Selected tags

Further tags

Ψευδοκαλιαρντὴ πεζοτραγουδικὴ ἔκφρασι, ποὺ σημαίνει ὅτι μᾶς ἔχουνε ρημάξει στὶς ὑποσχέσεις (συμπεριλαμβανομένων ὑπονοουμένων), ὅτι θὰ γαμήσουμε, ἀλλὰ τίποτε δὲν γίνεται. Ἡ ἄλλη πλευρὰ τὸ πάει ὅλο «γύρω-γύρω νἄρχεται, καὶ μέσα νὰ μὴ μπαίνῃ».

Δὲν τὴν ἄκουσα ποτὲ σὲ γνήσιο καλιαρντὸ πλαίσιο, μόνο ἀπὸ ἡμιμαθεῖς μικροαστοὺς ψευδομπενάβοντες.

Γλωσσάριο

Ἀβέλω: γενικὸ ρῆμα τῆς καλιαρντῆς, περὶπου ὅπως τὸ get τῆς ἀγγλικῆς, καὶ βάλε.
Κουραβέλω: γαμάω
νάκα: τίποτε

*Assist: popaoua από ΔΠ*

Ὅλο ἄβελε κουράβελε, καὶ κουραβέλα νάκα μᾶς τὸ πᾶνε τὰ κορίτσια. Μπάς καὶ μᾶς κοζάρανε γιὰ βοσκούς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό ρήμα-κλειδί των καλιαρντών. Σημαίνει απλά «κάνω» και εξαρτάται από τη λέξη που συνοδεύει.

Επίσης δημιουργεί κάποιες εκφράσεις: ορισμένες λέξεις πχ υπάρχουν μόνο ως τμήμα τέτοιων εκφράσεων και δεν υπάρχουν αυτόνομα όπως αβέλω μπουτ μπον ή αβέλω φρομάζ Υμητού ή αβέλω μαρμαρού, αλλά δεν υπάρχουν πάντα οι λέξεις μόνες τους.

Επίσης μάλλον χρησιμοποιείται για απρόοπτα φαινόμενα της φύσης όπως αβέλει λακρίμω = βρέχει.

Συνώνυμο αποτελεί το βουέλω στα ντούρα λιάρντα, το οποίο δημιουργεί άλλες, δικές του εκφράσεις (πχ. αβέλω αίτνα = βουέλω τνάρα = βγάζω σπυρί) ή δημιουργεί προτάσεις με άλλο νόημα (αβέλω τζόκα = παίζω αλλά βουέλω τζόκα = φιλώ).

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το εθέλω αλλά το βουέλω μας δείχνει ότι ίσως έχει σχέση με το λατινογενές volo, vuolo κλπ.

αβέλω αχαλία = κάνω δίαιτα
αβέλω λατσάβελες = καλωσορίζω
αβέλω ξεκολλούψες = αποχαιρετώ, χωρίζω
αβέλω μπιεσμάν = χουφτώνω
αβέλω ντουπ = δέρνω
αβέλω τζαστικό = παίρνω δρόμο

(από Jonas, 11/06/10)

Για την ετυμολογία δες και μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά.

Βλέπε και αχλάρω για την ετυμολογία της λέξης αχαλία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει μιλάω, φλυαρώ, κουτσομπολεύω. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το εξηγεί από το άναψες επειδή με τη φλυαρία και το κουτσομπολιό ανάβουν φωτιές. Σημαίνει δηλαδή λίγο πολύ ανάβω φωτιές με τα λόγια μου. Νάψα σκέτο δεν λέγεται.

  1. Άβελε αποκατε Σκορπινο.. Θελω να σε λατσαμπενεψω στην σαρμέλλα μου...:ρρρρρ. Οτι δεν μπενάβεις και τζινάβεις...θα στα αβελω ναψες πριβε (Αποκατέ).

  2. Τζασλή για το σουκρό μου,το χορχορότεκνο το πανθηράκι πανούθε γκούρμπαντος είναι ή θεοκάλιαρντος; ισάντες κουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; Άβελω νάψες και δικέλω λούγκρες ολούθε... (Από μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουτέστιν, είμαι πανευτυχής στα καλιαρντά.

Οι γνώμες διίστανται για την ερμηνεία του πλουτς.

  • Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι παραπέμπει ηχομιμητικά στο πλάτσα-πλούτσα του καρφοκωλιάσματος.
  • Λιγότερο πρωκτικά εγκρατείς μελετητές διακρίνουν αναφορά στην ηδονή ενός ξεγυρισμένου χεσίματος, όπου το πλουτς συμβολίζει την προσθαλάσσωση κουράδας.
  • Τέλος, ο Ηλίας Πετρόπουλος αποδίδει το πλουτς στον παφλασμό της θάλασσας για όποιον «αβέλει σε πελάγη ευτυχίας».

- Ο Πέρι μούστειλε καρτ-ποστάλ από το Κέντρο Εναλλακτικής Ιατρικής στο Γαμουσούκρο.
- Έλα βρε Λίλιαν, τι γυρεύει στην Ακτή Ελεφαντοστού η τσαγιέρα; - Κάνει υδροθεραπεία του παχέος εντέρου με τον Πιερ. Αλλά μάλλον μαθαίνει και την γλώσσα, γιατί μου γράφει κάτι ακαταλαβίστικα «αβέλω πλουτς» κιέτσ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αβέλω φιόγκο, δένω φιόγκο

Στα καλιαρντά σημαίνει "συνουσιάζομαι με κίναιδο που νόμιζα πως είναι επιβήτωρ" (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο), πλην απεδείχθη ότι δεν ήταν. Περαιτέρω anal-υση στο εξαιρετικά κατατοπιστικό λήμμα φιόγκος του Αἴαντος.

  1. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. (Μπουντουσουμού).
  2. -Αβελες καμμιά λατσή σαρμέλα?
    -Αβελα. Αβελα φιλενάς αστα... μπουτ λατσο το τσόλι.. σαρμελια γδουπα... Κουραβέλτες.. και απανωτες κουραβελτες... Λατσααααα... Αβελα πιασμαν στην μπάρα... και μπονμπον μπουτ... Γδουπα φιλενας... Γδουπα.... Αχχχχχχχ.... Θελω να τον αβελω συνεχεια.....
    -Αχ λατσά φιλενάδα... Σου αβέλει και κοντροσόλια?
    -Ολα μου τα αβελη φιλεναδα ολα... Εχει και κατι μπουτια... σφιχτα και τραγανα σαν κερασια...
    -Ax λατσά, τσόλια ολκής δύσκολα βρίσκεις. Τα πιο πολλά δένουν φιόγκο με άλλες μπαροβγαλμένες. (Καλιαρντοδιάλογος στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά η ψωροφαντασμένη.

Ο Πετρόπουλος το συσχετίζει με τη ρεμπέτικη λέξη αγαθολουλούδης.

Ντικ πως δικέλει ιμάντες η αγαθόκλα τσαρδόφατσα! Τζους μωρή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεκνό που ξενυχτάει και νυχτοπερπατάει στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

Σηκώνοµαι να πάω στα τζουρά και όπως περνώ, το αγλαρότεκνο µου τα ρίχνει: «Μπενάβεις καλιαρντά χρυσή µου;» «Και τα τζινάβω και τα µπενάβω», του απαντώ. «Εσείς καλέ, είστε από πού;»
«Κρήτη ταραφουντάν κούκλα µου, και έχω µια σερμελιά που ’ναι δική σου ούλη, θα στην αβέλω τώρα δα στην καυτερή σου πούλη». Δεν χάνω καιρό η ξενηστικωµένη και απαντώ: «Κι αν είν’ η πούλη µου στενή κι η µέλα σου µεγάλη, πάρε σαπούνι συριανό και βάλτης στο κεφάλι…». (Από καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδελφοχώρι, Αδερφοχώρι

Αλλιώς ο Τζιναβότοπος στα καλιαρντά, δηλαδή το Λονδίνο ως μία ομοφυλοφιλόφιλη πόλη, σύμφωνα με το στερεότυπο. Αντώνυμο: Μουτζότοπος είναι το Παρίσι.

  1. ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ επιχείρηση κατά της παιδεραστίας στη Μεγάλη Βρετανία! Συνελήφθησαν 660 άτομα, οι περισσότεροι υπεράνω κάθε υποψίας!!! Σχόλιο: Η Μεγαλη Βρετανία. ΤΟ ΑΔΕΛΦΟΧΩΡΙ. (Από τη σελίδα του Χωνιού στο Φέισμπουκ).
  2. Όντις ήπαγε στο Αδελφοχώρι, με ντεζολαχτάρες και ντεζοντουπούδες αβέλει ντουπ τα πλήκτρα. (Μπουντουσουμού).
  3. Οι σούπερ αντρουά λατσεύονται τον Μουτζότοπο κι εμείς οι καραλουμπίνες τον Τζιναβότοπο, το Αδερφοχώρι. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη, Ο Γύρος του Θανάτου, Αθήνα: εκδ. Άγρα, 2010).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φέρετρο στα καλιαρντά.

1. Παραλίγο να αβέλει τη γκόντα της στο αδικοκούτι με τις κουρούνες που του βούελε.

  1. - Και δηλαδή θέλετε να μου πείτε, ότι αν ήσασταν γονιοί άνεργοι χωρίς στον ήλιο μοίρα και χωρίς φράγκο σε μια χώρα που ψυχορραγεί πνευματικά και οικονομικά, θα λέγατε στο γιο σας να μη πάει στη σχολή γιατί θα επιβαρύνει τους μη επαναστάτες συνεπιβάτες;
    - Όχι. Θα του πω μπες όπου θες, κάν' τα όλα τάνα, άρπαξε, δείρε (αν σε παίρνει ε ;), και γενικά κάνε όπως καταλαβαίνεις. Και αν, ω μη γένοιτο, πέσεις σε κανένα πιο νταή από εσένα, και σε γυρίσουν μέσα σε αδικοκούτι, θα τραβήξουμε και μια αγωγή (θα τα βρούμε λεφτά τότε) και θα καταδικάζουμε αυτόν που σε έφαγε και δεν έκατσε να τον πηδήξεις, που το 'χες και ανάγκη. Καλύτερα να μείνει εδώ μαζί μου και να κόβουμε χόρτα στους λόγγους. Καλύτερος άνθρωπος θα γίνει, από όποια μόρφωση αποκτήσει πατώντας σε τέτοιες αρχές. Και το λέω ως γονιός. Τραμπούκους δεν επιθυμώ να προσφέρω στην κοινωνία. Όσο σκατένια και να είναι. (Τι γίνεται αν δεν πληρώσεις το πρόστιμο μετρό;).

3. Ζήσε και εσύ τον μύθο σου για όσο διαρκεί, περιτριγυρισμένος από φρεσκοκομμένα λουλούδια μέσα στο αδικοκούτι που σε φιλοξενεί, στον αιώνιο ύπνο σου.

(από Khan, 06/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified