Τύπος εξαιρετικά λιγομίλητος - το τσιγκέλι δεν έχει καμμία τύχη να του πάρει λόγια. Άνθρωπος που δεν χαριεντίζεται ποτέ, δεν πιστεύει στις πλακίτσες και τα αστειάκια. Κατά βάση μοναχικός. Μπορεί να έχει ένα-δυο φίλους με τους οποίους επίσης λέει ελάχιστα αλλά, γενικά, οι περισσότεροι δεν τον θέλουν για παρέα και δεν τους θέλει κι αυτός. Συνήθως σκυθρωπός, με μάτια-φρύδια κατεβασμένα - αν και αυτό μπορεί να οφείλεται πιο πολύ σε κοινωνική αδεξιότητα παρά σε γρουσουζιά ή στενοχώρια.

Η λέξη θα μπορούσε να είναι και ηχοποίητη - από τον ήχο μμμμμ ... που παράγουν τέτοιοι τύποι όταν, βέβαιως, αισθάνονται ομιλητικοί. Λέξεις με συναφές νόημα είναι η μούγκα, ο μούργος, ο μουρτζούφλης και ο μούχλας - που όλες έχουν το μου-. Σχετική έκφραση είναι και το βαρύ πεπόνι. Λέξεις με το αντίθετο νόημα είναι ο μπουρμπούραγας και ο χαμογελάιδας.

- Μούκα ... α, μούκα ... ήρθαν οι άνθρωποι να μας ευχηθούν για το εγγόνι και δε γύρισες να τους κοιτάξεις ... μια καλησπέρα τους είπες με το ζόρι και μετά κολλημένος στην τηλεόραση ...
- Μμμμμμμμ ...
- Μουξ και ξερός ... μούκα ...

Got a better definition? Add it!

Published

Τύπος ακατάσχετα φλύαρος και, κατ' επέκταση, αερολόγος. Διακόπτει τους άλλους συνεχώς - π.χ. άσε, πού να σου λέω ή, καλά, άμα σου πω τι έπαθα ... - μονοπωλεί μονίμως την κουβέντα, λέει μόνο για να λέει και λατρεύει τον ήχο της φωνής του.

Η λέξη σχηματίζεται από το μπουρ-μπουρ (ή, μπούρου-μπούρου βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες) με δεύτερο συνθετικό το -αγάς, όπου αγάς είναι ο τοπικός διοικητής ή αφέντης την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο μπουρμπούραγας, λοιπόν, δεν είναι απλώς πολυλογάς - είναι και ο αρχηγός των πολυλογάδων και, ωσεκτουτού, απίστευτος σπασοκλαμπάνιας.

Στον επαγγελματικό στίβο, ο μπουρμπούραγας απαντάται συχνά στους χώρους των πωλήσεων και του πι-αρ όπου διακρίνεται ως biri biri maker. Αν ακολουθήσει καριέρα πανεπιστημιακή/νομική/τηλεοπτική συχνά εξελίσσεται σε ειδικό μπουρδολόγο / παπαρολόγο. Στο οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός αν έχει και άποψη για τα θέματα του νοικοκυριού - αν είναι, δηλαδή, και γυναικοθόδωρος.

Σημειωτεόν ότι ο όρος μπουρμπούραγας δέον να χρησιμοποιείται μόνον για άντρες. Μια γυναίκα μπορεί να χαρακτηρισθεί μπουρμπούρα αλλά συνηθέστερα την λέμε γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, γαλιάντρα ή κατίνα - αν και όλα αυτά έχουν κάποιες λεπτές νοηματικές διαφορές.

- Καλέ, τι πράμα είναι αυτός ο ξάδερφος σου ... πρώτος μπουρμπούραγας ... ήρθε επίσκεψη προχτές, αρμένικη βίζιτα την έκανε ... τρεις ώρες έκατσε, γλώσσα μέσα δεν έβαλε ... μπούρου-μπούρου και μπούρου-μπούρου, μας έπρηξε ... και πανάθεμα με αν θυμάμαι ένα πράμα που μας είπε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να αποσπάσει την προσοχή και να παραπλανήσει. Κάλυψη, προπέτασμα. Από τις κλασικές λέξεις που χρησιμοποιεί ο Τσιφόρος - π.χ. ο λαχανάς στο λεωφορείο βάζει την εφημερίδα μπουζουριέρα για να φάει το πορτοφόλι του ανυποψίαστου συνεπιβάτη.

Κρατάω μπουζουριέρα μπορεί και να σημαίνει φυλάω τσίλιες - ειδικά όταν προσποιούμαι ότι κάνω κάτι άλλο, π.χ. «ένας μάγκας παραπέρα μας κρατάει τη μπουζουριέρα», που λέει κι ο Μπάτης στο ρεμπέτικο «Βάρκα μου μπογιατισμένη».

Δεν είναι σαφές πώς σχετίζεται η μπουζουριέρα με το ρήμα μπουζουριάζω. Με την έννοια της παραπλάνησης, της κάλυψης, δεν υπάρχει προφανής σχέση. Μια άλλη εκδοχή λέει ότι στην μπουζουριέρα κρύβουμε, παραχώνουμε, μπουζουριάζουμε κλοπιμαία, το μαύρο κλπ - στην περίπτωση αυτή σημαίνει την κρυψώνα.

Η μπουζουριέρα δεν πρέπει, βεβαίως, να συγχέεται με την μπιζουτιέρα. Άλλο Τουπαμάρος κι άλλο...

  1. («Τα σκαθαράκια», από Τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν.Τσιφόρου)
    Θάσαι σεμνός, όσο πιο σεμνός είσαι, τόσο καλύτερα θα τους γελάς. Όποιος μοστράρεται για ξύπνιος είναι σα να κάνει ρεκλάμα: 'φυλαχτείτε από μένα', φυλάγονται, ενώ άμα κάνεις τον κουτό, γελάνε μαζί σου και τους τη φέρνεις καλύτερα. Θα φροντίσεις νάχεις μια δουλειά μπουζουριέρα δήθεν πως κάτι πουλάς και κονομάς από κει, έτσι κάνουνε κι οι μεγάλοι να πούμε, απ' αλλού δείχνουνε πως τα βγάζουνε κι απ' αλλού κονομάνε.

  2. (Ελευθεροτυπία, 26/02/2008)
    Εν τέλει, αποδεικνύεται μύθος το «φτωχό» -με βάση τον επίσημο εθνικό προϋπολογισμό- υπουργείο Πολιτισμού. Οπως αποκαλύπτει σχετική έρευνα του Αρη Χατζηγεωργίου στην «Ε» (16/2), οι εκταμιεύσεις του ΟΠΑΠ προς το υπουργείο Πολιτισμού, όχι μόνο το καθιστούν... ζάπλουτο, αλλά και... πολυπλόκαμη «μπουζουριέρα» πάσης φύσεως επιχορηγήσεων, με αναρίθμητους παραλήπτες και -σε πλείστες περιπτώσεις- τουλάχιστον... ανορθόδοξα κριτήρια.

  3. (από πολιτικό κείμενο του Νέου Αριστερού Ρεύματος)
    Αυτό που μας σερβίρουν ως «νέο», είναι το απαρχαιωμένο μοντέλο ενός δικομματισμού, που αποτελεί την μπουζουριέρα ενός καινούριου αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας .της σύγχρονης βαρβαρότητας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ατημέλητος και κάργα αραχτός. Βασικά χαρμπαγιάγκαλος και ολίγον κοπριτάμπουρας.

Άλλα σχετικά λήμματα: χλέμπουρας, αλτέρνι, κοπρόσκυλο, ρεμπεσκές, φρίκουλο

- Πώς τον είδες τον καινούργιο δεσμό της ξαδερφούλας μας, Δημητράκη; - Τι να σου πω, ρε παιδί μου, δεν ξέρω ... μπορεί νάχει άι-κιου 175, που λέει κι αυτή, αλλά πολύ λεχάρι το άτομο, ρε γαμώτο ... πουλόβερ με τρύπιους αγκώνες και η τελευταία φορά που δούλεψε ήτανε, νομίζω, επί Γεωργίου Ράλλη ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό όνομα Charlie, απαξιωτικός χαρακτηρισμός για τους Κυπραίους της Αγγλίας δεύτερης και τρίτης γενιάς - είναι οι λεγόμενοι μπιμπισήδες (εκ του B.B.C.= British Born Cypriots).

Πέραν του εθνολογικού, οι τσάρληδες παρουσιάζουν και μεγάλο γλωσσικό ενδιαφέρον. Πρώτη τους γλώσσα είναι, με διαφορά, τα Εγγλέζικα αλλά μεταξύ τους μιλούν και ένα ιδιότυπο ιδίωμα που ενσωματώνει σε μια παλιομοδίτικη Κυπραίικη διάλεκτο κάποιους εξελληνισμένους τύπους αγγλικών λέξεων και κατασκευασμένα αγγλο-ελληνικά συντακτικά σχήματα.

Ορισμένα παραδείγματα:

  • το φισσάτικο = μαγαζί που πουλάει fish and chips
  • η μηχανικούδα = χειρίστρια ραπτομηχανής, κοπτοράπτρια
  • το καποτί = φλυτζάνι τσάι, cup of tea
  • ο χάσπας = ο σύζυγος, husband
  • το πάσο = το λεωφορείο, bus
  • χαρτώνω = περνάω ταπετσαρία, από το ρήμα to paper
  • το κιτσιούι = η κουζίνα, kitchen
  • κάμνω use = χρησιμοποιώ
  • κάμνω cheat = κλέβω, εξαπατώ, κάνω απιστία
  • είμαι fit = είμαι καλά, σε καλή κατάσταση

Εννοείται ότι αυτό το ιδίωμα το καταλαβαίνουν μόνον οι τσάρληδες - ούτε οι Κύπριοι της Κύπρου ούτε, βέβαια, οι Ελλαδίτες ή οι Εγγλέζοι.

- Όι, γκορού ... εν πορεί ο χάσπας μου να 'ρτει στο φισσάτικον ... all weekend ένει πολλά busy ... χαρτωνει το κιτσιούι ... να κάμω έναν άλλον suggestion ... είπες τον τον Τσάρλη αν πορεί;

Βλ. και πορνοβοσκός, ο, pimp αλλά και δώσε κώλο στον ρουφιάνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, το κατακάθι που μένει αφού λιώσουμε το σουσάμι και πάρουμε το λάδι του. Τρώγεται μεν αλλά, κατά γενική ομολογία, είναι μια αηδία. Λέγεται επίσης και κούσβος.

Μεταφορικά, γυναίκα άσχημη και γρουσούζα.

  1. ... επί Κατοχής που μοσχοπουλούσαν την κιούσπα, δηλαδή τη μάζα που απέμενε από την επεξεργασία του σησαμιού. Μάλιστα ειρωνικά οι πωλητές φώναζαν: - Πάρε κιούσπα - μαύρο χαβιάρι! (από άρθρο του Γ. Σκαμπαρδώνη, εφημ. Μακεδονια, 18/05/08)

  2. ... το '41-'42, ήμασταν απ' τις πρώτες οικογένειες που χτυπήθηκαν από την Κατοχή. Πεινούσαμε -κάθε τρεις μέρες έτρωγα μισή φέτα ψωμί. Και ήμουν ευτυχής αν ήταν πραγματικό ψωμί, γιατί συνήθως ήταν κιούσπα (ένα φριχτό πράγμα από αλεσμένα χαρούπια που το δίνανε στα γουρούνια). (από συνέντευξη του Ντ.Χριστιανόπουλου στο www.theschooligans.gr)

  3. Μια γυναίκα που παρουσιάζει έντονη ανασφάλεια, αναποφασιστικότητα, νευρικότητα, και φλερτάρει με όλους, μπορεί και ΠΡΕΠΕΙ να γίνει στόχος κάθε μπάκουρα...«, δεν καταλαβαίνω γιατί ΠΡΕΠΕΙ! Δηλαδή σώνει και καλά πρέπει; Δηλαδή αν η τύπισα είναι περπιτσόλι, αν είναι κιούσπα; αν είναι φώκια; αν είναι πατσούρα; (με συγχωρείτε κυρίες μου για τις παραπάνω εκφράσεις) Πρέπει; (από www.mpakouros.net)

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο που έχει φύγει ένα τακ από το στάνταρ ούφο. Είναι απολύτως αλλού - είναι, δηλαδή, αλλούφο. Είναι δεδομένο ότι δεν προέρχεται από τον πλανήτη μας. Αλλά, είναι τόσο χαμένο στο διάστημα αυτό το άτομο που υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι και η επικοινωνία του με τον δικό του πλανήτη έχει διαταραχθεί.

Γιατί επέλεξε ο ποιητής να πει ότι αυτό το ούφο φοράει σκούφο; Μα, ακριβώς γιατί είναι ποιητής και δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ομοιοκαταληξία. Εκτός κι αν είχε κατά νου τα στρουμφάκια.

Είναι δυνατόν κάποιος να είναι ακόμη πιο γεια σου; Η απάντηση είναι, ασφαλώς, ναι -και τότε το άτομο αυτό χαρακτηρίζεται ούφο με σκούφο και με φλογέρα. Φέρτε π.χ. στο μυαλό σας τον Ε.Τ., βάλτε του ένα σκούφο, δώστε του και μια φλογέρα - ε, για τέτοιο πράμα μιλάμε. Ένα στρουμφάκι (με φλογέρα) είναι καλή προσέγγιση.

Στην εκφορά της φράσης υπάρχει ένα savoir-faire. Σπανίως θα χαρακτηρίσουμε κάποιον ούφο με σκούφο και με φλογέρα απνευστί. Συνήθως, όταν ο συνομιλητής μας πει ότι κάποιος είναι ούφο εμείς θα υπερθεματίσουμε λέγοντας ... με σκούφο ... και αυτός θα υπερθεματίσει εκ νέου προσθέτοντας ... και με φλογέρα!.

Εν κατακλείδι, στην ερώτηση «γιατί με φλογέρα;» η μόνη ενδεδειγμένη απάντηση είναι «αυτό δεν είναι μια φλογέρα».

- Τι είπε ρε πάλι το άτομο ... Μας κούφανε ...
- Ε, τι περιμένεις ... αφού είναι γνωστό ούφο ...
- Ούφο με σκούφο ...
- Και με φλογέρα ... ό,τι νάναι...

Στρουμφ με φλογέρα 3 (από poniroskylo, 15/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Βολιώτες.

Τον χαρακτηρισμό χρησιμοποιούν απαξιωτικά οι κάτοικοι άλλων πόλεων, και ειδικά οι Λαρισαίοι. Αλλά, τους Βολιώτες δεν φαίνεται να τους χαλάει ιδιαίτερα - οι φανατικοί οπαδοί του Ολυμπιακού Βόλου αυτοαποκαλούνται Austrian Boys.

Το ενδιαφέρον είναι από πού βγήκε η προσωνυμία Αυστριακοί. Βασικά, κανείς δεν είναι σίγουρος και κυκλοφορούν διάφορες εκδοχές:

  • Διότι οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες - σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι ψυχροί άνθρωποι - σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι μοχθηροί - επί Τουρκοκρατίας, οι Αυστριακοί είχαν χειρότερη φήμη κι απ' τους Τούρκους.
  • Διότι στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό ένα Αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.

Αυτά τα λένε οι Λαρισαίοι. Οι εξηγήσεις που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες είναι:

  • Επί Τουρκοκρατίας, η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη Αυστριακού προξενείου και η δυνατότητα που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό Αυστριακή προστασία.
  • Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η νέα διοίκηση φορολόγησε βαριά την Θεσσαλία. Μπήκε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους «Έλληνες το γένος» (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε στους μαγαζάτορες να βάλουν ξένες, Αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.

Και υπάρχει και η εκδοχή της Φρικηπαίδειας.
* Ο Βόλος είναι μία πόλη στην κεντρική Ελλάδα. Γνωστή αυστριακή αποικία που εξελίχθηκε σε αποικία των ΕΛ, μετά την εκδίωξή τους από την αφιλόξενη προσωρινή τους κατοικία, την γνωστή υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας.

  1. Επεισόδια όμως είχαμε και μετά το τέλος του αγώνα... Συγκεκριμένα οι οπαδοί της Λάρισας αντέδρασαν στην προκλητική στάση των αυστριακών που ξήλωσαν κομμάτια από το δημοσιογραφικό θεωρείο του γηπέδου και τα πετούσαν σε παρακείμενα σπίτια και αυτοκίνητα, με ξυλοφόρτωμα σε καμιά 10αριά (από τους 120 συνολικά που ήταν στο γήπεδο) αυστριακούς, καταιγισμό από πέτρες και ξύλα προς τη εξέδρα τους, σπάσιμο των 2 λεωφορείων τους (ποίος σας είπε να έρθετε με λεωφορεία? άραγε ποιος κακομοίρης τα κλαίει.?..!) και υποχρεώνοντας τους στην παραμονή τους στο γήπεδο επί 1 ώρα και πλέον... Κατακαημένοι αυστριακοί...Μια ζωή τρέξιμο και κυνήγι σας έχουμε... (post με τίτλο «Γαμιέται ο Βόλος και η Αυστρία» σε forum οπαδών της ΑΕΛ, 2004)

  2. Και στα τέλη του Μαίου όταν θάχουμε ανεβεί
    Σουπερλίγκα ετοιμάσου, έρχονται Αυστριακοί (Σύνθημα των Austrian Boys)

Το έμβλημα των Austrian Boys (από poniroskylo, 09/07/08)(από allivegp, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραία, ενισχυμένη εκδοχή της επίσης ωραίας λόγιας λέξης αναφανδόν.

Σημαίνει φανερά, χωρίς περιορισμούς και κατ' εξακολούθηση. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι που γίνεται προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα και κατά συρροή.

Προέρχεται από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: averta = ανοιχτή + coverta = το κατάστρωμα του πλοίου, η κουβέρτα.

Σχετικό λήμμα: το πήρε ο κώλος μας παραμύθι

  1. Oι αναγκες εχουν αυξηθει,και οι μισθοι παραμενουν εδω και χρονια καθηλωμενοι. Την λυση λοιπον στο προβλημα της ελειψης ρευστου στην αγορα προσφερονται να την καλυψουν οι τραπεζες.Οι οποιες αφου εφαγαν τα λεφτα απο το κοσμο με τα παιχνιδια που εστησαν στο χρηματιστηριο δινουν αβερτα κουβερτα δανεια...στο καθε τυχοντα... (από forum)

  2. Είχα πράγματι το άγχος μήπως εκληφθεί ως ομοφοβική η παρουσίαση αυτού του κόσμου και του υποκόσμου του ομοφυλόφιλου σεξ, το πάρκο, το γαμήσι απ’ το ίντερνετ. Αλλά μέσα σε αυτό τον κόσμο εγώ βάζω αγάπη. Νομίζω ότι όλοι άνθρωποι που γαμούν και γαμιούνται αβέρτα-κουβέρτα ψάχνουν την τρυφερότητα και δεν τη βρίσκουν. (από συνέντευξη του Α. Κορτώ στους Π. Ευαγγελίδη-Λ.Καλοβυρνά, www.10percent.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified