Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες, κλπ.:

1.
το πως θα κανεις φαση με την κοπελα σου δεν μπορουμε να στο πουμε εμεις. ο Καθενας το κανει με τον δικο του τροπο και αυτο θα το καταλαβεις μονος σου :) Οσο για το σεξ δεν το προτεινεις,ερχεται σιγα σιγα... αλλα αφου λες δεν ξερεις καν να κανεις καλα καλα φαση μαθε πρωτα αυτο και εχεις χρονο μπροστα σου :)

2.
ΠΑΝΙΩΝΙΟΣ > Με το... στανιό να κάνει φάση

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχικά φέρεται να είναι φράση των κλεφταρματολών επί Τουρκοκρατίας που είχε την σημασία ευχής να σε βρει θάνατος από βόλι κατά την διάρκεια μάχης ή συμπλοκής και έτσι να πεθάνεις ένδοξα, το οποίο θεωρείτο καλύτερο από το να επιζήσεις και να ατιμαστείς.

Επίσης «καλό μολύβι».

Το ενδιαφέρον είναι, ότι αν ισχύει αυτή η αρχική ετυμολογία, που είναι η κυρίαρχη, όσο μπόρεσα να ψάξω, έχουμε αλλαγή σημασίας. Η σημασία αρχικά ήταν καλώς να σε δεχτεί το βόλι ώστε να έχεις τίμιο θάνατο, ενώ αργότερα εμπεδώθηκε η πιο ενεργητική σημασία του να ρίχνεις εσύ καλά το (όποιο) βόλι. Πρόκειται δηλαδή για κάτι παρόμοιο με την φράση ραντεβού στα γουναράδικα, που ήταν επίσης μια ατάκα δήλωσης ότι ο ήρωας αψηφά τον θάνατο.

Εν συνεχεία, η έκφραση χρησιμοποιήθηκε για την ψήφο στις εκλογές, καθώς οι ψηφοφόροι έριχναν σφαιρίδια σε ξεχωριστές κάλπες για το «ναι» και το «όχι», οπότε το σφαιρίδιο παρέπεμπε περισσότερο σε βόλι, από ό,τι η σημερινή διαδικασία. Το σύστημα αυτό που ίσχυσε μέχρι το 1911, και το οποίο περιγράφεται εδώ, μας έδωσε και τις εκφράσεις δαγκωτό και μαυρίζω.

Σήμερα ο κρεψινισμός αυτός είναι πολύ συνήθης και για την ψήφο στις εκλογές, αλλά και στη σεξοσλάνγκ ως ευχή για «καλό σεξ», και στη χεζοσλάνγκ ως ευχή για καλό χέσιμο / χεζοβόλι.

Γενικώς, είναι μια ευχή που περιμένουμε να μας πούνε όταν πάμε προς τουαλέτα για νούμερο δύο, ή όταν ανακοινώνουμε ότι θα βγούμε ραντεβού με κρεβατάμπλ φίλη.

Επίσης, όπως φαίνεται από τα γουγλικά ευρήματα, είναι η βασική ευχή στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων. Και, όπως γράφει και ο Γκατσανήρ στον έτερο ορισμό, χρησιμοποιείται με την σημασία «καλή επιτυχία» σε πολλές περιστάσεις, λ.χ. ακόμα και σε εξετάσεις.

Με περισσότερο κυριολεκτική σημασία χρησιμοποιείται επίσης από κυνηγούς και ψαροντουφεκάδες.

Ας ελπίσουμε να μην ξαναζήσουμε πόλεμο, ώστε να το λέμε πάλι εντελώς κυριολεκτικά, και ότι η χρήση θα περιοριστεί στην όποια κάλπη ρίχνει ο καθένας το βόλι του.

  1. Δήλωση Αντώνη Μανιτάκη: «Πριν από δύο ώρες ξεκίνησε κανονικά η εκλογική διαδικασία. Δήμοι, Περιφέρειες και υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών είναι στη θέση τους. Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι βρίσκονται στα εκλογικά τμήματα και δέχονται τους εκλογείς. Όλα βαίνουν κανονικά, όπως είχαν προβλεφθεί και προετοιμαστεί.
    Καλό βόλι σε όλους μας!»

2. Μάθε τι σεξ κάνει το κάθε ζώδιο και… καλό βόλι!

  1. καβαλαει τον βαρδαβουλαρη μου οπου δεν αργησα να καταθεσω....προσωπικα για εμενα αξιζε το 50 ευρω που εδωσα.στα συν της οτι δεν βιαζοτανε!!καλο βολι στους επομενους!!!! (Από μπουρδελοσάιτ)

  2. -Γεια σου Μαρία, και καλό βόλι με τις εξετάσεις αύριο!
    - Σ' ευχαριστώ, Πέτρο, να 'σαι καλά! (Από ανάλυση για los Armatoles y los Kleftes).

Ρίξε το το τιμημένο! (από Khan, 09/11/13)Σύγχρονη χρήση της έκφρασης. (από Khan, 09/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι ως παθητικός /-ή ερώμενος /-η, συνήθως στις μορφές του κάθησε, του έκατσε. Η προέλευση της φράσης αφορά στο κάθημα επί του πέοντος, κυρίως στις στάσεις Cow-girl και Reverse Cow-girl, ενώ κατά προέκταση και στις υπόλοιπες στάσεις, ακόμη και σε αυτές που ο πέων διεισδύει αφ' υψηλού.

Η έμφαση είναι στην συναίνεση, στην κατάνευση του ερωμένου /-ης να ολοκληρωθεί η σχέση με σεξ, ως ευόδωση σχετικής προσπάθειας του ερώντος. Ενίοτε χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για τον ερώμενο /-η.

Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται ευρύτατα για οποιαδήποτε ευόδωση οποιουδήποτε σκοπού. Λ.χ. σου κάθεται η πουτάνα η τύχη, ένα λαχείο, Τζόκερ, Λότο, αλλά και ένα γκολ, μια φάση, ένα μεταπτυχιακό, μια παρουσίαση. Χρησιμοποιείται τόσο πολύ που συχνά λησμονείται η σεξουαλική προέλευση της έκφρασης.

Βλ. και μου έκατσε, καθώς και τα κάτσε στην F-Laplace, κάτσε στο παπί μου, κάτσει-δε-κάτσει, ό,τι κάτσει και άλλα.

  1. 50χρονος μαχαίρωσε 19χρονη γιατί δεν του «έκατσε» (εδώ).

  2. Κι αν σου κάτσει; Σε έναν Πατρινό πάντως έκατσε και κέρδισε 1.600.000 Ευρώ (Εδώ).

  3. Του Ολυμπιακού... του έκατσε!!! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τερατώδης ψευτιά. Απαντάται συχνότερα στον πληθυντικό: φίδια. Πρόκειται συνήθως για ψευτιά που λέει κάποιος όταν θέλει να παινευτεί, να κομπάσει, να το παίξει ιστορία. Υπερθετικός: ανακόντα.

Αν φίδι είναι το ίδιο το ψέμα, η πράξη του ψευδολογείν είναι ακριβέστερα η φιδιά (η λέξη υπάρχει με άλλη σημασία εδώ). Στην πράξη οι δύο όροι χρησιμοποιούνται συχνά αδιακρίτως.

Συνώνυμα:

- δράκος / δρακιά
- αρκούδες / αρκουδιές (μόνο πληθ.)
- μούσι (συνήθως πληθ., μούσια)

Αυτός που αμολάει φίδια είναι ο φιδέμπορας ή φιδίας.

  1. Το πέος και ειδικότερα το μεγάλο πέος. Οι λόγοι της παρομοίωσης πολλοί.

α. Το επίμηκες σχήμα και των δύο (ο πλέον προφανής λόγος)

β. Το φιδοκέφαλο είναι πλατύτερο και παχύτερο από το σώμα του φιδιού, όπως ακριβώς και ο πουτσοκέφαλος σε σχέση με το υπόλοιπο πουλί.

γ. Το δέρμα στην περιοχή του πέους και του οσχέου είναι εκπληκτικά λεπτό, σαν τσιγαρόχαρτο. Δεν υπάρχει λίπος ούτε για δείγμα, εξού και τα πολλά φλεβίδια που διαγράφονται επί του πέοντα. Το ίδιο λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο είναι και το δέρμα του φιδιού, το «κουστουμάκι» του όπως λέγεται, που, ανά τακτά διαστήματα, το πετάει και βγάζει καινούριο.

δ. Η μεταξένια αίσθηση που αφήνει στο χέρι το φίδι όταν το χαϊδεύεις και η εξίσου μεταξένια αίσθηση που αφήνει - σύμφωνα με μαρτυρίες - στο στόμα ο πούτσος όταν τον γλείφεις.

ε. Το φίδι τυλίγεται, κουλουριάζεται. Όπως ακριβώς γίνεται με το μεγάλο πέος, και καλά. Οι προσοντούχοι αρέσκονται σε τέτοιου είδους κωμικές υπερβολές, π.χ. «την έχω τόσο μακριά που αναγκάζομαι να την τυλίγω για να βγω έξω» ή «την χρησιμοποιώ και για ζωνάρι άμα λάχει». Οι ίδιες υπερβολές χρησιμοποιούνται και προς χλευασμό των μονίμως κομπορρημονούντων προσοντούχων: «άμα την έχεις τόσο μακριά όσο λες, για δες αν φτάνει και στον κώλο σου!»

στ. Το φίδι, όπως και ο πέοντας, είναι ευλύγιστο και χώνεται σε τρύπες.

  1. Ως μπιλντεράδικη έκφραση, φίδι είναι ο φοβερά γραμμωμένος, ο σφαγμένος ή φέτας, ο οποίος όμως διαθέτει και έναν αξιοπρεπή όγκο (μυική μάζα). Κοινώς, τούμπανο, χάρμα οφθαλμών. Oι λόγοι της παρομοίωσης δύο:

α. Οι σωστοί σφίχτηδες έχουν καταφέρει να λεπτύνουν υπερβολικά τη μέση τους και να ογκώσουν το άνω μέρος του κορμού (στήθος, πλάτη, χέρια). Δες μήδι #1. Στα δε φίδια, ιδίως τις κόμπρες, εκπτύσσεται με εντυπωσιακό όσο και κομψό τρόπο το άνω άκρο του κορμού, που καταλήγει στο κεφάλι. Δες μήδι #2.

β. Στους γραμμωμένους / φετιασμένους τύπους, τα τετραγωνάκια που σχηματίζουν οι κοιλιακοί (πρωτίστως) αλλά και οι υπόλοιποι μύες, θυμίζουν έντονα το φολιδωτό δέρμα του φιδιού. Τα φίδια μοιάζουν να έχουν εξαπάκετο και βάλε... Δες μήδι #3.

1α. - Μαλάκα τι φίδι πέταξε πάλι ο γκιόζης ο Λάμπρος! Είπε πως είχε τη Δήμητρα σπίτι του και της έπαιζε κιθάρα, αυτή καύλωσε και μετά τη γάμησε. Έλεορ!

1β. - Τι αμετανόητος φιδέμπορας είν' αυτός ο Λάμπρος! Χτες καθόταν και μου έλεγε πως έχει πάει με περίπου 300 γυναίκες στη ζωή του. Και να μου περιγράφει και σκηνικά απ' τα γαμήσια. Αυτά πλέον δεν είναι φίδια, είναι ανακόντες αγόρι μου του είπα.

1γ. - Έπρεπε να ήσουν χτες βράδυ που προσπαθούσε ο Λάμπρος να ψήσει τη Χρυσούλα. Την άρχισε πάλι στις γνωστές φιδιές για τον πατέρα του που έχει εκατομμύρια σε καταθέσεις στην Ελβετία...

  1. - Μωρό μου ουάου! Τι φίδι είν' αυτό που έχεις; Και θα μπει μέσα μου τώρα όλο αυτό;

2β. - Πρόσεχε μη λες μαλακίες γιατί θα βγάλω έξω το φίδι και θα σε πουτσίσω...

  1. - Όσο και να κωλοχτυπιέσαι αγορίνα μου στα δικέφαλα και στα κοιλιακά, έτσι φίδι σαν τον Αλεξάκη δε γίνεσαι. Αυτός τραβιέται με τα σίδερα από 15 χρονώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παλιά καλά χρόνια, στα γήπεδα της Σαλονίκης, στο κυλικείο (να το πει κανείς), εκτός από ροξ, πασατέμπο, λεμονάδες και τα τοιαύτα υπήρχε πάντα διαθέσιμος ένας καφές λαχταριστός μεν, γιαλαντζί φραπές δεν!

Φυσικά και εννοώ τον σπαστό καφέ, αυτό το αηδιαστικό μεν, ποθητό δεν ρόφημα, το οποίο πάγωνε σε βαρέλια γεμάτα πάγο-μπίχλα και σερβιριζόταν είτε στο μπαρ (-μπαριά και τούνεζι…) δίπλα στις τουαλέτες, είτε στο σερβίριζε το παλουκάρι στην θέση σου, πετώντας τον από κάποιες σειρές πιο κάτω αφού είχες ήδη πετάξει εσύ το αντίτιμο. Ενίοτε, ούτε εσύ πετύχαινες τον καρντά, ούτε αυτός εσένα, και καμιά φορά έχανες και κανένα γκολ… Σίγουρα όμως τον πετούσες στα κεφαλιά των οπαδών πέντε σειρές πιο κάτω όταν τελείωνες…

Η μάρκα (μ’ έκαψες) που θυμάμαι, ήταν η «Κυφωνίδης».

Σταματώ εδώ την αναπόληση για να προσπαθήσω να slangoποιήσω!

Για να πιεις αυτού του είδους καφέ, αφού πιέσεις με τα δάχτυλα και σπάσεις τον πλαστικό «υμένα», έπρεπε μετά να φραπεδιάζεις (με την slang έννοια) το κύπελλο ώσπου να αναμιχθεί καλά το μείγμα καφέ, ζάχαρης και νερού και να σχηματιστεί ένας αφρός που εξαφανιζόταν σε χρόνο dt. Ενίοτε γινόσουν μουνιόζ λόγω διαρροών.

Στο γυμνάσιό μου δε, βάρα ένα Κυφωνίδη σήμαινε το προφανές. Όπερ, χρησιμοποιείτο από τους τσόγλανους για να περιγράψει την μαλακίαν και μάλιστα την αποτυχημένη…

Για να τιμήσουμε όμως τις παιδικές μας slangιές, αλλά και να συμβάλλουμε και εις την γενική φραποκατάνυξη που επικρατεί εις το σλανγκ.τζιαρ το τελευταίο διάστημα, θεωρούμε ότι και εμείς πρέπει να βάλουμε ένα μικρό μόριο φραποσύνης…

Κυφωνίδης λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί ένας φραπές χαμηλού επιπέδου, ένας γιαλαντζί φραπές, ένας φραπές της παρηγοριάς, ένας φραπές πλάκα με κάνεις...

Ένας φραπές που σε λερώνει, σε στιγματίζει και σε κάνει να ποθείς τους τίμιους, αληθινούς φρεντοτσίνους με σιρόπι βανίλιας και μεζέ…

Λατέρνατιβ και πιο ρομαντικά και γούτσικα μπορεί να θεωρηθεί και ο πρώτος φραπές ενός παρθένου εφήβου (λόγω του υμένος, λέμετε τώρα…). Ζήτω ο Εδεσσαϊκός!

  1. - Αλλά τώρα, πού Τσαρίνα… φράγκα μόνο για κάνα Κυφωνίδη μας έμειναν κι αυτόν μάνιουαλ…

  2. Παλιότερα στη φραπεδούπολη πίναμε αποκλειστικά τον γνωστό σπαστό καφέ Κυφωνίδη, πραγματικά γκουρμεδιάρικο καφέ, πολύ πριν ακόμα ανακαλύψουμε και στη χώρα μας τους εσπρέσους, τους καπουτσίνους και εκείνους τους αστείους φρέντους. (από εδώ)

(από BuBis, 20/08/09)"Κυφωνίδη Ο καφές του καλού γούστου". Τοίχος καταστήματος. Κίου και Πασαλίδη, Καλαμαριά. Φωτογραφημένο τον Νοέμβριο του 2013. (από patsis, 22/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική ιαχή των οπαδών του Ολυμπιακού, ιδίως σε γκολ, νίκες, και σε αγώνες που εξελίσσονται σε πορνόσφαιρο.

Από εκεί μεταφέρθηκε και στα γαμησιάτικα μπινελίκια, ως συμπλήρωμα των «τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα», «πες μου πού κάθεσαι μάνα μου» κι άλλων παρόμοιων εκφράσεων που αναπέμπουν τα αρσενικά στα θηλυκά την ώρα του ζευγαρώματος (ελπίζω να μην με ακούει η Μες και χαλάσω την ωραία εντύπωση που έδωσα με το ροντάρω).

Ο Χάρρυ Κλυνν το «λογόκρινε» ως «έτσι αγαπάει ο Πειραιάς» κι έμεινε. Επίσης, μπορεί να αλλάξει πόλη, λ.χ. «έτσι γαμάει το Τορίνο», αν νικήσει η Ίντερ κ.ο.κ.

Μένιος, κατά την διάρκεια διασπερμάτευσης με την Λάουρα: - Στα αυτιά ρε Λαουράκι, αφού έτσι αγαπάει ο Πειραιάς!
Λάουρα: - Γιατί Πειραιώτης είσαι;
Μένιος: - Όχι, αλλά κάνε τον σλανγκισμό και ρίξ' τον στον Γιαλόμ.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντρικό φαντασιακό σεξολυμπιακό αγώνισμα.

12 δωδεκάδες αντρών, που πέρασαν στον τελικό (και μην ρωτάτε πως, εμείς πάντως είμαστε μέσα), παρατάσσονται σε παράλληλες σειρές, καθισμένοι σε αναπαυτικές σεζ λονγκ, αραχτοί και λάϊτ.

12 Λίλιαν , Σουζάνες, Ντέμπορες, Τζέσικες, Λόλες και ό,τι άλλο εμπίπτει στην κατηγορία μανουλομάνουλο, στέκονται ανά μία στην αρχή της κάθε αντρικής δωδεκάδας, φορώντας την στολή της Εύας π.Α (προ Αμαρτήματος).

Με το μπαμ του αφέτη, σκύβουν επί τη σκυτάλη. Οι άντρες μπορούν μόνο να τις παροτρύνουν να «σκυταλοδρομήσουν» γρήγορα, καθώς κάθε άλλη βοήθεια απαγορεύεται.

Νικήτρια όποια, αφού παραλάβει και ξετελέψει 11 σκυτάλες στην σειρά, ξετελέψει πρώτη και την δωδεκάτη σκυτάλη.

Η παραλλαγή κατά την οποίαν 12 Λίλιαν τσιμπουκοδρομούν επί μίας και μόνης σκυτάλης, ελέγχεται ως υπέρ του δέοντος φαντασιακή.

- Ρε συ, τι χείλια είναι αυτά που έχει το Λελάκι!
- Είδες ρε; Aυτή είναι για τσιμπουκοδρομίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Οι ποδοσφαιρικοί ελιγμοί. Και ομοίως οι φιγούρες, οι πιρουέτες σε χορό και πάλη.

  2. Τα νάζια, οι κόνξες, οι ακκισμοί, τα σκέρτσα, τα καμώματα.

Από την τουρκική λέξη çalim.

Ασίστ: acg.

Τελικά τσαλιμάκια ήταν η συμπεριφορά του Πέρι! Τον γούσταρε τον γερομπινέ κι ας ήταν βίαιος. Μέχρι την Κυρήνεια έφτασε και δεν άντεξε να πάει παραπέρα, του έδωσε ραντεβού στην Αμμόχωστο.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Επίρρημα: α. Στην έκφραση «παίζω μονότερμα»: σε παιχνίδι με μπάλλα (πχ ποδόσφαιρο) η αντίπαλη ομάδα ήταν καθόλη τη διάρκεια του αγώνα στην περιοχή της δικής μας, κοντά στο δικό μας τέρμα δηλαδή, άσχετα αν έβαλε δεν έβαλε γκολ τελικά. Ήμασταν δηλαδή διαρκώς στην άμυνα και ποτέ στην επίθεση και όλο το παιχνίδι παίχτηκε δίπλα σε ένα μόνο τέρμα.

β. Στην έκφραση «παίρνω κάποιον μονότερμα», η οποία προέκυψε από την παραπάνω: μιλάω ακατάπαυστα και δεν αφήνω τον συνομιλητή μου να αρθρώσει κουβέντα, κοινώς του τα πρήζω.

  1. Ουσιαστικό:
    α. η πίεση που ασκεί η μία πλευρά πριν καλά-καλά προλάβει η άλλη να αντιδράσει.

β. στο σεξ: η συνεύρεση με έναν μόνο παρτενέρ, δηλ το σεξ για δύο και όχι παρτούζα. Επίσης: το μονοπώλιο στην απόλαυση, πχ μόνο τσιμπούκι ή μόνο γλειφομούνι.

1.α.
Τι να πρωτοθυμηθούμε; Το συγκλονιστικό μονότερμα απέναντι στη Λα Κορούνια στη Καλογρέζα επί Κυράστα (το Νοέμβρη του 1999) που δεν επιβραβεύτηκε ούτε καν με νίκη, μιας και μας ισοφάρισε ο Μακάι στο τέλος (1-1) στη μοναδική επίθεση της πιο φορμαρισμένης ευρωπαϊκής ομάδας, εκείνη την εποχή; (από ιστιοσελίδα)

1.β.
Και εμεις εχουμε δικαιωματα φιλε...αλλα δεν παιρνουμε συνεχεια μονοτερμα τους moderators...αμα δεν μας αρεσει κατι, απλα σηκωνομαστε και φευγουμε.
(από φόρουμ)

2.α.
Τουρκικό μονότερμα στο Αιγαίο με παραβιάσεις
Στο γήπεδο ισοπαλία, στο Αιγαίο, Ελλάδα-Τουρκία 0-35. Η «μάχη» συνεχίζεται σχεδόν καθημερινά την τελευταία εβδομάδα και αφού αποχώρησαν από τον ελληνικό εναέριο χώρο τα ΝΑΤΟϊκά ιπτάμενα ραντάρ που περιπολούσαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. («Ελευθεροτυπία»)

2.β.
Μονο Για Σεχ Απο Θεσσαλονικη Για Μονοτερμα Η Διπλο
επικοινωνήστε με τον καταχωρητή
ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΚΟΠΕΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ.ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ Η ΜΕ ΠΑΡΕΑ.ΜΟΝΟ ΕΜΦΑΝΙΣΙΜΕΣ ΚΑΙ ΚΟΥΚΛΑΡΕΣ.
(από το διαδίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified