Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα «ντούρα» καλιαρντά (σύμφωνα με τον Πετρόπουλο) είναι ο κακάσχημος.

Σημαίνει «πελάτης πόρνης», δηλαδή είναι τόσο άσχημος που μπορεί να πάει μόνο με πόρνη.

Δικέλεις παραντίκ κατέ; και πουρό και θεόμπαρο και πουτανοκονσόμης!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διπλή μούντζα, δηλαδή μούντζα και με τα δύο χέρια, ώστε να προκληθεί διπλή προσβολή προς τον αποδέκτη και διπλή ικανοποίηση του αποστολέα. Η ευχαρίστηση προέρχεται κυρίως από τον απολαυστικό ήχο όταν η μια ανοιχτή παλάμη πέσει πάνω στην άλλη με βία, το οποίο στερείται η απλή μούντζα. Μούντζα χωρίς το κλαπ της διπλομούτζας είναι σαν να πίνεις κρασί χωρίς να τσουγκρίζεις ένα πράμα. Λέγεται και διπλοφάσκελο (και κατά την αγγλική Βικούλα double moutza).

Επίσης, σημαίνει στα καλιαρντά γενικώς τον αριθμό δέκα, ενώ και εκτός πλαισίου καλιαρντών το βρίσκουμε σπανίως ως μέθοδο αρίθμησης πραγμάτων που μετριούνται στα δάχτυλα των δυο παλαμών.

  1. Με σφυρίχτρες, καραμούζες, γιουχαΐσματα και χοντρές διπλομούτζες, όσο και μπουκάλια νερού, έκαναν το συγκρότημα και τον χεσμένο Νταλάρα, να σκύβουν πάνω-κάτω-αριστερά-δεξιά και έπεφτε το γέλιο του Καραγκιόζη. (Εδώ).

  2. - Μην κουράζεσαι ρε με το λάστιχο. Δώσ' μου μια διπλόμουτζα γιούρια να το πλύνει ο πάκης στο βενζινάδικο, που θα το κάνει και καλύτερο.
    - Με τέτοια κρίση να δώσω δέκα Ευρώ; Με δέκα Ευρώ παντρεύομαι.

Los Indimutzados. (από Khan, 03/05/12)Στην αρχή η διπλομούτζα (από Khan, 03/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αστυνομικός στα καλιαρντά (και όχι μόνο) εκ του γουρούνα.

Με τα ξεφωνητά και τις τσιρίδες μου αριβάρανε οι ρούνες και με αβέλανε στο ρουνάδικο.

(από Khan, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα, σε αντιδιαστολή με τον μονότρυπο γκέουλα. Καλιαρντίζων σεξισμός, ο δεύτερος απαξιωτικότερος για την γυναίκα μετά το νέτο-σκέτο τρύπα.

Από το δουπού: patsis.

Όμως, ο πούστης- όπως τον αποκάλεσε καταδηλωτικά ο εντολοδόχος του- παραδόξως τα έβαλε με τη λεσβία την Εύη! Κάνε στην άκρη, κυρά μου δίτρυπη, της είπε, εμείς θα τα βρούμε με το παλικάρι εδώ! Αυτή η βρισιά, το δίτρυπη, μου έμεινε από τότε ως ό,τι πιο υποτιμητικό και αδιάντροπο είχα ακούσει για τη γυναικεία ύπαρξη! (εδώ)

(από σφυρίζων, 24/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η πόρνη στα καλιαρντά.

Αγνώστου ετύμου κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Εδώ βρίσκω την πληροφορία ότι κουρκούλω σημαίνει κυλιέμαι, ενώ εδώ ότι κουρκουλός σημαίνει κυνηγημένος εκ της τουρκικής (ας τοποθετηθούν οι τουρκολόγοι αν γνωρίζουν κάτι παραπάνω).

  1. Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η κουρκουλετζού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεροπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Από το σκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει", δες μήδι).
  2. Ετέθη δε το ερώτημα αν τοιουτοτρόπως εκφράζεται και στο τσαρδί της, η κρυφοκουρκουλετζού. (Μπουντουσουμού).
  3. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Μπουντουσουμού).

Στην αρχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση με απώλεια μέλους.

Έννοιες:

1) Κου-λή. Η αδελφή του Μπους λη

2) Μωρή κουλή: Σε γυναικοπαρέες (και όχι μόνο), αποκαλείται συνήθως η χαζή, η βλαμένη.

3) Μωρή κουλή: Μεταξύ ξεφωνημένων ομοφυλόφιλων ή τραβεστί, αποκαλείται αυτή που λέει κάποια μαλακία.

- Φιλενάδα, θα κάνω πλαστική στα χείλη.
- Τι λες, μωρή κουλή; Πάλι πλαστική; Προχθές δεν έκανες προσθετική στο στήθος;

(από Khan, 20/05/14)(από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του καλιαρντού πιπιλογαμούλης, πρόκειται δηλαδή για τον ευαίσθητο, τρυφερό, ρομαντικό, ήτοι ευαισθητοπούτσικο εραστή. Χρησιμοποιείται και ευρύτερα ως μειωτικό για κάποιον που δεν είναι σκληρός ούτε φανατικός.

  1. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΑ ΛΟΥΓΚΡΑ ΑΠΟ ΔΗΘΕΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟς ΠΗΓΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΚΑΝΑΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΑΜΕΣΩΣ, Ο ΠΙΠΙΛΟΓΑΤΟΥΛΗΣ (Εδώ).

  2. Σαν ηθοποιος ηταν και παραμενει ενας αχρηστος κομματικος πιπιλογατουλης,που με το ζορι επαιζε θεατρο και τηλεοραση και στη Λυρικη Σκηνη οταν του εδινε δουλεια το ΠΑΣΟΚ !! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του «ψωλή» και «βροντώ», απαντάται και στην ευγενικότερη μορφή «ψιλοβροντώ». Σημαίνει μαλακίζομαι, κυρίως χρησιμοποιείται μεταφορικώς. Ακούγεται κυρίως στο νότιο Αιγαίο περισσότερο στα Δωδεκάνησα.

- Την τελείωσες την εργασία για το εργαστήριο ηλεκτρονικής Αναξίμανδρε;
- Τώρα όπου νά 'ναι θα την αρχίσω, αύριο δεν πρέπει να την παραδώσουμε; Έχω χρόνο.
- Καλά ρε παιδί μου, πέντε μέρες στο λέω κι εσύ ψωλοβροντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημος ή κακός στα καλιαρντά. Από κει βγήκε και το όνομα καλιαρντά.

Τζους καλιαρντό γκουγκού! (=φύγε κακό φάντασμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified