Selected tags

Further tags

Φράση που συνήθως αναφέρεται σε αυτοσαρκασμό οπαδού μετά από διασυρμό της ομάδας του. Εννοεί ότι η μόνη αντίδραση μετά από κάθε γκολ ήταν η αλλαγή πάσας από την σέντρα όπως προβλέπεται μετά από κάθε γκολ...

Μεταφορικά αναφέρεται σε απανωτές στραβές που παθαίνει κάποιος χωρίς να μπορεί να αντιδράσει...

- Πω πω ξεφτίλα, κι άλλο γκολ σας βάλαμε! 3-0 και θα φάτε κι άλλα...
- Γκολ εσείς; Σέντρα εμείς! Τώρα θα δεις αντεπίθεση... 5 γκολ να μας βάλετε, 5 σέντρες θα κάνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Αρειανοί. Δίοικηση, παίκτες, οπαδοί και οποιοσδήποτε έχει ή είχε ποτέ σχέση με τον Άρη Θεσσαλονίκης. Τον χαρακτηρισμό έδωσαν αρχικά οι Παοκτσήδες, αλλά έχουν πλέον υιοθετήσει και οπαδοί άλλων ομάδων.

Συνώνυμα (σχεδόν): βρωμοσκούληκα, κάμπιες.

  1. Παοκτσήδικο σύνθημα, γενικής εφαρμογής.

Σκουλήκια βρωμερά
που ζείτε μεσ' στο χώμα
τη πούτσα μας θα πάρετε
μία φορά ακόμα

  1. Επίσης Παοκτσήδικο, αναφέρεται ειδικά σε μια υπόθεση όπου η απώλεια των δελτίων των ποδοσφαιριστών του Άρη οδήγησε σε μηδενισμό και υποβιβασμό.

Δεν ξέρετε πού είναι τα δελτία
πουτάνας γιοι, σκουλήκια αρειανοί
θα πάτε για καλύτερη πορεία
εκεί στη Βήτα Εθνική

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμπαλαέα έα, αμπαλαέα έα. Είναι η μαζική κρίση υστερίας των οπαδών του Π.Α.Ο.Κ., η οποία εκδηλώνεται με εκτόνωση όλης της συσσωρευμένης ενέργειας στον διπλανό αγωνιστή ΠΑΟΚτσή.

Πηδάς με όλη σου τη δύναμη τραβώντας μαζί σου και άλλους και, αν είναι φίλος σου, τον γρονθοκοπάς φωνάζοντας με τη δύναμη της ψυχής σου αμπαλαέα έα - αμπαλαέα έα.

Είναι μοναδική γηπεδική πράξη που υποδηλώνει και την ανωτερότητα του λαού του Π.Α.Ο.Κ.

  1. - Κάναμε αμπαλαέα στη 4 και βρέθηκα στο κάγκελο.

  2. - Θυμάσαι με του Βουλινό τρέλλα που βαρούσαμε! Όλη την ώρα αμπαλαέα κάναμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα θαυμασμού από οπαδούς του Ηρακλή (και όχι μόνο) για τον Βασίλη Χατζηπαναγή, συνδυάζοντας τα θεία με το επώνυμο του επονομαζομένου «μάγου της μπάλας».

- Τι σέντρα έβγαλε το άτομο πάλι ρε πούστη μου; Έλα αγόρι μου, έλα!
- Χριστέ και Χατζηπαναγιά μου! Βάλ' το ρε Βάσια!

(από acg, 10/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική μέθοδος κάλυψης / απόκρυψης φαλακρών περιοχών μακραίνοντας τα πλαϊνά υπαρκτά μαλλιά και κολλώντας τα με διάφορους τρόπους κατά πλάτος της κεφαλής ώστε να βρουν τα μαλλιά της άλλης πλευράς.

Ο Σπύρος σε λίγο θα ξεκινήσει την αλεφάντεια...

και στις καβλύτερες οικογένειες (από xalikoutis, 26/09/08)έλα, λίγα λόγια, λέμε! (από BuBis, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος, που σημαίνει μια αποτυχημένη πάσα, μια πάσα που έφτασε στον «γάμο του καραγκιόζη», ή ακόμα και σε πόδια αντιπάλου. Γενικά, είναι η πάσα που είναι για τον πούτσο.

- Έλα ρε Χρηστάρα, κάνε επιτέλους μια σωστή πάσα, και πάψε να κάνεις όλο πουτς-πας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μεθυσμένος.

- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός της μίας και μοναδικής ομάδας παγκοσμίως, του ΠΑΣ Γιάννενα.

- Είμαι μεγάλος ΠΑΣολές, δεν έχω χάσει Κούγια* φέτος.

*(ο αγώνας του ΠΑΣ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόπος διαμονής: Νέα Ιωνία Βόλου.
Υποστηρίζουνε όλοι Νίκη Βόλου και ΑΕΚ. Έχουν πολύχρωμα τσουλούφια, που το βράδυ τα καλύπτουνε με οξυζενέ και αλουμινόχαρτο ώστε να ξεβάφει το πρωί, βάζουνε χασίσι στα τσιγάρα τα κανονικά, ώστε και καλά να το καπνίζουνε στα κέντρα διασκέδασης. Όσο για τις κοπέλες, πολύχρωμα τσουλούφια, πολλά σκουλαρίκια παντού , βαμμένες όλη μέρα, μπινελίκι φουλ, καπνίζουνε Prince μαλακό κόκκινο , παπούτσια ροζ, γαλάζια, κίτρινα με πλαστικά τακούνια.... Και όλοι αυτοί παραπάνω σνομπάρουνε τους Βολιώτες που ζούνε στο μέσα στον Βόλο.

Παράδειγμα δεν θα δώσω, αλλά σε μια 10λεπτη βόλτα στη Νέα Ιωνία Βόλου θα δείτε πλήθος καγκούρηδων και των 2 φύλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυρόγαλο και τυρογαλάς, συνήθως στον πληθυντικό: τα τυρόγαλα.

Ο κάτοικος της Λάρισας και ο οπαδός της ομώνυμης ομάδας.

Καλά ούτε τα τυρόγαλα δεν καταφέρατε να κερδίσετε στο ποδόσφαιρο;

βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόλδος, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified