Το «είπα» ακολουθεί [μπινελίκια]. Απαντάται και στον πληθυντικό ως λέμε (σπάσε, λέμε). Γραμματικά είναι ρήμα, αλλά παίρνει τη θέση άναρθρου επιφωνήματος. Απαντάται πολύ σε σκοτεινούς σταθμούς μετρό (Παράδειγμα 1), γραφεία των Χρυσών Αυγών καθώς και σπανιότερα ως μια όχι και τόσο ευγενική υπενθύμιση (Παράδειγμα 3). Σε παραπέμπει λίγο στους ινδιάνους που γνωρίσαμε μέσα από τα επιμορφωτικά αναγνώσματα του Στέλιου Ανεμοδούρα (Παράδειγμα 4) και τους «ιθαγενείς της Βορείου Αμερικής» όπως απεικονίζονται ρατσιστικά και καθόλου στερεοτυπικά στις ιστορίες ενός φτωχού και μόνου καουμπόυ (Παράδειγμα 5)...

  1. - Ρεεεεεεεε! Τι κάνετε εκεί-γαμώ-την-7 σας;
    - Στα πατάμε μωρή πουτάνα! Χούλιγκαν των σπρεί! Κούνελε! Φύγε μη σε χαρακώσω! Γαμώ τη μάνα σου τη ξεκωλιάρα! Πούλο, είπα!

  2. - Ηλία έχεις δει το δονητάρι μου; Το χα αφήσει πάνω στην εφημερίδα με τη φάτσα του φυρερ...
    - Λοσπου είπα! Σε μισή ώρα μιλάω ανατροπή ρε μαλάκα Παναγιώταρε...

  3. - Άμστελ για Χάινεκεν είπες;
    - Άμστελ, είπα.

  4. - Θλιμμένε Μπούφε τι σκατά πίνεις;
    - Νερό της φωτιάς είπα.

  5. - Ουγκ.
    - Είπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το «Ευγενειωτάκι» ή «Ευγενιωτάκι», που είναι υποκοριστικό του «Ευγενειώτης - Ευγενειώτισα» ή «Ευγενιώτης - Ευγενιώτισα» , που είναι ο/η κάτοικος της περιοχής-γειτονιάς «Ευγένεια» , στο Κερατσίνι. Η χρήση του υποκοριστικού υποδηλώνει χαρίεσσα διάθεση, συμπάθεια, οικειότητα ή στάση θετική και φιλική, λόγω της καταγωγής κάποιου από τη συγκεκριμένη περιοχή ή λόγω κοινής καταγωγής από τον ίδιο τόπο. Γενικώς αποφεύγεται να χρησιμοποιείται για ηλικιωμένους γιατί προκαλεί θυμηδία η ηλικία σε σχέση με το υποκοριστικό, εκτός κι αν λέγεται χιουμοριστικά ή σατιρικά. Μια άλλη χρήση της λέξης μπορεί να είναι για μικρά παιδιά ή εφήβους που κατοικούν στην Ευγένεια.

  1. - Τον ξέρεις αυτόν; - Ναι μωρέ, ευγενιωτάκι είναι κι αυτός, μένει στην πλατεία.

  2. Τα ευγενιωτάκια ραντεβού το Σάββατο στο πολιτιστικό κέντρο για το γλέντι μας.

  1. Είναι και τα δύο ευγενιωτάκια, άσχετο αν μένουν στα Μελίσσια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουρλός, στην αχαϊκή διάλεκτο. Δεν αποτελεί ακραία ή υβριστική λέξη, ιδιαίτερα όταν απευθύνεται ανάμεσα σε φίλους ή μέλη οικογένειας. Από πλευράς βάρους ισοδυναμεί περισσότερο με το «χαζός», λέγεται δε συχνά χαριτολογώντας. Η ανάπτυξη φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, που είναι συχνή στην αχαϊκή, φαίνεται και στην προσταγή-ύβρη «Άϊ πινίξου » (Άϊ πνίξου) με την ανάπτυξη του «ι» ανάμεσα στο ψιλόπνοο χειλικό π και στο ένρινο ν.

  1. Αυτός είναι μερελός, πήγε κι έκανε μπάνιο με τέτοιο καιρό!

  2. Τον ξέρω τον πατέρα του, ένας μερελός είναι, τσακώνεται με όλους.

  3. Είσαι μερελή μαρή; Άφησες τα τσουπιά μονάχα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική της ιδιότητας συντακτικά, συνηθίζεται στην βόρεια Πελοπόννησο, ιδίως στην Αχαΐα. Σημαίνει της προκοπής, κάτι που αξίζει, ίσως είναι παραφθορά της γενικής «της ωφελείας» ή της γενικής «του οφέλους». Λέγεται περισσότερο κριτικά και συχνά απαξιωτικά, όταν δηλαδή κρίνει κάποιος ή κάτι αυστηρά ή αρνητικά, οπότε υπάρχει μια επικριτική διάθεση στη χρήση του.

  1. Να σ έβλεπα μια φορά να κάνεις και κάτι τς (=της) εφελαής!

  2. Ήταν κακή μαγείρισσα, δεν ήξερε ούτε ένα φαΐ τς εφελαής να κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση αποφόρτισης κάποιου από την μονοτονία της εργασίας ή άλλης φορτικής ενασχόλησης. Επί της ουσίας σχεδόν λέξη οξύμωρη, εφόσον υπαινίσσεται την επιδίωξη κάποιας γαλήνης και ηρεμίας.

Σημαίνει επίσης σπάω την αλυσίδα των επαναλαμβανόμενων όμοιων γεγονότων με κάτι, που όμως δεν προϋποθέτει έντονη δραστηριότητα, αντιθέτως μάλιστα. Ξεκουράζομαι απ την βαρεμάρα, αλλάζω περιβάλλον, κάνω κάτι άλλο, πάω κάπου αλλού, είναι επίσης μερικές συνώνυμες έννοιες.

  1. Ο Ρουσέτος πήγε στην Αίγινα να ξεβαρεθεί.

  2. Θα πάω στην Αμοργό μια βδομάδα να ξεβαρεθώ.

  3. Πήρε δυο μέρες αναρρωτική και ξεβαρέθηκε, ήρθε ανανεωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηλεκτρονική συσκευή που δέχεται να παίξει, να αναπαράγει και να γράψει ψηφιακά δίσκο, η συσκευή DVD PLAYER και DVD WRITER.

Λέγεται κυριολεκτικώς αλλά και με σατιρική διάθεση για όσους κομπάζουν ότι έχουν τέτοια συσκευή. Μπορεί να είναι αυτοτελής συσκευή, που συνδέεται με την τηλεόραση ή τον δέκτη, μπορεί να είναι και μέροςτ ου εξοπλισμού ενός κομπιούτερ ή ενός λάπτοπ.

  1. Η Αλέκα πήρε νέα ντιβιντιέρα.

  2. Του χάλασε η ντιβιντιέρα του πί σι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση έχει επεξηγηθεί σε άλλα λήμματα όπου περιγράφηκε η χρήση της στις 9 μέρες που θέλει ο κώλος να αναρρώσει (επανέλθει, για τους πιο τολμηρούς), καθώς και στη χρήση της όταν κάποιος μας φλομώνει στις μαλακίες.

Επιπροσθέτως αναφέρεται σε χήρες που πηδιούνται πριν σαραντίσει ο άντρας τους (Παράδειγμα 1). Στην νεοελληνική αργκό (Παράδειγμα 2) βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο σε προσφάτως χηρεύσασες μόνο, αλλά και σε προσφάτως χωρισμένες, διαζευγμένες κτλ.

  1. - Α την τσουλάρα! Την Πέμπτη ήταν η κηδεία του μακαρίτη, το Σάββατο φασκέλωνε το ταβάνι με τα πόδια η καραπουτανάρα, θεέ μου σχώρα με!
    - Του κώλου τα εννιάμερα του κάνε του μακαρίτη του Γαβρίλη, τσκ, τσκ...

  2. - Τι λες ρε μαλάκα πως είδες τη Κατιάνα να βγαίνει από το γαμιστρώνα με τον Μάνθο! Αφού τη κανονίζει ο ψηλός...
    - Την έστειλε τις προάλλες όταν της έκανε τσακωτή να ντιλάρει κάτι κοκορέτσια στο μπιντέ του πατρικού της μάνας του... Τά 'σπρωχνε στη Σβετλάνα, το Ρωσσάκι, που 'χουν νυχτερινή.
    - Και τώρα πηδάει τον ασφαλιστή του; Του κώλου τα εννιάμερα του κάναν του χοντρομαλάκας....

Χρήση της έκφρασης στο πλαίσιο μπεορραπίσματος (από Khan, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι εύκολη και γυρνάει με πολλούς άντρες.

  1. Ναι τη ξέρω, δεν κάνει για γάμο, είναι χωραφιάρα.

  2. Την είδα προχθές με τον νίκο και εχθές με τον παναγιώτη. Ε, μη δίνεις σημασία είναι χωραφιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταμαχιάρης, ταμαχιάρα

Κάποιος που τρώει αλλά δεν παίρνει δύναμη, κάποιος που δεν αντέχει στη βαρειά δουλειά, κάποιος που δεν αποδίδει στη δουλειά, το ζώο που δεν είναι αποδοτικό σε γάλα.

Μην τον παίρνεις στη δουλειά, είναι ταμαχιάρης (δεν αποδίδει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη πείνα.

  1. (όταν κάποιος έχει πέσει με τα μούτρα στο φαΐ): τον έχει πιάσει μαύρη κράνι.

2.(ευχή για κακό σε κάποιον): κράνι ντε (δηλαδή να σε πιάσει πείνα και δυστυχία).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified