Μαλακκισμένη λεξιπλασία που μου κατέβηκε στη γκλάβα και είπα να μη σας τη στερήσω.

Θειούχος το λεπόν ανεψούδια είναι ο έχων θείο, ήτοι μπάρμπα, και δη έλκοντα την καταγωγή από την Κορώνη Μεσσηνίας.

Μη γελάτε ρε κοπρόσκυλα, μπορεί σε κάτι χρόνια να είναι διαδεδομένη σλανγκιά :-P

Υ.Γ. Παρακαλούνται οι χημικοί του σάιτ να μας εξηγήσουν τη διαφορά μεταξύ θειούχου, θειώδους και θειικού.

- Ρε την κουφάλα τον Γλειψαρχίδογλου, την πήρε τη μετάθεση από Κάτω Σέκλανα για τα κεντρικά.
- Ρε το μπούστη, πώς τα κατάφερε;
- Είναι θειούχος ρε σύ.
- Τι είναι λέει;
- Θειούχος ρε μαλάκα, έχει θείο, μπάρμπα, πώς το λένε ...
- Ε και; Κι εγώ έχω, ρε μαλάκα.
- Απ' την Κορώνη;
- .............

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το υβριστικό για την Ακαδημία Αθηνών ευώδες λογοπαίγνιο κάποιος το 'χει κάνει αλλά δε θυμάμαι ποιος κιαρατάς ήτουνε. Με πάσα επιφύλαξη, κάνας 'Ρένος Αποστολίδης ίσως; Πάντως, τη θρυλούμενη σχέση του ιδρύματος με το πεπτικό σύστημα την έχει επισημάνει και ο Πετρόπουλος σε κείμενό του ( πάλι δε θυμάμαι πού δγιάολο) στο οποίο μιλάει για την Ακαδημία των κωλόγερων Αθηνών.

Αφού σας φώτισα, τη γκάνω τώρα γιατί το λήμμα πήρε να βρομοσκυλάει.

Αυτό εδώ μάλλον lapsus plectrologii θα πρέπει να θεωρηθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Λήμμα-αποχαιρετισμός στο καλοκαιράκι).

Εξάρτημα του ψαροντούφεκου, που συνδέει μεταξύ τους τα δύο λάστιχα. Αποτελείται από ένα σιδεράκι σε σχήμα Λ, στου οποίου τα κάτω άκρα είναι προσαρμοσμένα δύο καμπανοειδή πλαστικά καβλιτζέκια με εσωτερικές βόλτες, τα οποία βιδώνουν στις αντίστοιχες κεφαλές των λάστιχων. Υφίστανται όμως και σκοινένιες καμπάνες.

Η κορυφή του μεταλλικού Λ (είτε μονοκόμματη στην περίπτωση της απλής καμπάνας, είτε αρθρωτή, οπότε μιλάμε για σπαστή καμπάνα), όταν τεντώνονται τα λάστιχα πιάνει στις ad hoc εγκοπές της βέργας για να οπλίσει το εργαλείο.

Όποιος φιλοτιμηθεί ας χώσει κάνα μήδι, ο Αύγουστος δεν βελτίωσε διόλου τις πενιχρές κομπιουτερικές μου επιδόσεις. Είχα άλλα πράματα να κάνω. Τις εξ υμών έχει κολυμπήσει παρέα με θαλάσσια χελώνα σε οχτώ μέτρα βάθος; Χα!

(Διστάζω να καταχωρίσω το λήμμα ως επαγγελματική αργκό. Η υποβρύχια αλιεία δεν είναι επάγγελμα. Εξαιρούνται κάτι καθίκηδες που βουτάνε παρανόμως νύχτα με προβόλια και μπουκάλες και δεν αφήνουνε λέπι κάτω. Ελπίζω στην επόμενη κατάδυσή τους να σπάσει η καμπάνα του όπλου τους ακριβώς τη στιγμή που θα τους την πέφτει μια εξαγριωμένη, δίμετρη σμέρνα η οποία θα τους κολατσίσει τα καλαμπαλίκια και ό,τι άλλο κρεμάμενο βρει).

  1. Η καμπάνα είναι το εξάρτημα που μεταφέρει τη δύναμη του λάστιχου στη βέργα. Υπάρχουν απλές και σπαστές [...] και δετές [...]

  2. Οι καμπάνες είναι προτιμότερο να είναι δετές. Τέρμα στις μεταλλικές καμπάνες!!

  3. [...] έχω ένα πρόβλημα δν μπορώ να το οπλίσω [...]
    Δοκίμασε να το συνηθίσεις και μετά από μερικές βδομάδες θα σου φαίνεται αστείο. Απλά επειδή έχει μεταλλική καμπάνα [...] βεβαιώσου ότι έχει πιάσει καλά στην εγκοπή.

Όλα από το δίχτυ.

Ιδού ο μηχανισμός (από sstteffannoss, 28/08/12)Ιδού η το σύστημα (από sstteffannoss, 28/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην παρασύρεστε σε χυδαίους συνειρμούς λόγω των συγκεκριμένων λέξεων. Πρόκειται για σλανγκ των νταλικ(ι)έρηδων και κλαρκατζήδων, σχετική με τον τρόπο φόρτωσης ευρωπαλετών σε εμπορευματοκιβώτιο, κοινώς κοντέινερ.

Όπως είναι ίσως γνωστό, οι τυποποιημένες διαστάσεις της ευρωπαλέτας είναι 120 Χ 80 εκ. και ο όρος «κανόνι» αναφέρεται στην κατά μήκος φόρτωση της παλέτας στο κοντέινερ, ώστε από την ανοιχτή του πόρτα να είναι ορατή η στενή πλευρά των 80 εκ.
Προφάνουσλυ ο χαρακτηρισμός έχει να κάνει με την όψη που παρουσιάζουν τα κενά ανάμεσα στους τάκους της (μ)παλέτας, τα οποία με λίγη καλή φαντασία φέρνουν σε εσωτερικό κάννης κανονιού.

Όταν η παλέτα τοποθετείται κατά τρόπον ώστε απ' έξω να είναι ορατή η πλευρά των 120 εκ. λέμε ότι τοποθετήθηκε στο φάρδος.

Ο εν λόγω συνδυασμός όρων είναι σε μάλλον δευτερεύουσα χρήση ακόμα και από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους επαγγελματίες, οι οποίοι χρησιμοποιούν περισσότερο τις εκφράσεις «στο μακρύ της / στο στενό της» ή «στο μήκος / στο φάρδος», όπως και οι κοινοί θνητοί. Την ύπαρξη, όσο και τη σπανιότητα χρήσης αυτών των όρων επιβεβαίωσε στον λημματογράφο ο παρευρεθείς χειριστής ανυψωτικού / φορτοεκφορτωτικού περονοφόρου οχήματος (μην ψαρώνετε, για το πασίγνωστο κλαρκ πρόκειται).

Για να φορτώσεις σωστά, πρέπει να βάλεις δυο μπαλέτες κανόνι τη μία πίσω απ' την άλλη, και απέναντί τους τρεις μπαλέτες στο φάρδος, και να συνεχίσεις έτσι μέχρι την πόρτα του κοντέινερ.

(Όπως τα εξήγησε στον λημματογράφο ο daliqueur).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

( Τω οικοδόμω του σάητος ).

Καπαπίτες ονομάζονταν στον Εμφύλιο τα μέλη μικρών αντάρτικων ομάδων (Κέντρων Πληροφοριών) που δρούσαν στα μετόπισθεν, σε περιοχές ήδη ελεγχόμενες από τον στρατό. Ο ρόλος τους ήταν πολλαπλός, από αυτόν του συνδέσμου και του γιατροπορευτή μέχρι αυτόν του τροφοδότη, του σαμποτέρ και του κατασκόπου.

  1. –Πες μας, δάσκαλε, τα νέα σου. Ύστερα από τα γεγονότα του Καρπενησιού, πήραμε θάρρος. Εμψυχωθήκαμε και περιμέναμε να πάρουν τροπή τα πράγματα. Όμως εμείς ζούμε πίσω απ’ τον κόσμο. Καμιά γνώριμη φωνή δεν ακούσαμε. Οι Καπαπίτες μας, που τους είχαμε συνοδιά, εξοντώθηκαν. Τώρα κυκλοφορούνε άφοβα οι Μάυδες στο χώρο μας, με το όπλο στο χέρι.
    [...]
    Στο Δημοκρατικό Στρατό ένας πρακτικός τρόπος για τη συγκέντρωση πληροφοριών ήταν η «γιάφκα». Και είναι γιάφκα ένα ορισμένο σημείο, κρυφό, όπως μια κουφάλα δέντρου, δυο χαρακτηριστικές πέτρες ή κάποιο ερημικό καλύβι. Εκεί έρχεται ο αντάρτης που ανήκε στο Κ.Π. (Κέντρο Πληροφοριών), άφηνε το σημείωμα με τις πληροφορίες για να τις παραλάβει το τμήμα, ο Καπαπίτης που ήταν αρμόδιος.εδώ

  2. [...] πό τα μικρ θημερινά ριστατικ της ζω νός «καπαπίτη» βλέπ ανείς τις συγκεκριμέ νθήκες της διεξαγωγ του μφυλί Πολέμ . [...] Πού τάχα ν γιν η πίδειξ τω κομμέ εφαλιώ τ Μήτσ , της ανώριας και τ Βασίλ που κόσμησ τον μακάβρ ρίαμβ της θνικοφροσύν ;

Μήτσος Ηλ. Καραντζάς. Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε ). ΑΡΧΕΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, Βιβλιόραμα 2004.
Σπαράγματα από τα προλεγόμενα του Άγγελου Ελεφάντη, καρατομημένα από τον λημματογράφο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διοικητής λόχου αυνανιστών (< αγγλ. captain = λοχαγός). Συνήθως δεν έχει αποφοιτήσει από κάποια σχετική σχολή, αλλά αναδεικνύεται στο πεδίο της μάχης σε φυσικό ηγέτη της ομάδας, λόγω των αναμφισβήτητων προσόντων του και του έμφυτου χαρίσματος που διαθέτει.

Ο καπετάν-μαλάκας υποστηρίζεται κατά την άσκηση των καθηκόντων του από έναν ή περισσότερους ανθυπομαλάκες των οποίων τις δραστηριότητες συντονίζει με ζήλο.

Χότζα μου, δουλεύοντας ήδη το μέχρι σήμερα ανύπαρκτο λήμμα, έπεσα πάνω σε σχετικό σχόλιό σου στον καπετάν Φλωριά. Έχεις απόλυτο δίκιο, ο λημματογραφούμενος καπετάνιος κρύβεται στις σελίδες του Κονδυλάκη. Κατέβασα όσα κείμενά του διαθέτω, κατέβασα και κάμποσα καντήλια και ΧΠ αλλά εις μάτην, του κάκου. Ο καπετάνιος παρέμεινε ασύλληπτος.

Ίσως γι αυτό να λένε ότι η μαλακία είναι ανίκητη.

Για να βγάλω λοιπόν το άχτι μου, στο παράδειγμα παραθέτω από μνήμης και στο περίπου τη φράση του Κονδυλάκη.

«Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο καπετάν-μαλάκας ήταν πατέρας μου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ηξεύρω αν πρόκειται περί επιθετικού προσδιορισμού, επιρρήματος ή επιφωνήματος, αλλά αναμφισβητήτως έχει εμφατική έννοια.

Διά του παρόντος λήμματος επιφορτίζω τους σύσσλανγκους με το ετυμολογικό καθήκον της επιλογής μεταξύ του τουρκικού επιτατικού kara- και του ισπανικού έκπληκτου caramba.

Γνωρίζω την έκφραση παλαιόθεν, μάλιστα την έχω γιά αρκετά διαδεδομένη. Όμως τα διαδικτυακά ευρήματα είναι παραπάνω από φτωχά. Δε γουστάρω να λινκάρω στο μοναδικό σάιτ / κείμενο που γουγλίζεται η λέξη.

Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φρικαλέος οχετός εμετικών χυδαιοτήτων που ακολουθεί αλιεύθηκε σε αυτόματο τηλεφωνητή. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη, καθώς είναι σαφές ότι ο αποστολέας του μηνύματος δεν παίρνει αιχμαλώτους, οι δε τραυματίες...... Από τα συμφραζόμενα πιθανολογείται βάσιμα ότι η μάλλον έντονη αυτή αντιπαράθεση προέκυψε λόγω μιας διαφιλονικούμενης θέσης στάθμευσης.

(Ζητώ συγγνώμη για την καταγραφή).

Ρε ξεφτιλισμένο μουνόπανο ρε γαμημένο αρχίδι ξεκωλιάρη σε μένα ρε πήγες να πουλήσεις μούρη γαμώ τον χριστό σου κάτι γαμιόλες σαν και τα μούτρα σου τις έχω για τον πούτσο μου ρε καριολόπουστα εμένα ρε θα μου πιάσεις τον κώλο ρε σκατίφλωρα γαμώ το μουνί που σε πέταγε ρε καραπούσταρε να πεις και στη γκαργιόλα σου να ρθει να την ξεκωλιάσω την παλιοχαμούρα και σένα ρε πούστη θα σου κάνω τον πάτο να χωράει τριαξονικό ρε μπινέ θα βλαστημήσεις την ώρα που βγήκες από το μουνί της τσιμπουκλούς της μάνας σου ρε πουτσογλείφτη που έχεις φραπεδιάσει όλο το Αιγάλεω ρε ξεσκισμένε που ανοίγεις την κωλοτρυπίδα που έχεις για στόμα και τρέχουνε τα φλόκια ποτάμι φέρε και τον μαλάκα τον ξάδερφό σου τον σφίχτη τον γαμιά σου να του πω κι αυτουνού για το μουνί της παναγίας του πισωγλέντη έτσι και ξαναφήσεις το μπρίκι σου κάτω απ' το δέντρο θα στο βάλω στο γκώλο ρε μουνί να πάρεις τη χαλαμαντάρα σου και να την παρκάρεις στη σούφρα της αδερφής σου της μπαζόλας ρε μαλακισμένο άντε τίναξε το γκώλο σου να πέσουν οι καπότες δεν έσκασα πενήντα χιλιάρικα για τη τζιπούρα για να χω το παπάρι σου να μου πιάνει τη σκιά θα σε γαμήσω με συρματόβουρτσα ρε μαλάκα σκατά να φας μωρή πουτσοκαθίστρα λούγκρα θα φέρω τα κολλητάρια μου από τη χρυσαυγή να σου το κάνουνε το μπουρδέλο σου ίσωμα και να σου δώσουνε το κωλάντερο στο χέρι άμα ξαναφήσεις σημείωμα στο μπαμπρίζ ή ξαναπλησιάσεις τ' αμάξι μου θα φας ψωλιά διαπλανητική ρε βρομόμουνο σκατοκουράδα κωλογαμημ (τέλος διαθέσιμου χρόνου ηχογράφησης).

(Καριολίκια είναι οι βρισιές).

  1. «Εχω κάνει και φυλακή, κύριε Παπαδάκη μου, και τέτοια καριολίκια δεν τα έχω ακούσει, τι λέτε τώρα...» Απαράδεκτος

  2. [...]ερχόταν και αντικανονικά ο παπάρας [...] Ενιωθα το μηχανάκι να γλυστράει...άφηνα τα φρένα για λίγο για να ξεμπλοκάρει ο τροχός...και το έσωσα...Μετά από τα καριολίκια που του έσουρα...Προσπάθησα να ηρεμήσω λίγο...και χαρβαλόστομος

  3. Μου ήρθε να αρχίσω τα καριολίκια αλλά δε θα βγαινε και τίποτα αλητάμπουρας.

Θεϊκοί Υπότιτλοι #1 ("Orange is the New Black") (από Galadriel, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλη δεκαετίας '70, αρχές '80 απεκαλείτο ευρέως καρότσα η σπρωχτή (και όχι κοφτή και μονοκόμματη κομιλφό) στεκιά στο μπιλιάρδο, η οποία εθεωρείτο άκυρη και ζαβολιά.

Παρεμπίπταμπλυ, κορδόνι αποκαλείται το σύνολο των πως-διάολο-τα-λένε, αυτά μωρέ τα τρύπια που είναι περασμένα στον ειδικό άβακα για να μετράνε τις καραμπόλες. Νομίζω ήταν 25 σε κάθε σειρά, άρα 1 κορδόνι= 25 καραμπόλες.

Έχω να πιάσω στέκα από τότε που έπεσε εκείνος ο ρημαδιασμένος ο μετεωρίτης και δεν ενθυμούμαι πλέον ποίαν στεκιάν περιγράφαμε ως «μπρικόλα».

Ακούει κανείς ;

- Πετράκη, κερνάς τις μπύρες έτσι ; Είχα δεν είχα δύο κορδόνια σου 'ριξα στ' αυτιά.
- Άντε ρε μαλάκα, έτσι ξέρω κι εγώ. Αφού οι μισές στεκιές σου καρότσες ήτανε ρε απατεώνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τω πεποιηκότι το πλείστον της εργασίας γεραρώ συσσλάνγκω Sarant χαίρειν).

Νταξ, σλανγκ δεν το λες ακριβώς, αλλά εφόσον εδώ χάμω πολλάκις ιστορικολεξιλογούμε, και εφόσον υπάρχουν και σχετικά λήμματα, ας το βάλουμε να υπάρχει. Τα εύσημα στον Sarant , του οποίου η πρόσφατη ανάρτηση μου το θύμισε. Εγώ ένας απλός αντιγραφεύς είμαι.

Το Καστιγκάρι (και Καστριγκάρι / Καστεργκάρι ) είναι παραφθορά του δυσπρόφερτου για Έλληνες Castle Garden (πρώην Castle / Fort Clinton ), του πρώτου επίσημου κέντρου υποδοχής και υγειονομικού ελέγχου μεταναστών στις ΗΠΑ.

Γλωσσολογικό tip: Aν και το ίδιο το Castle Garden είχε πάψει να έχει αυτή την χρήση από το 1890, την α' δεκαετία του 20ου αιώνα οπότε μετανάστευσε στην Αμερική ο Α. Κορδοπάτης (παράδειγμα Νο 3) η λέξη είχε ήδη λάβει την σημασία του λοιμοκαθαρτηρίου / τσεκ πόιντ γενικώς, χαρακτηρίζοντας και το διάδοχο Ellis Island, από το οποίο προφ πέρασε ο εν λόγω.

Ετυμολογικό tip: Οι διάφορες ασθένειες (και ιδίως η φθίση και το οφθαλμικό τράχωμα, όπως προκύπτει από πλήθος πηγών παγκοσμίως) θερίζανε τους εξαθλιωμένους μετανάστες. Μας αρέ δε μας αρέ, οι Αμερικάνοι ήταν αναγκασμένοι να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις υγειονομικές προφυλάξεις, έστω με τα μέσα και τα μέτρα της εποχής. Οπότε αφήνω να περάσουν ασχολίαστες κάτι χαζομαρίτσες του στυλ ότι επειδή πολλοί φουκαράδες εκεί πήρανε την τσαπού και τους γυρίσανε άναυλα πίσω, η λέξη και καλά προέρχεται από το ισπανικό castigar = τιμωρώ. (Ε, για την Αμέρικα μιλάμε, μου ήταν αδύνατον να μη σερβίρω κι εγώ την πατάτα μου).

Τεσπα, οι υγιείς, μαζί με το ελευθέρας παίρνανε και των ομματιών τους γιά παραμέσα, να πά να προκόψουνε στα κοστρόξια, στσι φάμπρικες, στσι ντάινες με τις χέμπουργκες και να κοιτάξουνε κι αυτοί να γίνουνε μπόσηδες και μπρούκληδες. Παρεχτός κι ήντουσαν τίποτις κόκκινοι και χαΐνηδες, οπότε παίρνανε δυό μέτρα γης οι γκαντέμ μαδαφάκες.

  1. Εκεί κλεισμένους σε μεγάλη αίθουσα εις τη γραμμή τους βάλαν και τους έψαξαν τα ρούχα τελωνειακοί υπάλληλοι. Έπειτα με βαπόρι τους μετέφεραν στο Κάστλ-Γκάρτιν, άλλως Έλλις Άϊλαντ νησί που «καστιγκάρι» το ωνόμασαν οι πρώτοι πρώτοι μετανάστες Έλληνες όπου της Ελληνοαμερικάνικες λέξεις σαν γλωσσολόγοι μας επλάσανε.

Έμμετρη ετυμολογία της λέξης από το 1915, xίαρ

  1. [...]κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν γιά να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι» [...] Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού [...] οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλλις Άιλαντ ήταν οι πιό άθλιες της ζωής μου [...] Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο [...] Δεν είχα ούτε ένα σεντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος [...] Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που τους έστελναν πίσω [...] δέαρ

  2. Το μεσημέρι μας πήραν να μας παν στο Καστριγκάρι. Μπήκαμε σε μαούνες, μαζί κι αυτοί. Φτάσαμε, γύρω θάλασσα και το Καστριγκάρι μικρό, σαν πολιτεία μικρή.

Θαν. Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, εκδ. Άγρα 1990 (πρώτη δημοσίευση 1964).

  1. Σαν πέσανε, στα σκοτεινά, ξομολογήθηκε ο Νικ τα όσα πέρασε στο Νιού Χάβεν. Τα πιοτά, κοντραμπάτο, τους καυγάδες και τις φυλακές, χτυπήματα με τα πολιτσμάνια, με λίγα λόγια τα πάθια και τα όσα τράβηξε απ' το «Καστιγκάρι» ώσπου να κατασταλάξει στο Νιού Χάβεν.

Στρατή Αναστασέλλη «Απανωγότερη», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

(Στο νέτι βρήκα και αναφορά σε κάποιο ρεμπέτικο του 1927, με τίτλο «Ο Μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι και ο Καραγκιόζης διερμηνέας». Όποιος το βρει, ας κοτσάρει τους στίχους ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified