Στα ίσα, ευθέως, έξω απ' τα δόντια, κττ.
Λέξη των παλιών, από το ιταλιάνικο apertura= άνοιγμα. Καμία σχέση με την ποδοσφαιρική αργεντίνικη απερτούρα, ή την σκακιστική.

Πρόσεχε γιατί τα λες και συ απερτούρα όπως εγώ, θα βρεις τον μπελά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική βρισιά με την οποία χαρακτηρίζουμε τον υβριζόμενο ως γιο πουτάνας, πουτανασγιό, σαναμαμπίτση κ.τ.ό.

  1. - ‎«Πάνε και βάζουν το δίλημμα ευρώ ή δραχμή σ' ένα λαό που χορεύει το Ai se eu te pego τσιφτετέλι!» - εδω μας το βαζουν και σε μας που μας κυβερνησε ενας γαπ, και μας παρακαλαει ενας τσιπρας και ενας χοντρος πουτανοσπορος. (Από το Facebook).

  2. Τωρα σκεφθηκε ο πουτανοσπορος ο Τζέφρι να βοηθησει;εμ εκλογες ερχονται και του ειπαν τα αφεντικα του να ριξει και μερικα ψιχουλα. (Εδώ).

  3. την επομενη φορα που θα ερθει ο οποιοδηποτε πουτανοσπορος στη χωρα μου να μιλησει για «αναποφευκτη μειωση της εθνικης κυριαρχιας»... (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι ο λαϊκός τραγουδιστής, βλ. και σεβντότεκνο.

Αν ακούγατε τη φράση «αβέλω τη σερμέλα του σεβντοκατέ», που θα πήγαινε το μυαλό σας; (Από το greekbdsmcommunity.com).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι ο νεαρός λαϊκός τραγουδιστής. Από το σεβντάς που σημαίνει την πολυτραγουδισμένη ερωτική λαχτάρα και καημό εκ του τουρκικού sevda.

Βρέθηκα εκτός σπιτικής εστίας. Κουλά. Κοπροσκύλιαζα, η λουμπίνα, γυρνοκοπούσα εδώ κι εκεί. Τραγουδούσε τότε ο σούπερ σεβντοκατές, ο Καζάντζος –μόλις είχε βγει- ένα τραγούδι πονεμένο, «Είμαι ένα κορμί χαμένο, ένας άσωτος υιός», γκραν σουξέ. Μέρα νύχτα δεν τ’ άφηνα απ’ τα χείλη μου. Για μένα ήτανε γραμμένο, θαρρείς. Το τραγουδούσα κι έκλαιγα.

Απ’ το σπίτι μου διωγμένος κι απ’ τον τόπο μου μακριά, στο γκρεμό κατρακυλάω κάθε μέρα πιο βαθιά.

Μπουτ το γουστάρω το λαϊκό τραγούδι, πολύ λατσεύομαι το καημόκουτο. Και πιο πολύ τον Στελάρα, που ήταν τότε ένα σεβντότεκνο μούρλια. (Αποκατέ)

Όταν ο Στελάρας ήταν σεβντότεκνο και λατσότεκνο... (από Khan, 24/12/12)(από Khan, 24/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του μπάρμπα-Μπρίλιου όταν οδηγούμε αυτοκίνητο ή άλλο όχημα. Λόγω της εκνευριστικά χαμηλής ταχύτητας σου τα κάνει τσουρέκια, σε γκαστρώνει κλπ. Εξού και το όνομα Γκαστρόπουλος.

Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε κάθε άλλη περίπτωση που βιαζόμαστε ή βαριόμαστε και ο άλλος μας πρήζει τον πούτσο.

  1. (Στη κίνηση σε ώρα αιχμής)
    - Τι θα γίνει ρε Γκαστρόπουλε! Θα ξεκινήσεις καμιά φορά; Δύο φανάρια χάσαμε με τη μαλακία που σε δέρνει!

  2. (Δύο φίλοι παίζουν σκάκι και ο ένας μελετάει αρκετή ώρα την επόμενη κίνησή του)
    - Άντε ρε Γκαστρόπουλε! Αποφάσισε! Έκανα οκτάδυμα!
    (Υπάρχει σαν λήμμα το τελευταίο;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλίδης ή ψωλόπουλος: είναι αυτός που πετάγεται σαν την πορδή ή σαν τσουτσού εκεί που δεν τον περιμένεις. Λέγεται συνήθως όταν οδηγούμε στον δρόμο με μια κάποια ταχύτητα και ξαφνικά στρίβει από το στενό κάποιος μπάρμπα-Μπρίλιος ή καμιά γκόμενα και μας πάει σαν την κότα με 40.

Μπορεί όμως να το πούμε και για κάποιον που πετάγεται ενώ μιλάμε.

  1. - Φάε ένα μαλάκα ψωλίδη που βγήκε από την γωνία και μ' έκοψε. Πάτα γκάζι ρε αρχίδι με σου γαμήσω το μουνί που σε πέταγε! Τι θα γίνει ρε Ψωλόπουλε! Θα φτάσουμε καμιά φορά;

  2. (Μέσα στην τάξη)
    - Ποιος είπε «όχι» το 1940;
    - Ο Μεταξάς!
    - Γιατί πετάγεσαι ρε Ψωλίδη! Άσε να πάρει καλό βαθμό και κανένας άλλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος στο Facebook λέγεται και έτσι με ας πούμε λίγο πιο μάγκικη και / ή υποτιμητική διάθεση.

Σόρι κιόλας για τις οφτοπικιές στο ντουβάρι σου, αλλά το θέμα που έθεσες μου θύμισε ιστορίες που με πονάνε...

(από Khan, 23/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ή γαυγικό: ο σκύλος.

Η ονομασία προέρχεται από τον ήχο «γαβ γαβ» που κάνει το ζώο κατά το γαυγισμά του.

- Ωπ, ωραίος! Πήρες γαβγικό;
- Ε ναι ήθελα ένα σκυλάκι να μού κάνει παρέα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μελανιά στα Κρητικά. Από το «μπλάβος, που σημαίνει μελιτζανής, μόβ» (πάσα: vikar).

«Μπλαβινιά» στην Καλαμάτα.

- Χτύπησα χτες το χέρι μου και δες πόσο έχει μπλαβίσει...
- Πώ, ρε μαλάκα. Τρελή μπλαβάδα, φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι σαν τον Φατσέα απ' τή γνωστή Ελληνική σειρά «Το καφέ της Χαράς», δηλαδή υπόσχεται πράματα που δεν γίνονται, είναι χαρτόμουτρο (ή πίνει) και γενικότερα έχει αλήτικη συμπεριφορά και τρακαδόρικη ενώ στο μυαλό είναι χωριάτης!

- Κοίτα πώς είναι αυτός, στην Κοζάνη μένει και πάει βόλτα τη Ferrari του στη κεντρική πλατεία μέρα-μεσημέρι.
- Άσε, μεγάλος φατσέας και αυτός, επιδεικνύει τα λεφτά του ενώ πριν πάρει τη κληρονομιά οδηγούσε το τρακτέρ του στα χωράφια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified