Selected tags

Further tags

Η ομάδα του ΜΠΑΟΚ, όπως και το αεκάκι, καθώς και ο οπαδός τους, επειδή αμφότερες και οι δύο έχουν ως σύμβολο τον δικέφαλο αετό. Ο Ρωμαίικος δικέφαλος αετός λαμβάνεται μειωτικά έως βλάσφημα ως κοτόπουλο (έχει και κορδωμένο στήθος), προκειμένου οι οπαδοί αντίπαλων ομάδων να την πούνε στους λαχαναγορίτες και ΑΕΚάρες ότι και καλά είναι κότες ή ότι πρόκειται να τους ξεπουπουλιάσουν. Απαντάται συνήθως ως το δικέφαλο κοτόπουλο, αλλά και γκρηκλιστί ως the two-headed chicken. Το δε αρκτικόλεξο ΑΕΚ αναλύεται ως Άντε Επιτέλους Κοτόπουλα.

Ασίστ: Ραν-Ταν-Πλάν.

  1. Ο Άρης είναι το αφεντικό και χει για χρόνια τώρα γκόμενα του....ένα δικέφαλο κοτόπουλο«ΛΑΛΑ ΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ .... μας για πάντα καταραμένα χτικιά. (Δώθε)

  2. ΔΙΚΕΦΑΛΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ Η ΑΛΛΙΩΣ ΤΟ ΑΕΚακι !! ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΙ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ !!! ΑΕΚ «Αθλητική – Ένωση - Κωνσταντινουπόλεως»Η « Άντε – επιτελούς – κοτόπουλα» για κάποιους, »Ένωση« για κάποιους άλλους,ΑΕΚάκι για τους περισσότερους. η πιο γλοιώδης , ύπουλη , υποχθόνια και άξια της μοίρας της, ομάδα της Ελλάδας μας Αιώνια τρίτη στη βαθμολογία του πρωταθλήματος , και όχι μόνο , φέτος να δούμε γλέντια και μοιρολόγια που θα έχουμε , «κανάρες μου»,μια ζωή στην μιζέρια , στην κλάψα , στο παράπονο και «κλάμα η κυρία ρε παιδάκι μου» !! Κλαψιάρηδες , μίζεροι , και από κόμπλεξ άλλο τίποτα !! Μια ζωή παράπονο και αδικία ΜΑΡΘΑ ΒΟΥΡΤΣΗ ΣΕ ΟΛΟ ΤΗΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ !! (Κείθε).

  3. ΔΙΚΕΦΑΛΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ BARBEQUE (Παραπέρα).

  4. Σήμερα τσικνήσαμε δικέφαλο κοτόπουλο! (Παρακείθε).

(από Khan, 06/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που παίρνει το όνομα της από τον γνωστό ποδοσφαιριστή Frédéric Oumar Kanouté, προσδίδοντας στον όρο την κάνω μια διαφορετική αλλά και αστεία κατάληξη.

Χρησιμοποιείται σε ποδοσφαιρόφιλους πιο συχνά για ευνοήτους λόγους.

- Πώω άργησα να πάω στο ραντεβού!
- Ε και τι κάθεσαι, σήκω γρήγορα.
- Καλά, την κανουτέ, θα τα πούμε το βράδυ ΕΧΕΙ και ματς..

(από Khan, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται στην ποδοσφαιρική αργκό ο παίχτης που στερείται τεχνικής κατάρτισης, ο αούγκανος ή ζούγκλος της ομάδας. Ενθουσιώδης πλην άμπαλος, αντί να κοντρολάρει ομαλά τη μπάλα με το coup de pied, χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό το καλάμι του, δηλ. την κνήμη, το δεύτερο μαζί με το βραχιόνιο σε μήκος οστούν του ανθρωπίνου σώματος που υπολείπεται μόνο του μηριαίου και που στην πρόσθια επιφάνεια του βρίσκεται αμέσως κάτωθεν του δέρματος ==> άρα σκληρή, ανένδοτη επιφάνεια ==> ελαστική κρούση της μπάλας ==> γκελάρισμα και απώλεια του ελέγχου της τελευταίας.

Οι καλαμοκοντρόλερς προκαλούν τη θυμηδία της εξέδρας σε κάθε τους ενέργεια, που μεταρσιώνεται σε μπινελίκια, βρισιές, φτυσιές και εκτόξευση κύπελων καφέ μέσα στον αγωνιστικό χώρο, σε περίπτωση που το αποτυχημένο κοντρόλ οδηγήσει σε απώλεια ευκαιρίας ή, αντίστοιχα, σε κίνδυνο για την ομάδα τους.

Χαρακτηριστικοί τύποι καλαμοκοντρόλερ των ελληνικών γηπέδων έχουν υπάρξει οι Τζακ Καλλιτζάκης, Γιώργος -Member of the Parliament - Ανατολάκης, Γιώργος Αμαν-Αμάν Αμανατίδης, κ.α.

- Πήρατε κάνα γκαλό στόπερ ή θα συνεχίζετε να παίζετε με τον καλαμοκοντρόλερ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως fight-clubικός όρος που αναφέρεται στην ενέργεια του τσουρουκάς. Μια ενέργεια δηλαδή από παίκτη χαμηλών ποδοσφαιρικών ικανοτήτων, που είναι όμως τόσο καλή που θεωρείται αδύνατο να έχει γίνει επίτηδες. Έτσι αντί για μαγεία που είναι η ηθελημένη ενέργεια έχουμε την τσουρουκομαγεία.

Γνήσιοι τσουρουκομάγοι μπορούν να θεωρηθούν οι: Ραούλ Μπράβο, Ντομί, Μπρούνο Τσιρίλο, Σαριέγκι κ.α

- Ρε φίλε είδες το γκολ της αγωνιστικής ; - Όχι ρε. Πώς ήταν ; - Τρέχει από δεξιά ο Βύντρα α λα Ντάνι Άλβες και κάνει την σέντρα έξω από την περιοχή όπου πιάνει ένα γυριστό ο Σαριέγκι, άλλο πράγμα. Θύμισε Ζιντάν στον τελικό με την Λεβερκούζεν.
- Τι λες ρε φίλε; Το ένα είναι τσουρουκομαγεία και το άλλο μαγεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου ο οποίος είναι άσχετος με το μπάσκετ και χαρακτηρίζεται έτσι ώστε να δείξει ότι ο άλλος είναι εντελώς αδέξιος και δεν πετάει μπάλα, αλλά τούβλα στην μπασκέτα.

- Την Τετάρτη πάμε για μπάσκετ με τον Μήτσο; - Με αυτόν τον τούβλοβιτς, εγώ, δεν παίζω μπάσκετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα / ιαχή που λεγόταν στα τέλη των 90's από τους οπαδούς της Νίκης Βόλου, ως μέρος του συνθήματος «κουρουκουτάο(υ), κουρουκουτάο(υ), φόρτσα Νικάρα, Ιωνία μάο-μάο!».

Η λέξη είναι συνώνυμη των: είμαι στ' αρχίδια μου, δε μασάω τα αρχίδια μου, δε με νοιάζει κι αν με δέσουν / σταματήσουν, εγώ θα κάνω τελικά αυτό που γουστάρω.

Είναι μία λέξη-επινόηση των οπαδών της ομάδας αυτής, η οποία εκτός από την ομοιοκαταληξία που κάνει με τη λέξη μάο-μάο (η γνωστή όχι και τόσο πολιτισμένη φυλή ιθαγενών της Αφρικής), ταιριάζει και με την ιδιοσυγκρασία πολλών κατοίκων της Νέας Ιωνίας Βόλου, όπου και η έδρα της ομάδας (το γνωστό κλουβί ή κλούβα). Όποιος είναι από εκεί γνωρίζει, my word!

  1. - Ρε μαλάκα, δεν έχουμε λεφτά για το εισιτήριο, πώς θα μπούμε στο λάιβ;
    - Στ' αρχίδια σου ρε, θα μπούμε κουρουκουτάου κι όποιον πάρει ο χάρος!!

  2. - Καλά, τί κάνει; Προσπαθεί να περάσει από τον κλοιό των ΜΑΤ μόνος του;
    - Ε, άμα είσαι κουρουκουτάου δε λογαριάζεις τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Γερμανικό είναι μια παραλλαγή ποδοσφαίρου που παίζαμε τσιμπιρίκοι, ειδικά όταν δεν μαζευόμασταν πολλά άτομα, μιας και αντίθετα με το κανονικό ποδόσφαιρο το Γερμανικό είναι καλύτερα να το παίζουν το πολύ πέντε άτομα (γιατί αλλιώς γίνεται ψιλομπάχαλο). Το έχω ακούσει από κάποιους και ως «ψηλό».

Τρόπος παιχνιδιού:
Στο Γερμανικό δεν υπάρχουν δύο ομάδες, όπως στο κανονικό ποδόσφαιρο, αλλά παίζουν όλοι εναντίον του εκάστοτε τερματοφύλακα. Πρέπει να του βάλουν γκολ αλλάζοντας πάσες, χωρίς όμως να πέσει η μπάλα κάτω. Πριν γίνει κάποιο σουτ πρέπει πρώτα να προηγηθούν τρεις πάσες (στον αέρα εννοείται) και μετά να μπει το γκολ. Εννοείται βέβαια πως η μπάλα δεν πρέπει να σκάσει κάτω προτού περάσει την γραμμή του τέρματος. Αν το σουτ είναι άστοχο (είτε βγει έξω, είτε μπει γκολ ενώ έχει σκάσει κάτω η μπάλα) αυτός που το έκανε γίνεται τερματοφύλακας και ο πρώην τερματοφύλακας μπαίνει μέσα.

Βαθμολογίες:
Όλοι οι παίχτες έχουν από 21 βαθμούς, εκτός από αυτόν που μπαίνει πρώτος τερματοφύλακας που έχει συν 2 για αβάντζο. Για να μειωθούν οι βαθμοί σου πρέπει να γίνεις τερματοφύλακας και να φας γκολ. Ανάλογα με τον τρόπο που τρως το γκολ έρχεται και η μείωση που έχεις (όταν βάζεις γκολ δεν κερδίζεις πόντους, απλά χάνει αυτός που το τρώει.).

Αν δεχθείς γκολ:

  • Από απλό σουτ -1 πόντος
  • Από κεφαλιά -2 πόντοι
  • Από γυριστό σουτ -3 πόντοι
  • Από τακουνάκι -4 πόντοι
  • Από ψαλιδάκι -5 πόντοι

Όταν μείνουν μόνο δύο παίκτες παίζουν πεναλντάκια για να βγει ο νικητής.

Συνηθίζαμε να βγάζουμε ένα παρατσούκλι σε όποιον παίκτη έφτανε τους 10 πόντους και σε όποιον μηδενιζόταν πρώτος να του κρύβουμε κάτι (π.χ. το παπούτσι του). Δεν έφτανε που έχανε δηλαδή του κάναμε και την ζωή μαρτύριο μέχρι να το βρει. Τι τσογλάνια…

Ασίστ: σχόλιο από jimakos στον άλλο ορισμό

Τζίζζζζζ (θυροτηλέφωνο)
- Ναι;
- Άσε τα ναι και κατέβα για μπάλα…
- Πόσοι μαζευτήκατε;
- Με σένα πέντε. Άντε κατέβα…
- Τι μόνο πέντε;
- Σκάσε ρε μίρλα και κατέβα, Γερμανικό θα παίξουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθλημα στο οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται στο κλάσιμο. Οι κανόνες είναι απλοί:

Ηχηρή χωρίς βρόμα = 1 πόντος.
Ηχηρή με βρόμα = 2 πόντοι.
Φυσηχτή χωρίς βρόμα (σπάνιο) = 0,5 πόντοι.
Φυσηχτή με βρόμα (άλλως «μοβόρα») = 2,5 πόντοι.
Βραστή = τρίποντο.

Σε περίπτωση που ένας παίκτης χεστεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι (για να πάει στο γκαμπινέ να σκουπιστεί/να πλυθεί ή να συνεχίσει το χέσιμό του ανενόχλητος).

Όπως σε κάθε άθλημα, η προπόνηση παίζει μεγάλο ρόλο, όπως και η κατάλληλη προθέρμανση και προετοιμασία (κατανάλωση οσπρίων, κρύου γάλακτος κ.τ.λ.).

- Παίζουμε (το) πορδόσφαιρο;
- Πάλι τα ίδια; Αφού όλο χέζεσαι και χάνεις, ρε πισωγλέντη.

Εσφαλμένα αναφέρεται ως "πορδοποδόσφαιρο", καθότι οι καλλιτέχνες δεν γνώριζαν την "απλολογία" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός, ο υπέρβαρος, o παχύσαρκος. Αυτός που θυμίζει παλαιστή του σούμο. Οι οποίοι παλαιστές (για να παρηγορηθούν όσοι χλαπακιάζουν αβέρτα αλλά έχουνε και τύψεις), θεωρούνται στην πατρίδα τους όχι μόνο γαμώ τους γκόμενους, αλλά σχεδόν μυθικά άτομα (αν και εδώ τα μωρά φαίνεται να μην έχουν την ίδια γνώμη...)

Η μόνη μου απορία είναι πώς μπορεί κανείς να παχύνει τόσο τρώγοντας ιαπωνέζικο φαγητό, όσο ρύζι και να βάλει μέσα.

  1. Ρε συ, τον είδες τον Τέλη πώς έχει γίνει; Το άτομο είναι σούμο, χωρίς πλάκα...

  2. Αυξάνονται τα μωρά-«σούμο»
    Την αύξηση κατά 20% από το 2003 μέχρι σήμερα του αριθμού των μωρών που έχουν βάρος κατά τη γέννηση πάνω από 4,5 κιλά, αλλά και την αύξηση των μεγάλων μωρών (των επονομαζόμενων μωρών-σούμο) καταγράφουν οι στατιστικές στη Μεγάλη Βρετανία...
    από εδώ

(από ironick, 02/04/10)(από ironick, 02/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα γλεντάω /-ώ ως αμετάβατο έχει την έννοια του ξεφαντώνω, γιορτάζω, πανηγυρίζω, βγάζω γούστα, κ.τλ. Όταν όμως συνοδεύεται από αντικείμενο ως μεταβατικό ρήμα (δηλ. γλεντάω κάποιον), σημαίνει ότι διασκεδάζω σε βάρος του, βγάζω τα γούστα μου / ασελγώ πάνω του, ή ακόμη παίρνω την εκδίκησή μου.

Το λήμμα προέρχεται από τον θαυμαστό κόσμο των συνθημάτων που αναρτούν σε πανώ ή φωνάζουν στα γήπεδα οι επιστήμονες των διαφόρων ομάδων και αναπαράγουν με μεγάλη προθυμία οι αθλητικές καφροφυλλάδες.

Συνώνυμο: κάνω πάρτι με επίτιμο καλεσμένο, κερνάω τον καλύτερο πελάτη.

  1. Θρύλε γλέντα τους κι απόψε ΑΝΩ ΚΑΛΑΜΑΚΙ.

  2. Γλέντησε τον Θρύλο ο Πάο στο βόλεϋ και πήρε το κύπελλο.

(από allivegp, 01/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified