Αυτή που χύνει τρελά ή αυτή που προκαλεί μεγάλης ποσότητας και έκτασης εκσπερμάτωση στον άνδρα. Κατά μια παραπλήσια έννοια αυτή που είναι τόσο καυλιάρα ώστε να προκαλεί την ανδρική επιθυμία για εκσπερμάτωση στο μουνί της.

  1. Πο πο, τι χυσομούνα η Καλλιόπη φίλε μου. Με στέγνωσε...

  2. - Τι γκομενάκι είναι αυτό ρε Βλάση;
    - Χμ, την είδες τι χυσομούνα είναι η ψώλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλλην αρχιτέκτων ή πολ. μηχανικός μακρυνός συγγενής του Καλατράβα, ο οποίος από την ανεργία λόγω κρίσης δεν έχει τι άλλο να κάνει παρά να την παίζει όλη μέρα.

- Πω πω ρε μαλάκα ο Μήτσος λέει οτι έχει να πάρει νέα δουλειά εδώ και τρία χρόνια..
- Ναι ρε τον φωνάζουν καβλατράβα στην πιάτσα.

Έργο του Ca(v)latrava κυριολεκτικά μουνί. (από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά αυτός που από την απλυσιά βρωμάει η ψωλή του. Μεταφορικά κάτι μεταξύ ύπουλου και αρχίδα.

- Πο πο, κόντεψα να ξεράσω όταν γδύθηκε Μάγδα μου. Τι βρωμοψώλης αυτός ο Μάνος.

- Νομίζει οτι θα μου φάει το σπίτι ο βρωμοψώλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπελιάζω, κωλυσιεργώ.

- Τι κάνεις μωρή φακλάνα εκεί; Όλη μέρα πορδοκλάνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως συναντάται ως "τα χυσίδια": Το σπέρμα, συνήθως μεγάλης ποσότητας, εκτινασσόμενο σε ακανόνιστες αποστάσεις, το οποίο προκαλεί μορφασμούς έκπληξης και ηδονής στην ερωτική σύντροφο που το υποδέχεται, συνήθως, με σφιχτά, κλειστά μάτια.

- Έριξα κάτι χυσίδια χτες στη μάπα της Έλενας που ήταν όλα δικά της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άραξε - ηρέμησε. Αυστηρώς από άτομα που ψάχνουν την προσοχή.

- Μου έχει πει ο ένας να πάμε για καφέ, η άλλη για σινεμά με την παρέα της και ο πατέρας μου να τον βοηθήσω στο συνεργείο. Τι να πρωτοκάνω, έλεος.
- Τσίλαρε, θα τα βολέψεις όλα.

Βλ. και τσιλ, τσίλ ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόταση γάμου. Από τη λέημ εικόνα του Χόλυγουντ όπου ο τυρόπιτας υποψήφιος γαμπρός γονατίζει μπροστά στη μέχρι πρότινος ραφαέλα και ζητάει να έλθει εις γάμου κοινωνίαν.

- Μεγάλε τι έμαθα; Γόνατο; Γόνατο;
- Τι εννοείς ρε, δεν καταλαβαίνω...
- Λέγε ρε, με την έτσι. Γόνατο;
- Ααα, ναι μωρέ έδωσα ένα λόγο εκεί για να υπάρχει. Για να σταματήσουν τα τσουρέκια.

(από notheitis, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσιμπουκλού, η πιπού, η ψωλογλειφίδα.

Σλανγιωτατική αργκό του Ανδρέα Εμπειρίκου. Εκ του λατινικού fellare (πιπιλάω).

1.
Η μεσήλικη φελλάτρια μπαίνοντας με βρήκε όρθιο και ολόγυμνο να παρατηρώ τον χώρο. – Γεια σου γλυκούλη μου, γεια σου κούκλε μου! είπε και με αγκάλιασε ...

2.
Ο Μπερτιέ, πανευτυχής, τήν ηυχαρίστησε θερμώς, και πνευστιών ακóμη απó τóν μέγαν γλυκασμóν που είχε δοκιμάσει, έκυψε και τήν εφίλησε εις τά κάθυγρα απó τó σπέρμα του χείλη της, εκφράζων και τóν θαυμασμóν του δια τήν τέχνην και τάς ερωτικάς ικανóτητας τής νεαράς φελλατρίας. « Είσαι μια υπέροχη μικρή ψωλογλειφίτσα! » είπε και τήν ησπάσθη άλλην μίαν φοράν εις τó στóμα.

3.
« Βύζαξε!... Βύζαξε!... » ήκουσε η Υβόννη τόν ναύτην να προστάζη, εν µέσω τών βόγγων και τών αναφωνήσεων τής βαθύτατης ηδονής, εις τήν εξωτικήν φελλάτριάν του. Και χωρίς τήν προσταγήν ταύτην, η ευειδής θεραπαινίς θα είχε κάµει αυτό που τής εζήτει ο θαυµαστής της. Σφίγγουσα τό στόµα της γύρω από τόν σφύζοντα καυλόν τού ναύτου, εξηκολούθησε σθεναρώς τήν άντλησιν, µε ισχυράς εκµυζήσεις και ηχηρά πλαταγίσµατα τών χειλέων της, καταπίνουσα µε λαιµαργίαν τό σπέρµα που ανέβλυζε τώρα εντός τού στόµατός της, ενώ, δια τής αριστεράς χειρός, επίεζε τούς ογκώδεις όρχεις που εταλαντεύοντο κάτω από τόν εµέσσοντα ερωτικόν σωλήνα.

(από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έννοια δηλούσα εσφαλμένη αντίληψη αγγλόφωνων κυρίως ανθρώπων.
Για τους εν λόγω δηλώνει τις διοικητικές και λειτουργικές εξουσίες των αρχών μίας πόλεως ή περιοχής.
(το προφέρουν και λάθος οι μαλάκες: «μιουνί» αντί για το πολύ καθαρότερο «μουνί», αλλά η σκωτσέζικη προφορά τα διορθώνει όλα!)

Ο όρος ακούγεται ανεδαφικός στα Greeglish όπου δόκιμοι όροι πρέπει να βελτιώνουν τους τετριμμένους για καλύτερη γλωσσολογική εξέλιξη.

«Μουνί-σιπαλ οθόριτυ» : Μουνοκρατορία του σύμπαντος.

- Με τι ασχολείσαι τελευταία;
- Βελτιώνω τη γλωσσολογική μου εξέλιξη στο μουνί-σιπαλ οθόριτυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη 3σύνθετη των εννοιών «γαμήσι», «λόφος» και «άμμος».

Εννοείται ένας αμμόλοφος (με λίγους κέδρους, ή άλλη βλάστηση, δεν βλάπτει), όπου μπορεί κανείς να βρει αρκετούς ικανοποιητικούς γαμιστρώνες. Υπάρχουν 3-4 αρκετά καλοί λόφοι για τέτοιους σκοπούς στο Γαϊδουρονήσι του Λιβυκού. Για Γαύδο δεν ξέρω γιατί δεν έχω πάει ακόμα.

- Μωρό μου, έχω καυλώσει τρελά αλλά η παραλία και η θάλασσα είναι γεμάτη τουρίστες…
- Πάμε, μωρό μου, σ' εκείνο το γαμώλοφο πιο πέρα να ξεσκιστούμε ανενόχλητοι!

(από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified