Η φοβία (που συνοδεύεται συνήθως από ιδρώτα και έντονο τρέμουλο) μήπως έχεις τηγανίσει περισσότερες ή λιγότερες πατάτες απ' αυτές που χρειάζονται.

- Και πώς καταλήξατε να κοιμάστε στο πάτωμα;
- Ήρθε, γιατρέ μου, ένας οικογενειακός φίλος για φαΐ, και με έπιασε μια πατατοφοβία άλλο πράμα! Παίρνω τρία ηρεμιστικά στο καπάκι, και να 'μαι κάτω.

Patata dentata (από σφυρίζων, 26/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παίρνω στην κράνα με μαλακία που έχει κάνει άλλος. Ο όρος προέρχεται από ελληνικό σατιρικό κόμικ.

- Ρε συ, ο Μπάμπης βάζει λόγια για σένα στη Νίκη!
- Α το σκουλήκι! Τώρα μπουτζαγκλαντίστηκα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ελληνικό φιλί (Greek kiss) είναι έκφραση που χρησιμοποιούν κυρίως στο εξωτερικό για την πρωκτολειχία ή γλειφοκώλι.

Ο δικός μου με τρέλανε με ένα ελληνικό φιλί χθές βράδυ!

(από σφυρίζων, 26/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυστραλέζικο φιλί είναι το γαλλικό φιλί down under, κοινώς γλειφομούνι.

Μωρό μου πάμε για ένα αυστραλέζικο φιλί και συμφωνία με κλαρίνα.

(από σφυρίζων, 26/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε γκόμενα η οποία πληρεί μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

  1. Είναι μη υπολογίσιμου βεληνεκούς λόγω εμφάνισης.

  2. Η επόμενη υποψήφια γκόμενα κάποιου (αναφέρεται απρόσωπα).

  3. Κάθε νέτο με το οποίο απλά ψήνεται κατάσταση, οπότε άθελά τους οι άντρες στην παρέα την προσφωνούν έτσι καθώς δεν υπάρχει ακόμη η λεγόμενη «εξοικείωση» μαζί της.

  1. (Μη υπολογίσιμου βεληνεκούς)
    - Τι έγινε ρε φίλε; Ακόμα δεν το πήδηξες το γκομενάκι και το παράτησες; Κρίμα είναι.
    - Άσε με ρε μαλάκα, έφαγα καλά και πάω για άλλα. Έγραψε +1 και τέλος. Μέτρια γκόμενα, δεν αξίζει να ασχοληθώ.

  2. (Η επόμενη υποψήφια γκόμενα)
    - Τι θα γίνει, θα χτυπήσουμε κανένα γκομενάκι;

  3. (Ψήνεται κατάσταση)
    - Βλέπω το ψήνεις καλά το γκομενάκι, όλο ναζάκια σου έκανε σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συν ένας πόντος στο κοντέρ κάθε άντρα για κάθε γκόμενα που πηδάει.

- Θα μου πεις τι έγινε όταν φύγαμε από το πάρτι; Είδα χαμουρευόσασταν για πολύ ώρα.
- Την πήγα στο δωμάτιό μου και όπως κατάλαβες έγραψε +1. Και με αυτό μόλις χτύπησα διψήφιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει δύο ερμηνείες.

  1. Ξεμουνιάζω μια γκόμενα όσο περισσότερο μπορώ μέσα σε ένα βράδυ και μετά πούλο.

  2. Ξεζουμίζω μια πρώην μου σε φάση να την βαρεθώ τελείως και να μην έχω απωθημένα, οπότε μετά πάλι πούλο.

Γενικά μετά το «έφαγα καλά» η γκόμενα έχει ήδη πάρει πούλο.

  1. (Για μία βραδιά)
    - Ξεκωλάκι τρελό η Σοφία. Έριξες λούτσο στην πενταήμερη και τώρα κάνει ότι δεν σε ξέρει, ε;
    - Ναι αλλά τουλάχιστον έφαγα καλά. Τέσσερις μέρες σερί το μουνί στο χέρι της έδινα. Δεν προλάβαινε να πάρει ανάσα.

  2. (Διαρκείας)
    - Έλα ρε, χωρίσατε πάνω που θα κλείνατε χρόνο;
    - Στα παπάρια μου ρε. Έφαγα καλά. Πήρα παρθενιά, κώλο, έσκισα φυσικό ξανθό νέτο με τρελό πάτο, ε και τώρα πάω για άλλα.

(από HardcoreGR, 25/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε κονέ παίζει με γκόμενα. Το αναφέρουμε κυρίως τις ημέρες που γίνεται το ψηστήρι και μέχρι ένα δευτερόλεπτο πριν δέσει το γλυκό και πέσει το πρώτο γλωσσόφιλο.

- Ρε μαλάκες σαν πολύ δε μιλάει ο Γρηγόρης με την αδερφή μου απόψε;
- Ε και; Καλά δεν έχεις πάρει πρέφα ότι ψήνεται κατάσταση εδώ και μέρες;

(από HardcoreGR, 25/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω αν έχει θέση εδώ μέσα, αλλά ας δούμε εν τάχει (ποιος τα 'χει; ) το σημασιολογικό φορτίο της λημματογραφούμενης προσφώνησης.

Όταν αυτή απευθύνεται σε γυναίκα, η ατμόσφαιρα ελαφραίνει αξιοσημείωτα με την χρήση του αρσενικού μωρέ, με όλον τον αέρα χαλαρής οικειότητας που αυτό φέρει. Αντιθέτως, η χρήση του θηλυκού τύπου μωρή είναι αρνητικά φορτισμένη, ακόμα και στην περίπτωση προφανέστατα φιλικής διάθεσης από την πλευρά του ατόμου του εκφέροντος τη λέξη, η οποία αποκτά μια νυάνς πατερναλιστικής ειρωνείας στην καλύτερη περίπτωση. Την περίπτωση που ο αποδέκτης του «μωρή» είναι άντρας, δεν την συζητάμε καν.

Στον καθεστωτικό λόγο, ένα αντίστοιχο θα ήταν το διαφορετικό ηθικό πρόσημο των εκφράσεων «δημόσιος άνδρας» και «δημόσια γυναίκα».

Τώρα, να πούμε για την έως και θυελλώδη συνύπαρξη του καθώς πρέπει, του καθημερινού και του αργκοτικού λόγου; Μπα, θα ξημερωθούμε... Θέμα ώσμωσης είναι όλα. Να δω μόνο τον Πρετεντέρη στο γυαλί να κατεβάζει πουστοπουτανιλίκια και χριστοκάντηλα και να πεθάνω ρε μάστορα...

Αυτά, και γλαύκα ες Αθήνας. Στην τελική, άμα το λήμμα δεν είναι σλανγκ, ας πάρει την τσαπού, και τι έγινε μωρέ...

Νταξ μωρέ, ελπίζω να καταλαβαινόμαστε, μη ζητάτε παράδειγμα και μην αρχίσετε τώρα τα «μη λουφάρεις μωρή κουφάλα» και τέτοια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «σκατόψυχος».

Είσαι γαμόψυχος αν δεν παραδέχεσαι ότι αυτός που κλέβει γιατί δεν έχει να φάει, είναι αθώος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified