Η αγγλική αργκό λέξη bro, δηλαδή brother, που σημαίνει αδερφός στα ελληνικά, αλλά χρησιμοποιείται στις συζητήσεις νέων -πιο πολύ ραπάδων ή wiggaz.

  1. - Yo, whats crackin' dogg;
    - Nuthin' much, bro.U;

  2. - Έλα ρε μπρο, τί νέα;
    - Καλά ρε μαν, τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικτυακή γλώσσα, αντίθετο του greeklish. Τα engreek είναι αγγλικά γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες. Δεν χρησιμοποιείται και πολύ, αλλά όταν γίνεται έχει πολύ γέλιο και είναι τρομερή φάση.

Παράδειγμα από chat στο Windows Live Messenger περιλαμβάνεται παρακάτω.

- Σόου, χάου ντου γιου ντού;
- Αι έμ φάιν, άι τζάστ χέντ ε μπάθ.
- Αααα, νάις, άι ντιντ του. Γουάτ πέρφιουμ ντου γιου πουτ;
- Αι ντοντ.
- ... Οοου. Οκέη. Γουίλ γιου καμ του δε πάρτυ τουνάιτ;
- Νόου, μεν, αι χεβ εν ινγκλις λέσον. Ιτ σαξ, μπατ άι χεβ του γκόου.
- Γκάτ-ντέμιτ! Γιού αρ μίσιν δε τάιμ οβ γιούρ λάιφ, μπρο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικά των γνωστών ελληνικών τσιγάρων «Καρέλια».

Χρησιμοποιούνται κυρίως μεταξύ τρακαδόρων ή τραμπαδόρων ή απλά λάτρηδων των συγκεκριμένων τσιγάρων.

- Πσιτ, έχει κανείς κανα Καρελάκι;

- Έι, ψηλέ! Τράβα στο περίπτερον για ένα καρέλι μαλακό.

(από OstySan, 16/05/10)(από Khan, 25/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διάσημη μάρκα τσιγάρων Malboro για τους μη αγγλομαθείς.

Ρε Βασίλη, πετάξου ένα λεπτό στο περίπτερο και τσάκω ένα Μάλμπουρο μαλακό.

βλ. και καύλορο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη γυναίκα, το μπαζόκλειδο, το μπάζο, η μπαζόλα.

-Ρε συ, πώς βγαίνει ο Τάκης μ' αυτή την πατσούρα;
-Ξέρω 'γω... Πάντως πρέπει να 'ναι πολύ απελπισμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Τι είναι αυτά ρε; Winston μπλε πήρες ρε καρκινιάρη;

- Βρε καρκινιάρη, κι άλλο άναψες;»

- Δες τον καρκινιάρη, έχει να κάνει μπάνιο τρεις μέρες!

- Πω ρε μαλακα καρκινιάρη, πάλι dubstep ακούς;

Βλέπε και καρκίνος και φάρσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «ορίστε» αλλά πιο μάγκικο. Λέγεται όταν δίνουμε κάτι σε κάποιον.

- Ρε συ, δώσε φωτιά.
- Τσάκω.
- Άλα της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μότο-προτροπή (get up, αλλά ακριβώς όπως προφέρεται) για χορό σε τραγούδια του θεού της σόουλ, James Brown. Χρησιμοποιείται έτσι στο άκυρο για πλάκα, αλλά και στην πραγματική του έννοια. Επίσης βλέπε γκιράπης.

  1. - Ρε Μάικ να σε πω κάτι...
    - Πέ' το...
    - Είναι σοβαρό ρε μπρό..
    - Πέ' το!!
    - Λοιπόν...
    - Άντε ρε τελείωνε!
    - ΓΚΙΡΑΠΑ!
    - ΧΑΧΑΧΑ δεν παλεύεσαι ρε...

  2. - Άντε παιδιά, γκιράπα να φύγουμε γιατί είναι αργά και έχουμε δουλειά το πρωί...

τι λες τώρα (από anchelito, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ όμορφη γυναίκα που, αν και χαζή, προσπαθεί να περάσει ως διανοούμενη.

- Ωραίο γκομενάκι η Λίζα...
- Ναι, αλλά όποιον βρει του το παίζει σκεφτόμουνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το πολύ καθαρό, που λάμπει σαν το κέλυφος του αβγού.

  1. — Επ, λούστραρες το γραφείο;
    — Ναι, γυαλίζει!
    — Μιλάμε τελείως αβγό!

  2. Η γάτα σου είναι τελείως βρόμικη ρε... Κάν΄την κάνα μπάνιο!
    Εγώ την κάνω κάθε βδομάδα και δες την, αβγό είναι!

(από Galadriel, 15/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified