Ο τύπος ο φλου. Ο αραχτός. Ο ό,τι-βρέξει-ας-κατεβάσει-και-τ' αρχίδια-μου-κουνιούνται. Η έννοια της σήψης είναι έκδηλη σε αυτόν τον ορισμό.

Προέρχεται από τον γνωστό παίκτη καλαθοσφαίρισης του αμερικανικού μπασκετικού στερεώματος (NBA), Shaquille O'Neal.

Λεοπόλδος: -Ρε συ Μιμίκο... Ο Χοσέ πολύ Σαπίλ Ονίλ δεν έχει καταντήσει; Μου τη σπάει η αδιαφορία του...

Μιμικος: -Ρε Λεοπόλδε, ξεκόλλα από τη ζωή σου... Περνάει την άραγκον φάση του το παιδί... Στέι κουλ ντουντ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δείχνει το άτομο που περνά πιο πολύ χρόνο στο γυμναστήριο παρά στο σπίτι του προκειμένου να φτιάξει το ιδανικό σώμα για λόγους υγείας, για να πάρει μέρος σε κάποιο διαγωνισμό (σπανιότερα), ή για να το εκθέτει σε κοινή θέα στη παραλία το καλοκαίρι με ανάλογες αξιώσεις (συχνότερα).
Το όνομα προέρχεται απο τον Arnold Schwarzenegger
διάσημο bodybuilder-ηθοποιό και νυν κυβερνήτη της California των Η.Π.Α.

- Θα έρθει απόψε μαζί μας για ποτάκι ο Δημήτρης;
- Αποκλείεται, πάλι στο γυμναστήριο θα πάει. Θέλει λεει μέχρι το καλοκαίρι να έχει φτιάξει σώμα! - Α, την έχει δει και πολύ σβάρτσος!

Βλ. και σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, πρησμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε σχετικά ελεύθερη μετάφραση: άντε τράβα πίσω στο χωριό σου ρε. Αλλιώς: σήκω φύγε, άντε στα κομμάτια.

Την έκφραση εκστόμισε για πρώτη φορά αγανακτισμένος οπαδός του ΠΑΟΚ με αποδέκτη τον προπονητή της ομάδας Φερνάντο Σάντος. Ο εν λόγω οπαδός -ο οποίος, προφανώς, σπικ ινγκλαντ βέρυ μπεστ- μετά την εντός έδρας συντριβή 0-4 του ΠΑΟΚ από την ΑΕΚ στις 13 Απριλίου 2008, μπήκε στην αίθουσα όπου ο Σάντος έδινε συνέντευξη τύπου και τον διέκοψε φωνάζοντας:

«Go home, go village ... Go village, ρε... Ουστ...»

Πέραν του Παοκτσήδικου φολκλόρ, η έκφραση βρίσκει επίσης γενικότερες εφαρμογές σε φάσεις όπου κάποιος απίθανος μας τα έχει ζαλίσει και πρέπει επειγόντως ή να σταματήσει να λέει μαλακίες ή, καλύτερα, να μας αδειάσει τη γωνιά.

  1. (Από Παοκτσήδικο blog)
    ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ ΡΕ ΝΙΚΟ;; ΕΙΠΕ Ο ΣΑΝΤΟΣ ΘΕΛΕΙ Ν ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΟ DNA ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟΝ ΑΔΟΞΑΣΤΟ

GO HOME
GO VILLAGE ΡEEEEEEEEE

  1. - Τι είναι ρε αυτά τα φαλακρά που μας λες... Δε γίνονται ρε, αυτά τα πράματα... Πίσω γορίλα ... Go village, ρε... Ουστ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφραση για αργό πλοίο, τόσο αργό που η επίδοση του ειρωνικά παραλληλίζεται με επίδοση ιστιοσανίδας.

- Καλά, ταξιδεύουμε 8 ώρες με αυτή τη μπακατέλα, κι ακόμα να φτάσουμε. Τον πρηγούμενο μήνα που ταξιδεύαμε με το Χ (καράβι προδιαγραφών), φτάσαμε σε 5,5 ώρες.
- Εμ την τελευταία στιγμή που πήγαμε να κλέισουμε εισητήρια, μόνο με Kaklamanakis lines θα μπορούσαμε να ταξιδέψουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζι έιτς είναι η Αυξητική Ορμόνη (Growth Hormone) στη συνθηματική γλώσσα των μπίλντερς, αλλά και των άλλων αθλητών, των λεγόμενων «ευγενών» αθλημάτων.

Η τζι έιτς δεν συγκαταλέγεται στα steroids, είναι μια κατηγορία μόνη της. Αυξάνει όχι μόνο τη μυική μάζα αλλά και τα οστά, ενώ μετριέται σε μονάδες. Ιδιαίτερα αγαπητή στους κολυμβητές, καθώς μεγαλώνει τα άκρα (μεγαλακρία) και τα κάνει σαν βατραχοπέδιλα, μονίμως ενσωματωμένα. Λέγεται π.χ. ότι αυτός που πήρε σβάρνα τα παγκόσμια ρεκόρ κολύμβησης στην τελευταία ολυμπιάδα (δε θυμάμαι τώρα πως τον λένε) πρέπει να χτυπάει ίσαμε 12 μονάδες αυξητική ημερησίως.

G.H. is magic. Ογκώνει, γραμμώνει, ξανανιώνει, 3 σε 1 κι όλα αυτά συγχρόνως, χωρίς να χρειάζεται να μπεις στη διαδικασία «παίρνω όγκο σαβουριάζοντας και μετά κάνω γράμμωση αυξάνοντας τις πρωτεΐνες και κόβοντας τα υπόλοιπα». Δεν έχει παρενέργειες όπως τα steroids (που αν δεν ξέρεις να τα κουμαντάρεις, παίζει να σου πέσει και το πουλί και να χρειάζεσαι γερανό για να το σηκώσεις).

Η τζι έιτς είναι φρούτο της δεκαετίας του ’80. Σήμερα παρασκευάζεται χημικά, στην αρχή όμως την έπαιρναν από νεκρά έμβρυα (πιο δραστική αλλά και πιο επικίνδυνη λέγεται). Τέτοια έπαιρνε κι ο Αντρέας ο Παπαντρέας κάποτες και γαμούσε κι έδερνε. Ήδη στο Αμέρικα είναι κοινή πρακτική για όσα γερόντια επιθυμούν να παραμείνουν κοτσονάτα.

Γενικά παίδες έχετε υπόψη πως ο άνθρωπος όπως τον ξέραμε αλλάζει. Τα όρια ανάμεσα στο «φυσικό» και το «τεχνητό» γίνονται όλο και πιο ρευστά (τα γράφω αυτά και σαν ένα είδος hommage στον γίγαντα Jean Baudrillard).

- Φίλε παίζει να έχω κάνει και 40 κύκλους φαρμάκι συνολικά, τζι έιτς όμως δεν έχω βάλει. Παίζει κι ένα ιστορικό ζάχαρου στην οικογένεια και το ψιλοφοβάμαι.
- Στ’αρχίδια σου, έτσι κι αλλιώς γράμματα είσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκίζουσα ένταξη στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του αγγλικού hooligan, που σημαίνει κάποιον που έχει μια σειρά από παράνομες συμπεριφορές βίας, όπως βανδαλισμό (κυρίως), bullying και μπαχαλακισμό (βλ. στον σύνδεσμο για πιθανές ετυμολογίες). Ο χουλιγκανισμός, όμως, συνδέεται συνήθως με θερμόαιμους οπαδούς αθλητικών ομάδων οι οποίοι είναι συχνά σε ομάδες και ενίοτε οργανωμένοι. Μεταφέρεται και απλώς ως χούλιγκαν ή ως χουλιγκάνος που κττμγ είναι ένα κλικ λιγότερο σλανγκ απ' το χουλιγκάνι.

Έχω την εντύπωση, κι ελπίζω να συζητηθεί, ότι ένας τρόπος εκσλανγκισμού λέξεων είναι η μετατροπή τους σε ουδέτερα με κατάληξη σε γιώτα και τονισμό στην παραλήγουσα. Εκτός από το χουλιγκάνι, έχω υπ' όψη μου τα: μουσλίμι (<μουσουλμάνος), μαχίμι (<μάχιμος), καταδρόμι (<καταδρομέας), αλλά νομίζω ότι υπάρχουν και άλλα.

  1. Ψηλέ χουλιγκάνι είσαι μάναρος! (Κέντρο). (Από φεϊσμπουκικό "σε είδα").
  2. Το παιδί σου, και μακάρι να βγώ ψεύτης, έτσι όπως το μεγαλώνεις ή σκοπεύεις να το μεγαλώσεις, θα βγει εάν όχι ψυχανώμαλο, σίγουρα πρεζάκιας, και χουλιγκάνι. (Πχόρουμ).
  3. Μου μίλαγες για αντάρτικο, έψαχνες και γκάνι. Μα τώρα με το ΣΥΡΙΖΑ με είπες χουλιγκάνι! (Στιχώνει εδώ).
  4. Το ότι είναι ανεγκέφαλοι δεν αναιρεί ότι είναι χουλιγκάνια. Μάλλον πακέτο πάνε αυτά. (Η μπλογοτέχνης Niemands Rose εδώ).

Εϊτίλα με Σταμάτη Γαρδέλη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που για πρωινό τρώει στεροειδή και λόγω υπερβολικής σωματικής διάπλασης γεμίζει ασφυκτικά το κάθισμα στο τραίνο ή ένα στενό πεζοδρόμιο και δε χωράς να περάσεις.

Σύνθετο, ετυμολογείται από το Ράμπο και την κατάληξη -ειδές.

Χαρακτηρίζεται ως άτομο όχι απλώς βίαιο αλλά ως άτομο που έχει φετιχοποιήσει τη βία και δεν αγαπάει ούτε άντερα του. Συντηρεί τις εταιρίες παραγωγής και πώλησης αναβολικών και τις εταιρείες συμπληρωμάτων διατροφής. Ο ναρκισσισμός του είναι σε άλλα επίπεδα και στόχος της ζωής του το "τέλειο" σώμα που οι πολλοί κοιτώντας το με οίκτο θα το χαρακτηρίζαμε τερατώδες. Υπερβολικά φουσκωμένοι ιστοί, βαρύ πάτημα, αφύσικα φαρδιές πλάτες. Πουλάει ποζεριλίκι στο γυμναστήριο και στη παραλία. Πουλάει τσαμπουκάδες στους πιο αδύναμους από αυτόν και σε γυναίκες. Το χαρακτηρίζουν μεταξύ άλλων ο κομπλεξισμός, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η έλλειψη παιδείας με αποτέλεσμα τη προσήλωσή του σε κούφιες έννοιες όπως: αίμα, φυλή, θρησκεία, έθνος και έτσι είναι απόλυτα χειραγωγήσιμο άτομο. Συχνά αναζητά την επιβεβαίωση και χρησιμοποιεί την γυναικεία παρουσία και τους τραμπουκισμούς ως άλλοθι... έναντια στην ασεξουαλικότητα του ή την σεξουαλική του ανικανότητα λόγω των αναβολικών. Συχνάζει κυρίως σε γυμναστήρια ή σιδεράδικα αλλά και σε καφετέριες που συχνάζουν και άλλοι γορίλες σαν αυτόν. Στους χωρους αυτούς τους αναζητούν διάφοροι όπως: άνθρωποι της νύχτας για να τους προσλάβουν για μπραβιλίκια, νεοναζί για να τους στρατολογίσουν και να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, συνδεσμίτες για να τους στρατολογίσουν επίσης, αναρχικοί/αυτόνομοι/αντίφα για να τους επιβραβεύσουν για την βοήθεια που πρόσφεραν στους νεοναζί. Αν το ραμποειδές καταφέρει να τελειώσει το λύκειο (λέμε τώρα) αποκαθίστατο επαγγελματικά ως γουρούνι των ΜΑΤ (εκεί και αν βγάζει όλα του τα κόμπλεξ), αλλιώς γίνετε μπράβος σε στριπτιτζάδικο ή σκυλάδικο, ασφάλεια προσώπων, σεκιουριτάς. Τον ελεύθερο του χρόνο οργανώνεται στις νεοναζιστικές συμμορίες και στους συνδέσμους οπαδών. Υπάρχουν και μερικά δείγματα ραμποειδών που δεν ασχολούνται με ναζιστάκια και χουλιγκάνους και ειδικά αν έχουν λύσει το οικονομικό η ζωή τους είναι σπίτι-σιδεράδικο, σιδεράδικο-σπίτι. Ο δείκτης IQ τους είναι γενικά κάτω του μετρίου και είναι τραμπούκοι και ψευτόμαγκες.

Συνώνυμα: Γορίλας, σβάρτσος, ράμπο, γυμναστηριακός, ντουλάπα, φαρμακωμένος, μπιλντέρι, πρησμένος, ντούκι, σώμας, χτιστός, φουσκωτός, donkey-kong, σφίχτερμαν, μπονταίο, τίγκας, τέρας κ.τ.λ.

- Δες ρε μαλάκα το ραμποειδές με πόσο γλοιώδη τρόπο την πέφτει στη κοπέλα.
- Μου έρχεται να τον πατήσω ένα μπουκέτο στη μάπα και να τον ξαπλώσω κάτω.
- Ώπα ρε άντρα πρόσεχε τα ψωλοχύματα μη μας πιτσιλίσεις και εμάς...

ραμποειδές γορίλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του online dating που σημαίνει ότι κάποιος/α κρατάει άλλο/η ως καβατζογκόμενο/α, στο περίμενε, διερευνώντας αν παίζει κάτι καλύτερο και δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον μόνο αν δεν ευοδωθούν άλλες καλύτερες εναλλακτικές. Από την αγγλική λέξη bench, που σημαίνει πάγκος, δηλαδή κρατάω κάποιον στον πάγκο, όπως κάνει ένας προπονητής σε μια ομάδα.

Δεν το βλέπω να προχωράει με τη Μαρία. Μάλλον μου κάνει μπέντσινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το παιχνίδι που έχει μέχρι δύο γκολ. Εκ του αγγλικού under = κάτω.

Φίλε αντεράκι το ματς, είναι βέβαιο. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published