται πανωκατές…. (Ποιητικός καλιαρντοσχολιασμός της επικαιρότητας του Μαίου 2011 με την αρχή των αγανακτίστας εν μέσω κρίσης, φυλάκισης του Mπω Μπρυμέλ κ.ά. αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκλιτο. Στα καλιαρντά είναι ο αναπτήρας εκ του α΄ συνθετικού κάγκελο- που δηλώνει ο,τιδήποτε το μεταλλικό και του κερικεντέ που σημαίνει σπίρτο, ετυμολογούμενο από τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) εκ των κερί και κέντα. Συνώνυμο: σιδεροπυρού.

Σιδεροπυρού

  1. Λούμπα γλίτσας κουελοσφαλάει στοά...καγκελοκερικεντέ και Lucky Strike....
  2. -Αβέλω καγκελοκερικεντέ..... -Ξεροχύνω με το τραβέλι που κατεβαινει πιάτσα με το ΧΤ, τι να λέμε τωρα ουτε να την φορτώσεις δεν θελει,σε φορτώνει εκεινη στο ΧΤ και σε παει καβάτζα -θα εχει πλάκα να σου λέει καβάλα στο ΧΤ και φυγαμε...
  3. Τελικα εσας θα σας αβελω πρεζαντι, ενα καγκελοκερικεντε, και κανα δυο λιτρα μυρμυγκομπαλοζουμο, να πάτε να φοκαριστειτε στην Κανουλού. (Όλα από λοξά θρεντ σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρ."πιάνω" με διττή σημασία. Αφενός με την έννοια του "αγγίζω" αφετέρου με την έννοια του "φυτρώνω/μου φύτρωσε". Το «μαλλί» δεν είν’ άλλο από το ηβικό τρίχωμα. Κατά κυριολεξία ομιλούμε για την μεταβατική εκείνη περίοδο από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, οπότε και "το δέρμα, που καλύπτει το εφηβαίο/εφήβαιο, εμφανίζει τρίχωμα."

Πελοποννησιακής κατασκευής και προελεύσεως απευθύνεται κατά κανόνα σε αρσενικούς και σημαίνει το βάπτισμα του πυρός, την ενηλικίωση, την άνδρωση, την ωρίμανση, το κόψιμο των μαλακιών και επιτέλους την ανάληψη ευθυνών.

Πέον να σημειωθεί ότι χρησιμοποιείται κυρίως αποθετικά (τ. «δεν έχει πιάσει μαλλί ακόμα»), όπως ο κύριος όγκος των πελοποννησιακών εκφράσεων που το΄χουν σε κακό να πουν ένα καλό λόγο κι επιφυλάσσουν τα εγκώμια για πολιτικές συγκεντρώσεις.

Περαιτέρω, ο εν λόγω χαρακτηρισμός συνοδεύεται από (εντελώς-τελείως) τοπικά επιρρημοεμπρόθετα (από κα'/ 'κει κα΄/ ΄σα κα΄) κι ενίοτε τον ακολουθούν λιτές -άνευ λογικής σύνδεσης- ιστορίες από την νοτιοελλαδική ύπαιθρο, τις οποίες οι προ εξήνταζ γεννημένοι Πελοποννήσιοι- τηλικαύτης ευκαιρίας δοθείσης- αναμασούν κατά καιρούς και ορθώς ποιούν ενόψει του τρόμου να απωλεσθεί εις την λήθην ένα ελληνικότατο παρελθόν. Αν ο Νταλί ήτο Έλλην; Από την Γορτυνία θα κατήγετο αδιαμφισβήτητα*.

Συμπερασματικά, στα μάτια του γέροντος Πελοποννησίου -του οποίου η βουκολικά πλασμένη φαντασία ταξιδεύει συχνά σε ολβίες εποχές όπου έφηβοι τσοπανάκοι ήσαν πια έτοιμοι να φυλάξουν προβατάκια- ο φέρελπις νέος, νιούμπης, νιούφης, ρούκης και τα τοιαύτα, δείχνει να έχει ευρωστία, νεότητα, ενθουσιασμό, όχι όμως και εμπειρία, αφού είναι ακόμα άτριχος, “δεν έχει πιάσει μαλλί” (δεν τον εμπιστεύεσαι ούτε για προβατοφύλαξη δλδ, ως επίκειται να του επισημανθεί).

Συνώνυμο, αλλά και αντώνυμο, πρέπει να είναι το βαρβατσέλι (= βαρβάτο νεαρό ζώο) καθότι η πελοποννησιακή αργκό μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά άκαμπτη δεν τη λες.

*μια απλή ανάγνωση τυχαίων στίχων από τα δημοτικά τραγούδια της περιοχής αρκεί για να πείσει οιονδήποτε για του λόγου το αληθές.

Γερο- Πλάτων: Μια βοσκοπουυυούλα αγαααάπησα, μια ζηλεμεεεεένη κοοόρη, και την αγααααάπησα πολυυυυυύ, ήμουν αλαααααάλητο πουλιιιιί, δέκα χρονών αγοοοοόρι.
Γερο- Γιώργος - Αφού δεν είχες πιάσει μαgλλί από κα’ ρε μπουζάκι , μηνjήθελες να την μαρκαgλίσεις κιόλα; Κι όμως, θυμάσαι δέκα χρονώνε που τραβάγαμε αχάραγο για το φυστίκι με μια τσιγαρίδα στην τσέπη για πρωινό;
Γερο- Πλάτων: Από τη μέεεεση με άααααρπαξε, με φιιιίλησε στο στοοοόμα και μούπε για αναστεναγμουουουουοούς, για της αγάπης τους καϋμουουουουούς είσαι μικρός ακοοοοοόμα.
Γερο -Γιώργος: κρίμα ρε, τέτοιο βαρβατσέgλι και να μην επωφεgληθεί η παράgλυτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη από το πλούσιο λεξιλόγιο του Στεφάκια που σημαίνει τον "εκ των όπισθεν ωθούμενον", τον κίναιδο. Συνώνυμα οπισθογεμής (μια λέξη που επίσης χρησιμοποιούσε), πισωγλέντης, πισωγλεντζές, πισωγιομίδης

(Από αφήγηση του Στεφάκια): Ήταν εδώ, στη Κατοχή, ένας παπάς πισοδέχτης. Είχε,που λες, βάλει στο μάτι, ένα παλληκάρι. Πεινούσε ο κόσμος, τί να κάνει, από 'δω τον είχε, από κεί τον είχε,το κατάφερε το παλληκάρι να τονε πρατιγάρει. Και δε φτάνει πού΄χασε τη ψυχή του ο άθρωπος, έχασε και τ' όνομά του. Τον είδε κάποιος, την ώρα που είχε σηκώσει τα ράσα του παπά, για να του κάνει τη δουλειά και είπε: "Για 'δές τονε! Σα φωτογράφος είναι!" Κι από τότε τονε βγάλανε φωτογράφο.

(Ως γνωστόν οι φωτογράφοι τότε έβαζαν ένα μαύρο πανί πάνω από το κεφάλι τους για να βγάλουν φωτογραφίες με τις τεράστιες μηχανές με το τρίποδο).

Το δεύτερο παράδειγμα δεν περιέχει τον όρο, αλλά είναι σχετικό. Πρόκειται για πραγματικό περιστατικό, κάπου γύρω στο '60, όπως μου το διηγήθηκαν.

Σέ μονάδα, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, έχει φθάσει ο Σωτηράκης, που, όπως όλα δείχνουν, το πάει το γράμμα;. Σε κάποια "χειμερινή διαβίωση" κάποιοι "μερακλήδες" τον "στριμώχνουν" στο αντίσκοινο. Γίνεται το σχετικό σούσουρο, που φτάνει στ' αυτιά του ταγματάρχη. Μετά την επιστροφή στη μονάδα, κατά την επιθεώρηση, ο ταγματάρχης βγάζει σχετικό λογύδριο:

"Ως επληροφορήθην, είς εξ υμών ωθείται εκ των όπισθεν! Εάν τούτο αληθεύει τί να σας πώ; Άει σιχτίρ ξεφτιλισμένο τάγμα!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων σχέσιν εξαρτήσεως με το σάη και ξημεροβραδιάζεται γράφοντας σχόλια, λήμματα, ορισμούς και τα κέρατά του τα τράγια.

Έχω καταντήσει σλανγκοτζάνκι.

Ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στο σάη μεσ' αυτό!

Άντε γεια! Πάω γι' αποτοξίνωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ από ψωλάρπαγας.

Η ασχολουμένη με την συλλογήν πεών. Η πεοσυλλέκτρια.

Συνώνυμο πουτσομαζώχτρα. Κατά το Παπαδιαμάντειο "Ἡ Σταχομαζώχτρα"

Ἡ ψωλομαζώχτρα

Τὸν Ἰούλιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Μύκονον. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τά πέη τῶν γυμνιστῶν, ἀδιαφορούσα διά τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ π᾽τάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ π᾽τάνες!»

Ας με συγχωρήσουν όσοι, όπως κι εγώ άλλωστε, αγαπούν τον κοσμοκαλόγερο των ελληνικών γραμμάτων, για το "πείραγμα" της θαυμάσιας γραφής του. Αν και τύποις "ασεβές", δεν θέλει με κανένα τρόπο να μειώσει την αξία του κειμένου ή του συγγραφέα. Απεναντίας μάλιστα κρύβει απέραντη αγάπη και θαυμασμό για το συγγραφέα και το έργο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτείνεται προκειμένου να αποδώσει το αγγλοσαξονικό queer .

Δεν προτείνεται από μένα, δηλαδή, αλλά χρησιμοποιείται παιγνιωδώς/δοκιμαστικά/επιτελεστικά σε προχώ κύκλους του ΛΟΑΤ χώρου που θέλουν να βρουν ελληνικό αντίστοιχο στο δυσμετάφραστο queer / να οικειοποιηθούν πανηγυρικά αυτήν την ωραία ελληνική λέξη με το όχι-και-τόσο μειωτικό περιεχόμενο (λοξός, λοξή, λόξα κ.λπ.). Ωραίο μου φαίνεται και μακάρι να καθιερωθεί. Ο γούγλης δεν το βγάζει πάντως (ή εγώ δεν ξέρω να ψάχνω).

- Η Αφροξυλάνθη, λεσβιόνι;
- Λοξή.
- Ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified