Τύπος εξαιρετικά λιγομίλητος - το τσιγκέλι δεν έχει καμμία τύχη να του πάρει λόγια. Άνθρωπος που δεν χαριεντίζεται ποτέ, δεν πιστεύει στις πλακίτσες και τα αστειάκια. Κατά βάση μοναχικός. Μπορεί να έχει ένα-δυο φίλους με τους οποίους επίσης λέει ελάχιστα αλλά, γενικά, οι περισσότεροι δεν τον θέλουν για παρέα και δεν τους θέλει κι αυτός. Συνήθως σκυθρωπός, με μάτια-φρύδια κατεβασμένα - αν και αυτό μπορεί να οφείλεται πιο πολύ σε κοινωνική αδεξιότητα παρά σε γρουσουζιά ή στενοχώρια.
Η λέξη θα μπορούσε να είναι και ηχοποίητη - από τον ήχο μμμμμ ... που παράγουν τέτοιοι τύποι όταν, βέβαιως, αισθάνονται ομιλητικοί. Λέξεις με συναφές νόημα είναι η μούγκα, ο μούργος, ο μουρτζούφλης και ο μούχλας - που όλες έχουν το μου-. Σχετική έκφραση είναι και το βαρύ πεπόνι. Λέξεις με το αντίθετο νόημα είναι ο μπουρμπούραγας και ο χαμογελάιδας.
- Μούκα ... α, μούκα ... ήρθαν οι άνθρωποι να μας ευχηθούν για το εγγόνι και δε γύρισες να τους κοιτάξεις ... μια καλησπέρα τους είπες με το ζόρι και μετά κολλημένος στην τηλεόραση ...
- Μμμμμμμμ ...
- Μουξ και ξερός ... μούκα ...