Ένταξη στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του Smartphone. Έχει το πλεονέκτημα ότι εξελληνίζει τον ξενισμό ομαλά, και χωρίς να φαίνεται τόσο αστειατόρικη χαριτωμενιά, όσο το εξυπνόφωνο, όπου και παραπέμπω για τα περαιτέρω. Ωστόσο, δεν είναι και τόοοσο διαδεδομένη, δίνει λίγα χτυπήματα στον γούγλη, μάλλον προτιμάται ο ξενικός όρος.

  1. Το παιδάκι που κάθεται κάποιες σειρές πιο πίσω, έχει ανοίξει και παίζει το αγαπημένο του παιγνίδι ikariam στο Ipad αφού συνδέθηκε πρώτα δωρεάν με το free wi-fi που προσφέρει το συγκεκριμένο δρομολόγιο. Η μεγαλύτερη αδελφή του ανταλλάσσει μηνύματα στο σμαρτόφωνο με ήχους από μπουρμπουλήθρες και σφυρίγματα παπαγάλου που μου προκαλούν ευθυμία. (Εδώ).
  2. Χτες ή προχτές μου έδειξαν οι κόρες μου ένα παιχνίδι κουίζ για το σμαρτόφωνο, για το οποίο είχα ήδη ακούσει να γίνεται λόγος χωρίς όμως να ασχοληθώ. (Εδώ).
  3. κι ένα QR code με link σε κάποιο ντόπιο site μας που να μπορεί να το σκανάρει τουρίστας με σμαρτόφωνο και σύνδεση στο ιντερνέτι. (Εδώ).

Τόση εξυπνάδα μαζεμένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η διδασκαλία, ή ο δάσκαλος ή δασκάλα, επειδή ζαλίζουν τα τεκνά (<tikno = μικρό, μικροκαμωμένο στη ρομανί).

- Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή;

- Ἄς τα, χρυσή μου, μπουτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή;

- Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα. (Παράδειγμα του τιτανοτεράστιου Αἴαντος αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες Νιτσών: Αυτές που βγαίνει από το πουτανίτσα και αυτές που βγαίνει από το μουνίτσα.

Στη δεύτερη περίπτωση, ως νίτσα μπορεί να χαρακτηριστεί νεαρό πιπινοειδές και λολιτοειδές μουνίδιον που είναι στις καύλες του απάνω. Ενίοτε σχηματίζεται πλήρες ονοματεπώνυμο Νίτσα Μουνίτσα, με ένα τσαχπινογαργαλιάρικο ζενεσεκουά, άλλοτε αναφερόμαστε σε κάποια σέξι Ελε-Νίτσα ως νίτσα, άλλοτε λολοπαιγνιωδώς χρησιμοποιούμε μια Γενική Κτητική Νίτσα μου Νίτσα μου, you get the idea. Από την άλλη, μια χρησιμοποιούσα το αρκετά απαρχαιωμένο υποκοριστικό Νίτσα μπορεί να είναι και ηλικιωμένη θειόκα, το οποίο δεν μας αποθαρρύνει, αλλά μάλλον μας παροτρύνει να χρησιμοποιήσουμε και στην περίπτωση της θειας το εν λόγω υπονοούμενο.

  1. Οπότε τα αντράκια μάλλον θα πρέπει ν’ αναλάβουν δράση αν θέλουν να συναντάνε γυναίκες έξω κι όχι μέτριες κορασίδες, μυξοπαρθένες που περιμένουν πότε θα παντρευτεί η Νίτσα Μουνίτσα για να κάνει μπάτσελορ και να ξεσπαθώσουν, ήτοι να γίνουν λιώμα απ’ τα σφηνάκια αλλά να γυρίσουν στεγνές ξανά πάλι στα όνειρά τους. (Εδώ).
  2. Αν ο Νίτσε μίλησε για την αιώνια επιστροφή του ιδίου, η Νίτσα μίλησε για την αιώνια επιστροφή του αιδοίου. (Από το Φέισμπουκ).
  3. Η Νίτσα μουνίτσα ρε παιδιά τι λέει; Ξέρει κανείς; Δυνατό κορμί φαίνεται αλλά δεν ξέρω αν είναι μούφα. (Από το μπου).
  4. Τι μουνί είναι αυτό! Πως έγινε έτσι;! Ε την Νίτσα! Νίτσα Μου Μουνίτσα! Θα φας πούτσο μωρή χλαπάτσα και θα είναι όλος δικός σου! (Από το εχθροπαθές Hate Speech Unlimited).

ΝITCA: EΡΩC- ΘΑΝΑΤΟC

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό και υποκοριστικό του τεκνό (<ρομανί λέξη tikno= μικρό). Πρόκειται δηλαδή για το πιπίνι, για το λολιτάκι, για το μουνίδιον που είναι στα ντουζένια του, για τη νίτσα μουνίτσα.

  1. Τι μου λες;; Δηλαδη είναι πιπινουαρ γκόμενα, τεκνιτσα που κουναει κωλο στο ρυθμο και φοραει μαβιες μποτες, γκετες , τιραντες, σκουφι με φουντα, γαντια με κομμενα δαχτυλα και παντελονι με το σκισιμο πανω στο μπουτι σαν αυτό που το ειδε η μανα μου και το μπαλωσε κι αλλαξε πεντε χρωματα από την τσατιλα της η ξαδελφουλα μου;; (Εδώ).
  2. Μου την έχει καρφώσει με μια τεκνίτσα!! (Ατάκα του Μάνθου από τη σειρά "Κωνσταντίνου και Ελένης", αλιευθείσα από το Φέισμπουκ).

Ο όρος περιλαμβάνεται στα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου (Αθήνα, 1971), όπου λέγεται ότι σημαίνει όχι μόνο τη μικρούλα, αλλά και τον νεαρό κίναιδο.

Ακόμα, την πολύ μικρής ηλικίας gay, τον «πουστράκο», τον λένε «τεκνίτσα». (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το τεκνό που είναι ψηλό και ευθυτενές σαν κυπαρίσσι.

Καλέ τι κυπαρισσότεκνο που είναι αυτό το κρεμαλότεκνο! Μας άναψε χορχόρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλεονασμός για να δηλώσει κάποιον εντελώς βλάκα και ηλίθιο, που είναι και μπετός και στόκος. Στην πραγματική ζωή αγνοώ πώς μπορεί να συνδυαστεί το μπετό με τον στόκο (ξερωγώ να ρίξεις στόκο πάνω σε μπετό;), πάντως στο σλανγκικό σύμπαν ταιριάζουν μια χαρά για να σημάνουν αυτόν που είναι υπερβολικά μπετόβλακας, μπετόβεργα κ.τ.ό. Και ναι, δίνει πολλά χτυπήματα στον γούγλη (τόσο μπετόστοκοι είμαστε να χρησιμοποιούμε μια τόσο ηλίθια έκφραση).

  1. Σόρρυ. Οι μαλακίες πληρώνονται και οι "κινδυνολόγοι" επισημαίναμε αυτό ακριβώς: ότι δεν επιθυμούμε να τις πληρώσουμε κι εμείς. Αλλά αυτό δεν υπάρχει στις δημοκρατίες. Συνεπώς θα το πληρώσουμε κανονικότατα και χωρίς να σας σπάσουμε τα κεφάλια. Μπετόστοκοι. (Ποστ από το Φέισμπουκ που διαπιστώνει ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν διέξοδοι, με αφορμή διαφαινόμενη ρήξη στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους).
  2. Αυτός όμως που βλέπει ταινίες και πηγαίνει για καφέδες ή βόλτες, αν πει πως δεν έχει ώρα για άθληση, ενώ θέλει να αθληθεί, είναι μπετόστοκος. (Μου την πέφτει, από το Πουτσοπόλιταν).
  3. Το να πανηγυρίζει κάποιος που η Ελλάδα θα έχει φέτος 0.1% "ανάπτυξη", διότι ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης και φτωχοποιηθήκαμε (σε πρώτη φάση, γιατί έπονται και άλλα) αρκετά, ενώ δίχως τα υφεσιακά μέτρα θα είχε πολύ πάνω από 2%, είναι τρελή και απίστευτη καθυστεριά. Πρέπει νάσαι πολύ μπετόστοκος και μάλιστα μισάνθρωπος μπετόστοκος ή (εναλλακτικά) πουλημένο τομάρι, για να πανηγυρίζεις για αυτό το "επίτευγμα". (Πχόρουμ).
  4. Είσαι τόσο μπετόστοκος και τρισάθλιος μπαμπουίνος που δε ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω κοντόχοντρε κεφάλα κάγκουρα του ελέους.. (Κάγκουρας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να κάνεις μια πράξη ή μια δήλωση που να σε καθιστά ή να σε κάνει να δείχνεις καθυστέρι, δηλαδή πνευματικώς καθυστερημένο άτομο, γιωτόμπαλο κ.τ.ό. Πρόκειται ασφαλώς για κοινωνικώς ρατσιστική έκφραση που θίγει ότι κάποιος έκανε ή είπε μια γιωτομπαλιά.

  1. Libtard καθυστεριές. Πλήρη αφοπλισμό της αστυνομίας και απελευθέρωση όλων των μαύρων από τις φυλακές οι οποίοι κρατούνται για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά ή μη βίαια εγκλήματα ζητάει ένα από τα ινδάλματα των "προοδευτικών" στις ΗΠΑ (και όχι μόνο), Michael Moore. (Πχόρουμ).
  2. Τσιπρόφωνα, σταματήστε να μολύνετε τα τίμια νήματά μου με τις καθυστεριές σας. Ξουτ! Ξουτ λέμε! (Νήμα βενιζελικών μελετών στο Ελεύθερο Ελληνικό Φόρουμ).
  3. Μετα εγω και το Μιτσμομπιλ γινηκαμε ενα, και στ' αρχίδια μου και σεις και το μετρο σας και οι καθυστεριες σας. (Από το Ελέκτρικ Ρέκβιεμ).
  4. Τι καθυστεριες παλι θα ακουστουν σε αυτο το θεμα? (Ινσέψιο, καθώς το σχόλιο έγινε στο θρεντ στείρωση σε ΑΜΕΑ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόλη ή περιοχή από την οποία προέρχονται πολλοί κάγκουρες. Κατά το ποδοσφαιρομάνα και άλλα εις -μάνα.

  1. Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απο τη μεγάλη καγκουρομάνα Θεσσαλονίκη και η ανάσα του μυρίζει τζατζίκι. Πρόκειται για το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της άνοιξης του 2015 που μόλις ανακοινώθηκε, δηλαδή την International eat a πιτόγυρο day. (Luben).
  2. H καγκουρομάνα Δυτική Αττική (όπως περιφρονητικά την αποκαλούν οι υποδέλοιποι κάτοικοι Αττικής), ζει και κινείται σε ένα δικό της, παράλληλο σύμπαν… (Εδώ).
  3. Να δούμε πότε θα βολτάρουμε... -Από που είναι το μηχανάκι σου; -Αυστρία. -Αααα... καγκουρομάνα..
  4. Νορμάλ πράγματα για την καγκουρομάνα πόλη των Σερρών. (Εδώ). Το νορμάλ για την καγκουρομάνα πόλη των Σερρών

  5. Ετσι, για την τιμημένη καγκουρομανα, την Κορυδαλλαρα. (Τουίτερ).

Εναλλακτικώς είναι η γκόμενα μανούλι που αρέσκεται σε κάγκουρες. Βλ. τον ορισμό για τη σελογκόμενα:

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα... Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα

(Εδώ) .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως Σοβιετιστάν εννοούνται διεθνώς οι ασιατικές εις -στάν ομόσπονδες Λαϊκές Δημοκρατίες που αποτελούσαν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, όπως το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν, το Κιργιζιστάν και το Τουρκμενιστάν, και που σήμερα είναι ανεξάρτητα κράτη. Στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται για να δηλώσει με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση ό,τι και ο όρος Σοβιετία, δηλαδή μια χώρα με κρατισμό, ασφυκτική γραφειοκρατία, αυταρχισμό, διαφθορά, κατάπνιξη της ατομικής πρωκτοβουλίας και του φιλελευθερισμού κ.τ.ό. Για την ακρίβεια τονίζει ειδικότερα το πώς κομμουνιστικές ή γενικότερα σοσιαλιστικές ή αριστερές ιδεολογίες κακοχωνεύονται από χώρες εθισμένες σε δεσποτείες ασιατικού τύπου. Ορισμένες φορές ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει την εκκρεμή κατάσταση σε παρόμοιες χώρες μετά την αποκαθήλωση του κομμουνισμού

Υλικό για Ασιάτη Αγγελόπουλο Post-industrial post-soviet τοπία

και το χάος και τους συμφυρμούς που επέφερε

Όταν τώρα ο όρος χρησιμοποιείται ως εθνικό αυτοφαυλιστικό για την ίδια την Ελλάδα,

Σημαία του Ελλαδικού ΣοβιετιστάνΣημαία του Ελλαδικού Σοβιετιστάν

εννοούνται όλες οι παραπάνω παθογένειες, αλλά φιλτραρισμένες μέσα από τα προβλήματα τα ιδιάζοντα στην Ελλάδα, όπως λ.χ. ο ρωμαίηκος νεποτισμός, τα κατάλοιπα της Οθωμανικής εποχής και του ύστερου Βυζαντίου που θίγει ο Ραμφοκοέλιο, η γενικευμένη ανομία, το ρουσφέτι, η αριστερίλα κ.τ.ό. Είναι ενδεικτικό ότι πολλά από αυτά που αναφέρονται ως χαρακτηριστικά του Σοβιετιστάν, όπως φαίνεται στα παραδείγματα, δεν θα μπορούσαν ποτέ να συμβούν στη Σοβιετική Ένωση, (λ.χ. οι δυναμικές φοιτητικές κινητοποιήσεις, ο κρατικιστικός τουρισμός κ.ά.. βλ. παραδείγματα), αλλά το Σοβιετιστάν είναι ένας φαντασιακός συμφυρμός Σοβιετικής Ένωσης και Ελλάδας, υπό την οπτική νεοφιλελέδων, μνη κ.ά., όπως συμβαίνει και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Λ.χ. η έκφραση εργατικός Μεσαίωνας δεν αναφέρεται ασφαλώς στη φεουδαρχία, αλλά στον κοντινό 19ο αιώνα, ή το πολύ πολύ στη συσσώρευση κεφαλαίου στην πρώιμη νεωτερικότητα. Σε παρόμοιους ρητορικούς μηχανισμούς λαμβάνεται ένα σκιάχτρο και συμφύρεται με την πραγματικότητα στην οποία ασκείται κριτική, η οποία εν προκειμένω είναι το πασοκιστάν ή το ΣΥΡΙΖΟΚ.

  1. Σοβιετιστάν, 21ος αιώνας: Κρατικοδίαιτοι δικαστικοί επιβάλουν στους μισοπεθαμένους ιδιώτες με τι προσωπικό να ...προσπαθήσουν να επιβιώσουν. (Εδώ).
  2. Έλληνας αυτοαπασχολούμενος στο σοβιετιστάν της Μεσογείου... (Εδώ).
  3. Η αποθέωση της παράνοιας στο Σοβιετιστάν: Φανταστείτε ένα εμπορικό καράβι, στο οποίο μια επιτροπή που αποτελείται απο ναύτες, θερμαστάδες, ντοκουμανέους, τζόβενα και καμαρωτάκια απαιτεί να έχει λόγο κάθε φορά που ο Ανθυποπλοίαρχος βάζει 5 μοίρες ΒΔ ή ΝΑ το τιμόνι. Κάθε φορά που βάζει ο ανθυποπλοίαρχος 5 μοίρες ΒΔ ή ΝΑ λοιπόν, όλοι αυτοί οι μαινόμενοι υστερικοί φραπεδοφόροι, που κανένας τους δεν γνωρίζει πως κυβερνιέται ένα καράβι, φανταστείτε το σκηνικό να ανεβαίνουν πάνω στη γέφυρα, να πατάνε χάμω τον Ανθυποπλοίαρχο και να πιάνουν τον Καπετάνιο από τα πέτα απαιτώντας να τους εξηγήσει εν μέσω αλυχτισμών, ουρλιαχτών και καπάκια φραπέδων που τινάζονται στο αέρα "γιατί έβαλες το τιμόνι 5 μοίρες εκτός πορείας". Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς γτ τα παν/μια μας είναι απο τα χειρότερα στον κόσμο και γιατί έχουν περιπέσει εν πλήρει ανυποληψία. Δεν μπορεί ένα 20χρονο παιδί η μια ομάδα απο 20χρονους μισο τραμπούκους, μισο φραπεδοφόρους άσχετους τεμπέληδες που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους να έχουν την απαίτηση να κυβερνούν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Δεν είναι Σοβιετική Ενωση εδώ. (Πλατωνικές παραβολές εδώ).
  4. Σκοτώστε τον τουρισμό, βάλτε κι άλλα τέλη, θα τα πληρώσει ο χαζός τουρίστας, δεν θα πάει δίπλα στην τουρκία που είναι φθηνότερη! Σοβιετιστάν! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει έναν γενικό χαιρετισμό, σαν γεια, γεια σου. (Να προέρχεται άραγε από τη ρομανί;). Συνήθως λέγεται μαζί "ούψα και στο λατσοδίκελμα", δηλαδή "γεια και στο επανιδείν" ή αναλόγως των συμφραζομένων, άντε γεια ή άντε γα, με το οποίο λήγεις ένα καλιάρντεμα.

Στο τέλος

  1. Σου αβέλω λατσαβαλέ καλέ γκοντορελιά. Αβέλω να σε δικέλουμε αποκατέ με τα ισάντες λέτρα. Ούψα και στο λατσοδίκελμα. (Αποκατέ).
  2. Λάκης Γαβαλάς: Είμαι άντρας με balls. Σχόλιο: ΤΡΙΑ ΚΑΚΝΑ ΤΗΣ ΚΑΚΝΗΣ.. ΚΑΛΕ ΓΚΑΡΣΟΝ ΑΒΕΛΕ ΜΟΥΤΖΑ. ΜΩΡΗ ΓΑΒΑΛΟΥ ΟΥΨΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΑΤΣΟΔΙΚΕΛΜΑ... (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified