Selected tags

Further tags

Είναι σίγουρη η αίσια έκβαση του εγχειρήματος. Το κατέχεις σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είσαι μεγάλος. Είσαι κάστορας και στα τσιμπούκια μάστορας. Θα πετύχεις το σκοπό για τον οποίο σε αβαντάρουμε.

Φράση μάλλον μπασκετική, που πέρασε και στην καθημερινότητα. Οι εκφωνητές αναφέρονταν στο αν θα ευστοχήσει ο παίκτης ή όχι, βάση των στατιστικών του. Χαρακτηριστική φράση ήταν για παράδειγμα «από αυτή την απόσταση το έχει το σουτ», που σήμαινε ότι συνήθως δεν αστοχεί από τη συγκεκριμένη απόσταση.

Στο πρώτο πρόσωπο χρησιμοποιείται για να δώσουμε σιγουριά στον συνομιλητή (ο οποίος, για κάποιο λόγο, την χρειάζεται), ότι είμαστε εξπέρ σε κάποιο τομέα. Σε δεύτερο πρόσωπο το λέμε συνήθως για να πωρώσουμε κάποιον, που πάσχει από έλλειψη αυτοπεποίθησης, ενώ δεν θα έπρεπε.

Η σλανγκιά πέραν της χρήσης της έκφρασης, έχει να κάνει με τον πλεονασμό (στην σύνταξη), δηλαδή βάζουμε την αντικατάσταση, αλλά μετά βάζουμε και το αντικείμενο που αντικαταστήσαμε. Ένας πλεονασμός που δένει νοηματικά με τη σιγουριά και την πώρωση που αναφέρθηκαν παραπάνω.

  1. - Ρε μαλάκα, αυτή απέναντι με κοζάρει ώρα τώρα. Είναι Γαλλίδα. Προηγουμένως πέρασα από εκεί και την άκουσα.
    - Ωραία φαίνεται. Τον έχει τον ευρωπαϊκό αέρα της. Γιατί δεν πας να της μιλήσεις, να εξασκήσεις και τα s'il vous plaît;
    - Κωλώνω λιγάκι.
    - Έλα μωρέ, αφού το έχεις το γαλλικό! Τράβα να τιμήσεις τη φήμη του έθνους! Την έχεις τη γκόμενα που σου λέω. Κοντεύει να στραβολιγκιάσει η κοπέλα, όση ώρα μιλάμε. Τώρα το πρόσεξα κι εγώ.

  2. - Σκέφτομαι να αρχίσω να πουλάω πράγματα μέσω διαδικτύου. Αλλά πρέπει να βρω κάποιον που να ξέρει.
    - Με προσβάλλεις... Τι κάνουμε εμείς; Κριτσίνια σπάμε;
    - Δεν μου είχες πει ότι ασχολείσαι. Και ξέρεις καλά;
    - Στηρίξου πάνω μου. Το έχω σου λέω. Τελειώνω τώρα το σάϊτ ενός φίλου και μετά πιάνω εσένα.

  3. - Μαστρο Ντίνο, ποιος θα ανέβει στο στύλο της ΔΕΗ;
    - Ο Σαράντος.
    - Το έχει;
    - Σπάιντερμαν τον λέμε. Κάτσε να δεις. Ρεεε Θύμιο, φώναξε μου τον σπάιντερμαν σε παρακαλώ.

(από electron, 22/09/09)

βλ. και λήμμα τό 'χω περασμένο για την σημασία που δίνεται προς το τέλος του ορισμού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην σλανγκ του μπάσκετ είναι το rebound. Κι ο παίκτης που έχει μεγάλη έφεση στα rebounds λέγεται σκουπιδιάρης. Λανθάνει μια υποτιμητική χροιά για τον σκουπιδοφάγο που μαζεύει αυτά που οι άλλοι πετάνε (ήτοι τα άστοχα σούτια). Αποκαλείται άλλωστε και χαμάλης. Κι όμως στα σκουπίδια κρίνονται πολλοί αγώνες.

Μεγάλος σκουπιδιάρης ο Ντένις Ρόντμαν. Μάζευε καμιά δεκαοχτάρα σκουπίδια σε κάθε αγώνα.

Καβουροκαλαθόσαυρος (από Vrastaman, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Nτεφορμέ-ντεφορμάρισμα: Όρος κατ' αρχήν ποδοσφαιρικός (που πέρασε και σε όλα τα αθλήματα), που αναφέρεται σε ομάδα ή σε συγκεκριμένο παίκτη ή παίκτρια. Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη «déformé(e)», που σημαίνει παραμορφωμένος, εκτός σχήματος, παραποιημένος, εκτός φόρμας (και με την αθλητική έννοια).

Ας ξεκινήσουμε από το σύνολο. Μία ομάδα είναι ντεφορμέ, όταν πάει σκατά (σε απόδοση), σε σχέση με την εικόνα που είχε στα φόρτε της (στο φορμάρισμα της). Όπως και στη ζωή, έτσι και στα αθλήματα, η ζωή κάνει κύκλους κατά το ο,τι ανεβαίνει κατεβαίνει, ο,τι γυρίζει σταματά. Για να μην κουράζω με άπειρες λεπτομέρειες, φανταστείτε θεωρητικά ότι μια ομάδα έχει τις άλφα δυνατότητες (βάση ρόστερ, προπονητικού τιμ, διοίκησης). Όταν η απόδοση συμβαδίζει με το τέλειο, τότε μιλάμε για φορμάρισμα, δλδ η ομάδα αποδίδει κοντά στο 100%. Όταν αυτό το ποσοστό πέσει κάτω του 50% (για κάποιο εύλογο διάστημα), τότε μιλάμε για ντεφορμάρισμα, δλδ η ομάδα είναι ντεφορμέ. Αυτό πάντα συμβαίνει, και οι λόγοι πολλοί και διάφοροι. Ψυχολογική ή σωματική κούραση, γρίνες, ατυχίες λάθη προπονητικά, και ενίοτε ο αμφίδρομος (δλδ ψιλοπουστράκος) Ερμής. Σε επίπεδο μεμονωμένου παίκτη, επίσης υπάρχει ντεφρομάζ. Εκεί που κάποιος βγάζει μάτια, ξαφνικά τζίφος.

Στα ατομικά αθλήματα ισχύει το ίδιο. Απλά εδώ έχουμε λιγότερους παράγοντες για ντεφορμάρισμα, αφού μιλάμε για έναν αθλητή και άντε το πολύ δύο τρεις προπονητές.

Στη σλανγκ τώρα (ώρα δεν ήταν;) χρησιμοποιούμε τον όρο, όταν δεν έχουμε διάθεση, ή όταν για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, που υπό φυσιολογικές συνθήκες (ή στις μεγάλες φόρμες μας) θα γουστάραμε πολύ.

-Τον τελευταίο μήνα όλο μπακούρης μας εμφανίζεσαι. Γεράσαμε Μουσιού Καζανόβα, και τα πιπίνια μας αγνοούν;
-Σσσσς ρε! Δεν είναι ώρα να κρεμάσω τα παπούτσια μου. Διανύω περίοδο ντεφορμαρίσματος. Θα επανέλθω με πιπίνι κατηγορίας champions' league, και θα προσκυνάτε πάλι, και θα πετάτε δίευρα κάτω σαν το Ζούγα. Λιγούρηδες της κακιάς ώρας.

-Μαράκι μου, να περάσω να σε πάρω να πάμε για ψώνια; Είδα κάτι μοντελάκια στης Μrs Raxevski (ανάθεμα το για όνομα αυτό το μαγαζί), μούρλια.
-Άσε φιλενάδα. Είμαι ντεφορμέ. -Γιατί φιλενάδα;
-Γνώρισα ένα παιδί, άλλο να σου λέω... Έπαθα σοκ. Αλλά μου φάνηκε λίγο αλλόκοτος, λίγο παντρεμένος και πιστός στη γυναίκα του. Φλερτάραμε, με άναψε αλλά δεν.
-Και πως λέγεται ρε φιλενάδα ο θεός που σε έριξε στο καναβάτσο;
-Electron!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός, στα βασικά του στοιχεία, υπάρχει εδώ. Ένα updating ωστόσο δεν θα έβλαπτε, που θα εμπλούτιζε τις περί του θέματος γνώσεις μας και θα το έθετε σε μια ευρύτερη ιστορική προοπτική.

Σιδεράδικο είναι το παλαιού τύπου γυμναστήριο, το λεγόμενο και σφιχτάδικο. Στην κλασική του μορφή, μεσουρανεί κατά την ένδοξη δεκαετία του 1980, η οποία εχει εύστοχα χαρακτηριστεί - πάντα όσον αφορά τη χώρα μας - ως η «μητέρα» μας, η πολιτισμική γενέτειρα της εντελώς σύγχρονής μας εποχής.

Οι πιτσιρικάδες είναι τρελαμένοι με Arnold Schwarzenegger (Κόναν ο Βάρβαρος, Εξολοθρευτής) και Sylvester Stallone (Rocky, Rambo, Cobra). Το ίδιο το bodybuilding τότε ουσιαστικά καταξιώνεται, με το μεγάλο boost να έχει δοθεί από το Pumping Iron, το θρυλικό φιλμ-ντοκιμαντέρ του Άρνολντ, που σκάει στα 1977. Τα γυμναστήρια-σιδεράδικα, η νέα μαζική παράκρουση, ξεφυτρώνουν παντού, στεγαζόμενα κατά κανόνα σε υπόγες, λόγω των πενιχρών οικονομικών μέσων. Θρυλικό είναι π.χ. το σιδεράδικο του Σπύρου Μπουρνάζου, living legend του ελληνικού μπίλντινγκ, που ακόμα και σήμερα λειτουργεί στο ιστορικό υπόγειο, στη συμβολή των οδών Τροίας και Πατησίων στην Κυψέλη.

Τα όργανα γυμναστικής είναι, με τα σημερινά κριτήρια, πρωτόγονα. Απουσιάζουν τα εξειδικευμένα και πανάκριβα φιρμάτα μηχανήματα. Κυλιόμενοι διάδρομοι δεν υπάρχουν, τα στατικά ποδήλατα είναι ελάχιστα και συνήθως χαλασμένα. Κυριαρχούν τα λεγόμενα ελεύθερα βάρη: αλτήρες και μπάρες σε τεράστια μεγέθη. Τα όργανα είναι πολλές φορές hand made, χειροποίητα, π.χ. ο μύθος θέλει τον Μπουρνάζο να κατασκεύασε μονάχος του, με τα χεράκια του, τις τροχαλίες και τα άλλα σιδερικά του γυμναστηρίου του, αυτά τα οποία ο γάλλος φιλόσοφας Pascal Bruckner έχει χαρακτηρίσει ως τα «σύγχρονα όργανα των βασανιστηρίων».

Οι χώροι των σιδεράδικων μοιάζουν να χλευάζουν τον υγειινισμό και τον αποστειρωτισμό της εποχής μας. Ζέχνουν από ιδρωτίλα, βαριές αρσενικές οσμές που επιδεινώνονται από τη χρήση αναβολικών. Οι μουσικές επιλογές, μια φορά κι έναν καιρό, ξεκινούσαν και τέλειωναν στο soundtrack από τις ταινίες του Rocky (Eye of the Tiger, Burning Heart, Gonna Fly Now κλπ).

Ο μποντιμπιλντεράδικος χώρος και ο χώρος της νύχτας υπήρξαν εξ αρχής συγκοινωνούντα δοχεία. Πολλοί σφίχτες δραστηριοποιούνται ακόμη και σήμερα σε τομείς όπως το νταβατζιλίκι, η προστασία, τα ντράγκς, οι λαθραίες μεταφορές με νταλίκες κλπ. Τα σιδεράδικα κατηγορήθηκαν και στιγματίστηκαν ως φυτώρια παραβατικότητας. Πολλά απ' αυτά ανατινάχθηκαν κατά καιρούς, από βόμβες που έβαζαν αντίπαλες «ομάδες», στα πλαίσια του κλασικού «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών». Ακριβώς όπως εξακολουθεί συχνά να συμβαίνει με καφετέριες και έτερα νυχτομάγαζα.

Αφού έπαιξαν χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο για δυο σχεδόν δεκαετίες, αυτά τα γυμναστήρια-δεινόσαυροι, άρχισαν να εκτοπίζονται, στα τέλη των 90's, από τα νέα φρούτα των fitness clubs. Η μετάβαση σηματοδοτεί και μια ποιοτική μεταβολή στην όλη στάση του κόσμου απέναντι στην άθληση γενικότερα, θέμα πολύπτυχο επί του οποίου δεν θα επεκταθούμε. Το βέβαιο είναι πως τα σιδεράδικα παρήκμασαν κι άρχισαν να βάζουν λουκέτο το ένα μετά το άλλο. Διαμορφώθηκε μια νέα κοινωνική γεωγραφία του χώρου. Τα λίγα και καλά σιδεράδικα που επιβίωσαν, αναζήτησαν το ζωτικό τους χώρο στις λιγότερο ή περισσότερο υποβαθμισμένες περιοχές στα πέριξ του κέντρου της Αθήνας: Κυψέλη, Κολωνός, Πλατεία Βάθης, Άγιος Παύλος. Οι θαμώνες τους είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία αλλοδαποί: ρώσοι, αλβανοί, ρουμάνοι, γεωργιανοί, πακιστανοί, άραβες. Οι όποιοι έλληνες παραμένουν, ανήκουν συνήθως σε χαμηλές εισοδηματικές τάξεις.

Εκτός, βέβαια, κι αν πρόκειται για τους κλασικούς πωρωμένους, hardcore μπιλντεράδες, που θεωρούν τα νέας κοπής πολυτελή γυμναστήρια, φλώρικα και χώρους συνεύρεσης ομοφυλοφίλων (σ' αυτό δεν έχουν και πολύ άδικο). Προτιμούν λοιπόν να συναγελάζονται με τους ομοίους τους, σε περιβάλλοντα όπου ο ανταγωνισμός παραμένει υψηλός και όπου μπορούν να βρουν την κατάλληλη υποστήριξη / καθοδήγηση (προπονητικές συμβουλές, φάρμακα). Πολλοί τέτοιοι κάβουρες είναι διπλογραμμένοι, συχνάζουν δλδ και στο σιδεράδικο, αλλά και στο κυριλέησον fitness club της γειτονιάς τους, όπου πουλάνε μούρη, μοστράρουν το σώμα τους, την πέφτουν σε καμιά γκόμενα κλπ.

Οι τελευταίες εξελίξεις, χοντρικά από το 2004 και μετά, θέλουν και τα καινούργια κυριλογυμναστήρια να μην αντέχουν στον εξοντωτικό μεταξύ τους ανταγωνισμό και να συρρικνώνονται. Η ελληνική αγορά δεν σήκωσε τόση άθληση, μπούχτισε. Η νέα τάση ευνοεί μια ενδιάμεση μορφή γυμναστηρίου, κάτι ανάμεσα στο σιδεράδικο και το χλιδάτο φιτνετζίδικο. Είναι το συνοικιακό γυμναστήριο, που ενίοτε σηκώνει να το πεις και ημι-σιδεράδικο: φτωχομπινεδιάρικο στην ουσία και ψιλοπαρατημένο (άλλωστε λέγεται πως τα περισσότερα gym είναι βιτρίνες και πλυντήρια), τηρεί εντούτοις κάποια standards για τα μάτια του κόσμου.

  1. (από εδώ)
    ....Απο τα λιγοστά σιδεράδικα που έχουν απομείνει πλεόν.....Μουγκρίζουμε ελεύθερα,βρίζουμε ελεύθερα,κάνουμε προπόνηση χωρίς φανέλα ελεύθερα,πετάμε τα κιλά κάτω(το πάτωμα είναι τσιμέντο+μοκέτα...)ΚΑΙ η μουσική πάντα είναι 80s Rock+Disco......Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να κανει προπ σε κάποιο σύγχρονο gym,θα ήμουν σαν τη μύγα μεςτο γάλα

  2. (από εδώ)
    Η διαφορά είναι πως στα μεν παλιά καλά σιδεράδικα γυμναζόμασταν σε καθαρά μηχανικά όργανα με τροχαλίες που απέπνεαν μια βαρβατίλα και έδιναν μια ατμόσφαιρα μεταξύ Blade Runner και Mad Max, ενώ στα περισσότερα γυμναστήρια πλέον τα όργανα είναι «υδραυλικά» και φλώρικα.

Got a better definition? Add it!

Published

Πρέσβης είναι χαρακτηρισμός που αποδίδεται ειρωνικά στην ποδοσφαιρική ομάδα του Παναθηναϊκού από τους αντιπάλους της μετά από ένα αποτυχημένο αποτέλεσμα σε ευρωπαϊκή διοργάνωση.

Ο όρος είχε αποδοθεί τιμητικά στην ίδια ομάδα μετά από τις σποραδικές επιτυχημένες εμφανίσεις της από τα μέσα της δεκαετίας του '80 και εντεύθεν, μέχρι τις αρχές των ζήροους και είχε την έννοια ότι η ομάδα αυτή αποτελεί τον «πρεσβευτή του Ελληνικού ποδοσφαίρου στα Ευρωπαϊκά γήπεδα».

Καθώς όμως στην παρούσα αγωνιστική σεζόν (2009-2010) οι ευρωπαϊκές φάπες, στην ομάδα με έμβλημα της την αγελαδοτροφή, διαδέχονται η μία την άλλη, ο σκωπτικός χαρακτηρισμός του πρέσβη αποδίδεται όλο και συχνότερα με περιπαικτική διάθεση από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο στην συγκεκριμένη ομάδα.

- Γελάσαμε πάλι από τον πρέσβη, που συνεχίζει να μας «κακομαθαίνει». Ήττα με 1-3 από τη Γαλατά στο Καναπέου. Οι σφαλιάρες θα συνεχιστούν στο Γιουρόπα Λιγκ σε λίγες ημέρες.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος από τον ιππόδρομο. Αναφέρεται στους χρόνους προπόνησης του αλόγου (συνήθως σε ρυθμό ρελαντί) σε αντίθεση με τους επίσημους χρόνους της κούρσας. Κάποιες φορές ο όρος χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμος του «προπονείται» ή καλπάζει με σταθερό ρυθμό, αναφερόμενος πάντα σε άλογο ιπποδρόμου.

Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό ρήμα «gallop», που σημαίνει καλπάζω. Και εξελληνίστηκε από τους αλογομούρηδες με την κατάληξη -άρω, όπως συνέβη με πολλά ξένα ρήματα, π.χ. ρεφάρω (που τέτοια τύχη), αριβάρω, σκαπουλάρω, ντουμπλάρω κ.ο.κ.

....... Αν σταματήσει ένα άλογο από τον ιππόδρομο για 10 μέρες δεν το βάζεις απ' ευθείας να τρέξει. Το αναλαμβάνει ο προπονητής, το γκαλοπάρει και το ελέγχει με τον τρόπο του για να δει εάν είναι έτοιμο να τρέξει. Σε περίπτωση υποτροπιασμού....

... Θα προτιμήσω δηλαδή χωρίς πολύ σκέψη ένα άλογο που γκαλοπάρει σταθερά, κάθε 8-10 μέρες για δυο μήνες με χαλαρές δουλειές από ένα άλογο που μου παρουσιάζει μόνο δυο γκάλοπς, έστω και αν το ένα από αυτά είναι πολύ δυνατό...

(από ιπποδρομιακούς ιστότοπους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ένα παιχνίδι αλανιάρικου μπάσκετ κάποιος πρέπει να έχει την πρώτη κατοχή της μπάλας. Έτσι λοιπόν ο καλύτερος σουτέρ της μίας ομάδας κάνει πρόταση στην άλλη, προκειμένου να εμφανιστεί εθελοντής που θα προταθεί να σουτάρει το μπίδεμπί. Αν δεν εμφανιστεί εθελοντής, τότε σουτάρει αυτός που έκανε την αρχική πρόταση.

Αν η μπάλα μπει η ομάδα του κερδίζει την κατοχή, αν όχι τη χάνει.

Κάνω πρόταση, σουτάρεις από εδώ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «μπει δε μπει» ή, αγγλιστί, bee the bee.

Πρόκειται για την πρώτη βολή (σουτ) σε μονό παιχνίδι στο μπάσκετ, μετά από πρόταση, η κατάληξη του οποίο ορίζει ποια θα είναι η ομάδα που θα έχει στην αρχή την κατοχή της σπυριάρας. Πολλές φορές αποτελεί και τη Σολομώντεια λύση σε διάφορες διαφωνίες των αντιπάλων.

Άλλες διαφωνίες που δεν λύνονται με μπίδεμπί, επιλύονται δια της παραδοσιακής μεθόδου.

Παραλλαγή του μπίδεμπί είναι το μπει μπει στο οποίο σουτάρουν και οι δυο μεριές.

- Ποιος έβγαλε;
- Αυτός.
- Αυτός.
- Θα βαρέσουμε μπίδεμπί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπάλα της καλαθόσφαιρας.

Προέρχεται, προφανώς, από την ανάγλυφη υφή της επιφάνειας της μπάλας, τη γνωστή υφή φλούδας πορτοκαλιού.

Σουτάρει από τα 11 μέτρα, η μπάλα αναπηδά στη στεφάνη και ... καταλήγει μέσα στο καλάθι.
- Αν σε θέλει η σπυριάρα...

Σπυριάρα (από Stravon, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικασία επιλογής των συμπαικτών σε ποδοσφαιρική συνάντηση μαθητών του Δημοτικού, τότε που η γενιά μου έπαιζε μπάλα σε προαύλια εκκλησιών, αλάνες και άλλα εξαφανισμένα είδη ελεύθερου χώρου στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών. Το τυπικό μέγεθος της παρέας ήτανε γύρω στα δέκα άτομα, εκ των οποίων τρεις-τέσσερις ξέρανε το τόπι ενώ οι άλλοι ήτανε Αμπαλίνιο. Ένα ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας στην έκβαση του αγώνα ήτανε ποιος από τους δυο αρχηγούς των ομάδων θα διάλεγε πρώτος συμπαίκτες και η απόφαση ελαμβάνετο μέσω της διαδικασίας του «βάζουμε ποδαράκια», ως εξής:

Οι δυο αρχηγοί απομακρύνονται αρκετά μέτρα και αρχίζουν να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο σε ευθεία γραμμή, τοποθετώντας τη φτέρνα του ενός ποδιού σε άμεση επαφή με το δάχτυλα του άλλου. Όποιος πατήσει πρώτος τον άλλο έχει δικαίωμα επιλογής. Η στρατηγική του παιχνιδιού αναπτύσσεται κυρίως στα τελευταία δυο-τρία βήματα, όπου οι επιλογές βηματισμού επαυξάνονται με το «μισό» και τη «μυτίτσα». Στο μισό, επιτρέπεται η στροφή του πέλματος κατά 90 μοίρες και η τοποθέτηση της καμάρας του κινούμενου ποδιού σε επαφή με τα δάχτυλα του σταθερού. Στην ακροβατική μυτίτσα, το κινούμενο πόδι έρχεται σε κατακόρυφη θέση, με τα δάχτυλα των δυο πελμάτων να βρίσκονται σε επαφή, και το σταθερό πόδι μετατοπίζεται προς τα πίσω, δίνοντας τη θέση του στο κινούμενο.

ΥΓ: Εάν ο συνολικός αριθμός παικτών ήταν περιττός, μετά το πέρας της ένα-σου ένα-μου επιλογής η ασθενέστερη ομάδα έπαιρνε τον φουκαρά που ξέμεινε, ενώ η ισχυρότερη έπαιζε με μπακό.

Παράδειγμα νομίζω περιττεύει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified