Το σπάσιμο όρχεων του αντιπάλου στο ποδόσφαιρο με σωματική επαφή, κυρίως στενό μαρκάρισμα με τον ώμο. Η σλανγκιά αυτονομήθηκε από τα γήπεδα και χρησιμοποιείται και σε άλλες αρένες, κυρίως πολιτικές.

Εκ του αγγλικάνικου ρήματος to charge (εφορμώ).

1.
Σωστά καταλόγισες την παράβαση. Τζαρτζάρισμα νοείται ώμος με ώμο. Από την στιγμή που ο ώμος βρίσκει την μέση του επιθετικού και τον παρενοχλεί, υπάρχει πρόβλημα.

2.
Εχω βαρεθει να βγαινω πρωτος ,τι θα γινει θα κανει επιτελους καποιος κατι γιαυτο; Επρεπε να σε τζαρτζαρω αγρια,με εφαγε ο πολιτισμος...

3.
Στην ερώτηση δε των δημοσιογράφων για τον Πέτρο Τατσόπουλο και στο πόσες κάρτες έχει συμπληρώσει ή αν του ήρθε η ώρα της κόκκινης, ο γραμματέας του κόμματος Νίκος Βούτσης έριξε την πάσα του. «Εμείς δεν δείχνουμε ούτε κίτρινες ούτε κόκκινες κάρτες. Αυτό που κάνουμε είναι τζαρτζαρίσματα εντός του γηπέδου». Τρώνε το χόρτο σου λέω στον ΣΥΡΙΖΑ.

4.
Το «καπέλωμα» έφερε «τζαρτζάρισμα»: Δενν ήταν και τόσο ευχάριστο το πρωινό για τον υπουργό Ανάπτυξης Μιχάλη Χρυσοχοϊδη στην Τρίπολη όπου επιχείρησε να «καπελώσει» την εκδήλωση που διοργάνωσε η Περιφέρεια Πελοποννήσου με τη συμμετοχή Οικονομικών και Εμπορικών Ακολούθων 38 χωρών με αποτέλεσμα να «τ” ακούσει» για τα καλά από τον Πέτρο Τατούλη.

5.
Τζαρτζάρισμα Καραμανλή σε Οικονομίδη! Στα χέρια ήρθαν οι δύο άνδρες λίγο πριν από την έναρξη της Γ.Σ. του ΕΣΑΚΕ, καθώς ο Οικονομίδης δεν δέχτηκε να συμμετάσχει στη Συνέλευση ο Καραμανλής!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Παράκτια μέθοδος ψαρέματος. Γίνεται με βάρκα ή με αδιάβροχη ειδική στολή. Βραδυνές ώρες με κάλμα (ήρεμη) θάλασσα, «λάδι» που λένε, να μην έχει καθόλου αέρα δηλαδή, για καλύτερη ορατότητα. Απαραίτητος εξοπλισμός στο πυροφάνι είναι η λάμπα υγραερίου ή πετρελαίου αλιείας και το καμάκι.

  2. Καψόνι στον στρατό όπου περιλούζουν οι παλιοί ένα κομμάτι χοντρό χαρτί ή ένα ρολό χαρτί τουαλέτας (στην πιο hardcore εκδοχή του καψονιού) και το τοποθετούν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών κατά την ώρα της ανάπαυσης του νέου. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή αφενός μεν να μην γίνει σε τελείως στριμμένο νέο ή σε στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης του νέου (στέρηση εξόδου, μετά από έντονες αγγαρειομαχίες κτλ), αφετέρου δε να μην γίνει αντιληπτό από κάποιον λίαν υπηρεσιακό καραβανά και πέσει καμπάνα στα λελέδια.

  1. - Μας ταλαιπώρησε ο καιρός χθες αλλά μας αποζημίωσε αυτό το μεγάλο έτσι;
    - Ναι αυτό το χταπόδι ήταν απ' τα μεγαλύτερα που έχουμε πιάσει, 2 καμάκια του ρίξαμε για να το ξεκολλήσουμε!

  2. - Το πυρπόλησα χθες τον [...], το πουστόνεο. Του' κανα πυροφάνι.
    - Και δεν σε έδωσε στον λοχαγό ρε λέουρα; Είσαι μορφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Και σήμερα» ή συντομογραφικώς «ΚΣ». Χαρακτηριστική έκφραση μεταξύ κληρωτών που υπηρετούν στον ΕΣ, ιδιαιτέρως στα σώματα του Στρατού Ξηράς. Μιας και οι μόνιμοι καραβανάδες δεν μετρούν αντίστροφα γιατί είναι «μια ζωή κουσού» (και σήμερα).

Το κουσού επαναλαμβάνεται κάθε ή σχεδόν κάθε μέρα κατά τας πρωϊνάς, μεσημβρινάς και βραδινάς ώρας ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τον παλιό (και σε πολλές περιπτώσεις και από τον ανυπόμονο να παλαιώσει ή/και απάλευτο νέο) με τον αριθμό των υπολοιπόμενων ημερών θητείας μπροστά αφαιρώντας την τελευταία ημέρα του σκέτου κουσού, την ημέρα της απολύσεως/λελεδόχαρτου.

Λέγεται και αποστομωτικά από έναν παλιό προς έναν νέο για να του θυμίσει ότι πολλά (κακά) μπορούν να συμβούν στις περισσότερες δικές του υπολοιπόμενες μέρες θητείας. Αποτελεί δε μείζον θέμα συζητήσεως την ώρα του καφέ/πινγκ πονγκ στα Κ.Ψ.Μ, στα εστιατόρια την ώρα του φαγητού, πριν την παραλαβή του εξοδόχαρτου κτλ.

- 7 κουσού κύριοι. Καλό πήξιμο νέοι!
- Αχ, πότε θα 'ρθει εκείνη η μέρα που θα πούμε 7 κουσού κι εμείς...

(από Mpiliardakias, 08/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτικός σύνθετος όρος από τις λέξεις παμπάλαιος και λέ (κατάληξη από το λελέ), που απαντάται κυρίως στα σώματα του Στρατού Ξηράς.

Ο πραγματικός παμπαλέπαμπαλές) είναι η σειρά απολύσεως και οι μέρες του υπολοίπου του είναι αξιοζήλευτες από τους ημιπαλιούς και φυσικά τους νέους. Χωρίς αυτό να αποκλείει συχνά πυκνά του φαινόμενο του σφετερισμού του συγκεκριμένου επιθέτου και της τάσεως στον ΕΣ του αυτοχαρακτηρισμού ως παμπαλέ από κάποιο πουστόνεο, που μόλις έβαλε την πρώτη του σειρά μέσα, ήπιε μια γουλιά δηλαδή και μέθυσε απότομα από το ποτήρι της παλαιοσύνης του λέουρα.

Οι υπηρεσίες που χτυπάει ο παμπαλέ όταν και όποτε είναι το θαλαμοντόγκινγκ, η διαρκής έξοδος κτλ. Φυσικά υπάρχουν και έχουν αναφερθεί αρκετές περιπτώσεις ατυχέστατων παμπαλέ που χτυπούν σκοπέτα και αγγαρείες λίγες ημέρες ή ακόμα και την τελευταία ημέρα πριν την απόλυση. Θέμα δίκα (διοικητή), ατυχών συγκυριών/κακοδιαχείρισης των υπηρεσιών από την επόμενη σειρά απολύσεως, αλλά και «εκδικητική χολή» των τελευταίων ημερών (απωθημένα για πιθανά σοβαρά χωσέ που έφαγε από τον παμπαλέ) από πρώην ημιπαλιό και νυν σειρά απολύσεως προς τον παμπαλέ μιας και ο παμπαλέ βρίσκεται πλέον σε στάδιο πολίτη και δεν έχει χρόνο και διάθεση, ούτε να βάλει στην θέση του τον ασεβή ημιπαλιό, που την είδε πριν την ώρα του και του γάμησε τις τελευταίες υπηρεσίες (εάν και εφόσον ο παμπαλέ ξέμεινε από άδειες απολύσεως κτλ.).

- Ποιός θα μπει εστιατόρια ρε φίλε το μεσημέρι αύριο; Δεν βγαίνουν οι υπηρεσίες. Βάλε τον Γιάννη αύριο.
- Τον Γιάννη;;; Δεν έχεις ιερό και όσιο ρε φίλε; Ο Γιάννης είναι παμπαλέ 15 κουσού, δεν τον αγγίζει ούτε ο άνεμος στην μονάδα! Νέος θα μπει πάλι!

(από Mpiliardakias, 08/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του ανδρός που χαϊδολογιέται ασύστολα και βάζει σε κάθε λέξη που ξεστομίζει υποκοριστικό.

(ο γατούλης παραγγέλνει σε ντελίβερι)
- Nαι, τα σαντουιτσάκια με πατατούλες, ευχαριστώ… A! Nα βάλετε και μερικά κετσαπάκια εξτρά παρακαλώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χρησιμοποιείται από συναθλητές κυρίως, για αθλήτριες χαμηλών αθλητικών επιδόσεων, οι οποίες όμως διαθέτουν ωραίο κώλο.

- Ρε φίλε αυτή δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της!
- Μπορεί να τρέχει τα 100μ. σε 20'' αλλά είναι τρελή κωλάτζα...

(από christospetropoulos, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλοσοφικό ερώτημα με απομυθοποιητικές εσσάνς προς τον γνωστό ποιητή Τσαρλς Μπουκόφσκι. Η λέξη είναι σύνθετη και προκύπτει από τις λέξεις τσιμπούκι & Μπουκόφσκι. Γροθιά στο κατεστημένο των ψευτοκουλτουριάρηδων και ενίοτε ψευτοφιλελέδων και ψαγμένων μπουκοφσκικών που ξεπηδούν σαν τα μανιτάρια τα τελευταία χρόνια σε παρέες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τέθηκε σαν ρητορικό ερώτημα και ταυτόχρονα και ως τίτλος και σε ροκ τραγούδι(ο Θεός να το κάνει) του Δημήτρη Πουλικάκου a.k.a «Θείου Νώντα». Εκτός από τις απομυθοποιητικές εσσάνς αποκτάει και Ελληναράδικες νότες μαγκιάς και αντί-ψευτοκουλτούρας υπονοώντας ότι Μπουκόφσκι(Μπουκοφσκική ποίηση) και τσιμπούκι είναι ένα και το αυτό. Πράγμα διόλου περίεργο μιας και η γεμάτη κραιπάλες και καταχρήσεις ζωή αλλά και τα ποιήματα του Μπουκόφσκι είχαν σαν θέμα τους το σεξ, τις γυναίκες, το αλκοόλ κτλ.

- Τί θα κάνεις απόψε;
- Λέω να αράξω, να ακούσω μουσική και να διαβάσω λίγο Μπουκόφσκι.
- Ρε ντύσου και πάμε να πάμε για κανά γκομενάκι. Τί Μπουκόφσκι, τί Τσιμπουκόφσκι μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφρασις του Ούριου ανέμου, του ανέμου δηλαδή που πλέει προς την κατεύθυνση της κίνησης ενός πλοίου, του ευνοϊκού δηλαδή ανέμου (μεταφορικώς των ευνοϊκών συνθηκών).

Ταυτόχρονα σύνθετη λέξη από το ματσούρι και τον Ούριο άνεμο. Ματσούρι εκ του Αγγλικού mature, της ώριμης δηλαδή γυναικός. Το ματσούρι διανύει την 5η με 6η δεκαετία της ζωής του(45-60 περίπου) και είναι το επόμενο στάδιο του μιλφονιού και το πρώιμο του τζιλφονιού. Πολλές φορές είναι χήρες ή παντρεμένες με μεγάλα τέκνα που έχουν σκυλοβαρεθεί την έγγαμη ζωή τους και αναζητούν σεξουαλικά ερεθίσματα και τρόπους να εκτονωθούν σεξουαλικά κυρίως με μικρότερους τύπους (αλλά όχι και απαραίτητα).

Όταν μαζεύονται πολλά ματσούρια δημιουργείται ο ματσούριος άνεμος που καταπίνει στο πέρασμά του από ντόπια τεκνά μέχρι πλανόδιους μικροπωλητές Πάκηδες και Αφρικανούς που είχαν την ατυχία (ή την τύχη όπως το πάρει κανείς) να βρεθούν στο πέρασμά του.

Μέρη που συχνά δημιουργείται ματσούριος άνεμος είναι τα κομμωτήρια, τα στριπτιτζάδικα με ladies nights, τα swinger clubs κτλ.

- Πωπω φίλε κοίτα τέσσερις πενηντάρες που έχουν μπάρμπα τον Φουστάνο. Στην τρίχα και ψάχνονται σίγουρα όλες τους!
- Ματσούριος άνεμος θα μας καταπιεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός της κοκέτας θείας... Με περιποιημένη εμφάνιση και μπομπαρισμένο μαλλί, που είναι σε ετοιμότητα να ποζάρει στο φακό.

Δοσμένο εξαιρετικά από τον Τάκη Ζαχαράτο!

Δεν το κρεπάρατε τζάμπα το μαλλί σας πήρε η κάμερα
(Pretty Θειά) Ep.5 Yfsf_ant1

(από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο μεγάλες κατηγορίες:

  1. Ο άγριος ήχος που παράγεται όταν ένας ντράμερ κοπανάει τα ντραμς (drums).

  2. Μία παραλλαγή της λέξης αντρομίδα, την οποία επίσης βρίσκουμε στις παραλλαγές αντραμίδα, αντρουμίδα, ανεντρομίδα, ντρομίδα, αντρομίδι, αντραμίδι (δες). Στο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 32) η αντρομίδα ορίζεται ως «το χοντρό μάλλινο κλινοσκέπασμα, η βελέντζα, το κιλίμι, η κουβέρτα του αργαλειού» και ετυμολογείται από το ελληνιστικό ἐνδρομίς που ήταν «ένα είδος μπουρνουζιού, ένα χοντρό ύφασμα με το οποίο τυλίγονταν οι δρομείς μετά τον αγώνα για να μην κρυολογήσουν». (Για την αντρομίδα βλ. και εδώ). Η λέξη είναι κυρίως μωραίτικη, αλλά και γενικότερα χωριάτικη κατά τον Σαραντάκο, ενώ ο πασαδόρος του λήμματος Τσιμπατόνε αναφέρει ως τόπο για το ντραμίδι την Ζάκυνθο.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone.

1.α. πολυ καλο το τελευταιο ...παλια ακουγα τετοια αλλα πολυ χειροτερα,,,αλλα λογικο δεν ειναι να τρομαξεισ αν αρχισει μια κιθαρα και ενα ντραμιδι τα παιζουν σα τρελα...

β. Το καλυτερο ειναι να ακους κατι με τρελο ντραμιδι να κρατας και ρυθμο,να τα σπαει για να χτυπιεσαι ενω γαμας και να ειναι καφριλα. (Μουσική για σεξ).

2.α. Οι Ηπειρώτες «σμίγαν κάτω από τις αδρές μάλλινες αντρομίδες κι ένα μονάχα είχαν στο νου τους: να κάνουν παιδιά» (Από τους Αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη, βλ. το βιβλίο «Λέξεις που Χάνονται» του Ν. Σαραντάκου).

β. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη τον γέννησε κάτω από ένα δέντρο, πάνω σε μιαν αντρομίδα. (Ο.π., σ. 32)

Got a better definition? Add it!

Published