Αυτός/ή που πιστεύει πως κατέχει ένα αντικείμενο και συμπεριφέρεται (ντύνεται και μιλάει) σαν να είναι επαγγελματίας του είδους.

Επίσης, πιστευμένος είναι ο οπαδός μιας ιδέας, κινήματος κτλπ.

  1. Περνούσα χτες από πάρκο Γουδή και παίζανε οι ακαδημίες. Είχανε μαζευτεί όλοι οι πιστεμένοι μπαμπάδες με τα προπονητικά μπουφάν στην εξέδρα και είχαν σηκώσει τον τόπο. Πήρα και 'γω μια έψα απ΄τη καντίνα και άραξα για το τζέρτζελο.

  2. Εκεί που πίναμε καφέ Θησείο σκάσανε κάτι πιστευμένοι του Σώρρα και έκαναν έρανο για την αναβίωση των Παναθηναίων.

πιστεμένοι πιστεμένοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρδαμισμός-παραλλαγή του "μεταλαμπαδεύω". Η διαφορά βρίσκεται στην κυριολεκτική σημασία κατά την οποία πλέον δεν δίνουμε φως αλλά πασάρουμε τη μπάλα. Μεταφορικά εννοείται το ίδιο, σου μαθαίνω μπαλίτσα, σου κάνω πάσα γνώση.

-Έχω ραντεβού με την Δανάη σήμερα και δε ξέρω που να την πάω για φαγητό.
-Να μαγειρέψεις σπιτι, ψητό σολωμό με πατάτες και καμιά σαλάτα με ρόκα,ραπανάκι,παρμεζάνα και καρύδια.
-Όχι ρε θέλω να την εντυπωσιάσω, θα την πάω σε κάνα καλό εστιατόριο να γουστάρει.
-Άκου ρε λελέ την Ποπάρα, σου μεταμπαλαδεύει γνώση και εμπειρία μπας και φορτώσεις άχρηστε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ολοκληρωτικά φαλακρός. Προσαρμόζω τον εξοπλισμό μου ανάλογα με τις συνθήκες.
Εναλλακτικά "σφουγγαρίζω τη πλατεία".

-Είδα τον Παύλο χτες ρε, αγνώριστος, τον θυμάσαι πρώτο έτος με τις αλυσίδες, τα αμάνικα και τη μαλλούμπα;
-Τι έγινε κυριλέ;
-Ράφλας έγινε.
-Τι λες ρε μαλάκα; Μαδάει κι αυτός;
-Ρε χτενίζεται με χαρτομάντηλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.

Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.

Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.

Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)

*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα

Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!

μωρή Εμμανουέλα 25-2-2018

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φίλτρο αέρα που κρέμεται μπροστά από στόμα και μύτη στη κλασσική αντιασφυξιογόνο μάσκα. Παράδειγμα η σοβιετική gp-5 της φωτογραφίας. Εναλλακτικά ονομάζεται και μυρμηγκοφάγος.

-Ρε σε δουλέψανε, δε μπορώ να πάρω ανάσα με αυτό το πράγμα, μούφικη είναι.
-Βγάλε τη λαστιχένια τάπα κάτω απ τη πιπίλα ρε νουμπά, θα πεθάνεις και θα σε πληρώνουμε για άνθρωπο!

μάσκα με μονή πιπίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλύαρος, ανόητος άνθρωπος. Εκ πρώτης όψεως δείχνει να προέρχεται από το ιταλικό papardelle , είδος ζυμαρικού. Ενδεχομένως η σημασία της λέξης σχετίζεται με την μορφή της παπαρδέλας, όπου πωλείται μπουρδουκλωμένη σε μπάλες και όταν βραστεί γίνεται πολύ γλιστερή και τραμπαλίζεται ξέφρενα όπως την κρατάμε. Έτσι και ένας κρετίνος πολυλογάς μας τα λέει μπερδεμένα και μορφάζει, φτιάνει, δείχνει, σείεται και κουνιέται για να προκαλέσει ενδιαφέρον.

Πάνω σε αυτή τη σύνδεση πατάει και η παπαρδέλα ως χαρακτηρισμός μιας ανοησίας που θα ακούσουμε ("την είπες την παπαρδέλα σου πάλι δεν άντεξες").

Φυσικά δε μπορεί να μην σκεφτεί κανείς το "παπάρας" όταν χρησιμοποιεί το "παπαρδέλας", οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι χρησιμοποιείται αντί για "παπάρας", προσθέτοντας όμως λίγο ιταλιάνικο φινετσάρισμα για να βγάζει γούστα.

-Έλα που είσαι; Στις 6 μου πες θα έρθεις, σε περιμένω μισή ώρα.
-Συγνώμη ρε, με έπιασε ο παπαρδέλας ο περιπτεράς και με άρχισε. Σκέφτεται λέει να βάλει ντελίβερι με ντρόουν για τη γειτονιά, "γιατί ο Τζεφ Μπέζος είναι πιο μάγκας να πούμε;". Ντράπηκα να τον παραπέμψω, τον βλέπω κάθε μέρα.

παπαρδέλαπαπαρδέλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρκαστική έκφραση που συμπληρώνει κάθε εξωτερίκευση οιδιπόδειου συμπλέγματος.

-Άσε ρε είμαι άρρωστος, έχω αναγκάσει τη συγκάτοικο να κάνει τη μαμά μου τώρα.
-και ο Οιδίπους σε μια γωνιά τραβάει μαλακία με τα γόνατα...

Got a better definition? Add it!

Published

Το σύνολο των βιωμάτων, των γνώσεων και των δεξιοτήτων που σχετίζονται με τη χρήση νακρωτικών ουσιών. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί με θετική ή αρνητική χροιά.

Σε επίπεδο αντίληψης, όπου κυρίως αναφέρεται ο όρος, είναι οι νέες σταθερές και μεταβλητές που προστίθενται στο σύστημα άνθρωπος και κόσμος. Ακολουθεί παράθεμα του Τίμοθι Λίρι (Timothy Leary) σε πρωτότυπο κείμενο:

“Any reality is an opinion-we make up our own reality”

“Admit it. You aren’t like them. You’re not even close. You may occasionally dress yourself up as one of them, watch the same mindless television shows as they do, maybe even eat the same fast food sometimes. But it seems that the more you try to fit in, the more you feel like an outsider, watching the “normal people” as they go about their automatic existences. For every time you say club passwords like “Have a nice day” and “Weather’s awful today, eh?”, you yearn inside to say forbidden things like “Tell me something that makes you cry” or “What do you think deja vu is for?”. Face it, you even want to talk to that girl in the elevator. But what if that girl in the elevator (and the balding man who walks past your cubicle at work) are thinking the same thing? Who knows what you might learn from taking a chance on conversation with a stranger? Everyone carries a piece of the puzzle. Nobody comes into your life by mere coincidence. Trust your instincts. Do the unexpected. Find the others…”

-Για πες μας ρε Χριστόφορε, η κότα έκανε τ' αυγό ή το αυγό τη κότα;
-Απ' το αυγό βγήκε ένα ρολόι, γιατί η κότα είχε φάει τόσο ώρα στο περίμενε.
-Τι λέει αυτός ρε;
-Άσ' τονα χτυπάει η ναρκοπαιδεία τώρα.

ναρκοπαιδεία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέρμα ζουζουνιάρικη, γκομενίστικη έκδοση του επιρρήματος τόσο.

-Έλα ρε αγάπη άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμαα..
-Είναι δώδεκα ρε πότε θα κατέβουμε κέντρο;
-Τσότσο, τσότσο δα, δέκα λεπτάκια και σηκώνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κάνει τσαλίμια. Από το τουρκικό çalım που σημαίνει προσποίηση ή επίδειξη. Τον τσαλιμακά προσδιορίζουν και οι δύο αυτές ιδιότητες. Είναι ο κολπατζής, παιχνιδιάρης - λαδοπόντικας και φτηνιάρης τύπος που εποφθαλμιά κάθε είδους αρπαχτή ενώ ταυτόχρονα είναι ψώνιο και ιστορίας - όλο κομπάζει και σε πειράζει. Ο τύπος χρωστάει της Μιχαλούς αλλά κυκλοφορεί με μερτσέντα. Συνήθως βρίσκεται μεταξύ χωριού (εκεί δηλαδή που τον παίρνει να πουλάει φούμαρα) και πόλης (για να το παίζει πετυχημένος-προχώ-πρωτευουσιάνος) , ενώ τις παλιές καλές εποχές τσίμπαγε και κάνα διακοποδάνειο να πάει για καφέ στο Μιλάνο για τη μόστρα.

Το συγκεκριμένο παρατσούκλι θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει σε επίθετο, εάν δεν υπάρχει ήδη.

-Πάρε ρε τον Γιώργο τον τσαλιμακά να του πεις ότι κατεβαίνουμε χωριό.
-Εδώ είναι ρε, πούλησε σ' έναν αγρότη ένα οικόπεδο που 'ναι μπλεγμένο στα δικαστήρια, πήρε τα λεφτά και τώρα κρύβεται.

τσαλιμακάς

Got a better definition? Add it!

Published