Selected tags

Further tags

Σύνθετη λέξη, αποτελούμενη από το συνθετικό καρά και τη λέξη καλτάκα, η οποία περιγράφει την πρόστυχη γυναίκα. Αν και καρά στα τουρκικά σημαίνει μαύρος, ως γνωστόν, στα νέα ελληνικά χρησιμοποιείται ως ποσοτικό/ποιοτικό πρόθεμα που δηλώνει την υπερβολή (καράπουστας, καραπουτσαριό, καραμαλάκας, κτλ). Η καρακαλτάκα συνεπώς περιγράφει την υπερβολικά πρόστυχη γυναίκα, κοινώς γνωστή και ως καραπουτάνα.
Η έκφραση πρωτοχρησιμοποιήθηκε ευρέως από το Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» και ήταν ένας από τους βασικούς χαρακτήρες της σειράς. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα Καλιαρντά.

- Συγγνώμη νεαρέ, αλλά περίμενα πριν από εσένα για πάρκιγκ. Κάνε πίσω σε παρακαλώ τώρα.
- Τι είπες μωρή καρακαλτάκα, εγώ δεν σε είδα πουθενά.
- Θα φωνάξω την αστυνομία!
- Φώναξε όποιον θες, εγώ θα παρκάρω!

(από Khan, 14/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Η αρχική σημασία του λήμματος φυσικά αναφέρεται στο κακόηχο κρωγμό του κόρακα ή άλλων μη ωδικών πτηνών.

Η σλανγκ ενσάρκωση αφορά το γιουχάισμα και την αποδοκιμασία.

Ο όρος συναντάται για πρώτη φορά στην ομοφυλόφιλη υποκουλτούρα, η οποία υιοθέτησε το ρήμα κράζω, αναφερόμενη στον συριστικό τόνο φωνής που χρησιμοποιούν οι κακές αδελφές όταν διαπληκτίζονται ή μαλλιοτραβιούνται. Ωσεκτουτού, καθιερώθηκε ο όρος κραγμένη ως συνώνυμο της εξόφθαλμα θηλυπρεπούς αδελφής.

Το 1981 κυκλοφόρησε το ταμπλόιντ «Το Κράξιμο», με προκλητικό σλόγκαν «κάθε εργασία με σκοπό το κέρδος είναι πορνεία» και εκδότρια την εκδιδόμενη τραβεστί Πάολα. Η έκδοση χρηματοδοτήθηκε από τις βίζιτες της εκδότριάς του και το «Κράξιμο» φιλοξένησε άρθρα πολλών ιερών τεράτων όπως των Κώστα Ταχτσή, Ανδρέα Βουτσινά, Σπεράντζα Βρανά, Μαλβίνα Κάραλη κ.α. μέχρι που κατέβασε τα ρολά το 1993.

Η λέξη κράξιμο σταδιακά διέβη το κατώφλι του mainstream και πλέον χρησιμοποιείται ευρύτατα χωρίς απαραιτήτως να παραπέμπει σε σεξουαλικές προτιμήσεις. Δίκαιοι στόχοι κραξίματος αποτελούν πλέον, μεταξύ άλλων, οι πολιτικοί, θρησκευτικοί και επιχειρηματικοί εκείνοι ηγέτες που προκαλούν το δημόσιο αίσθημα με την αλαζονεία τους.

1.
«...τα καλιαρντά της τηλεόρασης που σφυρηλατούν την καθημερινή λαλιά και το ήθος του αστικού πληθυσμού... οι στερεοτυπικές κωμωδιούλες του καναπέ και οι τηλεπαρλάτες, γραμμένες συνήθως από γκέι, βάζουν τις γυναίκες να κράζουν σαν κίναιδοι και εικονίζουν τους άντρες είτε σαν ξέσαλες είτε σαν αρσενικά ξόανα...» (Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

2.
«...μεγάλο κράξιμο που δέχτηκε ο πρώην υπουργός Βαγγέλης Μπασιάκος από τους νεοδημοκράτες κατά την ομιλία του κάπου στον Ορχομενό...» (από Blog)

3.
«Κράξιμο στα ΜΜΕ» (Τίτλος άρθρου, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ)

4.
«Συνεχίζεται και μεγαλώνει το κράξιμο στον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Αλέξανδρο Κοντό» (από Blog)

5.
«...Από το 3ο κιόλας τεύχος (αρχές 1983) αρχίζουν τα προβλήματα. Αρχίζουν οι διώξεις του περιοδικού και του εκδότη του »περί ασέμνων« (άσεμνο είχε θεωρηθεί ένα ερωτικό σκίτσο του Ζαν Κοκτό - »ποιος είναι αυτός ο... Κοκτός;«, είχε ρωτήσει τότε ο πρόεδρος, θυμάμαι), καθώς και για »εξύβριση της αρχής«. Τέσσερις μήνες φυλακή κι ένα μεγάλο χρηματικό πρόστιμο είχε επιδικαστεί τότε στην Πάολα, η φυλάκιση της οποίας τελικά αποφεύχθηκε χάρη στην άμεση κινητοποίηση των ομοφυλόφιλων οργανώσεων του εξωτερικού, καθώς και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων - η υπόθεση είχε απασχολήσει και τη Διεθνή Αμνηστία...» (από ιστιοσελίδα ) αφιερωμένη στο περιοδικό ΚΡΑΞΙΜΟ

Τεύχος του πάλαι ποτέ ΚΡΑΞΙΜΑΤΟΣ (από Vrastaman, 30/10/08)Bettino Craxi, το στιβαρό αγόρι (από Vrastaman, 04/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε οτιδήποτε ως μια υπερθετικού βαθμού γαμάτη κατάσταση σχολιάζοντας από έναν καλό τραγουδιστή μέχρι ένα αυτοκίνητο.

  1. Ρε μαλάκα τι φωνή (τραγουδιστή), τα σπάει μιλάμε!

  2. - Τι λέει το εργαλείο (αμάξι); - Απλά τα σπάει!

  3. Τι γκομενάρα! Τα σπάει η τύπισσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική αναφορά στο γυναικείο φύλο. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά στις μεταξύ των gay συζητήσεις, ως ένδειξη τις ανταγωνιστικής στάσης που έχουν απέναντι τους!

(Σ.Σ. Δεν είμαι gay!!)

(Συζήση σε gay bar)
- Tον ξέρεις τον Μπάμπη που δουλεύει στο πλυντήριο αυτοκινήτων, δίπλα από το σπίτι μου; Πολύ παίδαρος!
- Και εσύ τι ξερογλείφεσαι μώρη; Αυτός τα έχει με μία μούντζα, σίγα να μην σε γουστάρει κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάω κάποιον (και όχι «την σπάω σε κάποιον») είναι μια παλαιομοδίτικη και υπερπρόστυχη έκφραση που σημαίνει σοδομίζω.

Η φράση αναφέρεται κυρίως στη ζημιά που προκαλείται στο σφιχτήρα την πρώτη φορά που κάποιος τον παίρνει και γέρνει, και προφανώς αρέσει στους πολύ έμπειρους γεροντόπουστες που τη χρησιμοποιούν γιατί ακριβώς τους θυμίζει τα νιάτα τους και την / τις πρώτες τους σεξουαλικές συνευρέσεις.

Το σπάω δηλαδή έχει εδώ και την έννοια του εκπορθώ, ανοίγω πέρασμα κλπ.

(γραφικός γεροντόπουστας κάπου στην Αττική της περασμένης δεκαετίας)

- Αγόρια, καλέ αγόρια, ελάτε καλέ, απόψε θέλω να με σπάσετε!
- Άσε μας ρε Τάκη, πήγαινε σπίτι σου να' ούμε, μην αρπάξεις καμιά πνευμονία, γέρος άνθρωπος...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφοκωλιάζω και ξεφτιλίζω τον κώλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρού μεγέθους πέος στα καλιαρντά. Κι όταν λέμε μικρού, εννοούμε πολύ μικρού... Είναι ουσιαστικό και δεν πρέπει να συγχέεται με το επίρρημα.

- Πώς πήγε με το γαργαροτεκνό εχθές;
- Άσε, τι να σου λέω φιλενάδα... Εκεί που τον ξεκουμπώνω και ετοιμάζομαι να πιάσω δουλειά, τι ανακαλύπτω; Κρίμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. ο αστείος (όχι όμως γελοίος) άνθρωπος. Η «περίπτωση», που λέμε
  2. έκφραση: «μού 'κανες την καρδιά περιβόλι» = με τρόμαξες, με λαχτάρισες.

Το περιβόλι (ο λαχανόκηπος ή ο ανθόκηπος) είναι τόπος πολύχρωμος και ευωδιαστός.

Τι σχέση έχει με τα ανωτέρω, δεν ξέρω.

  1. - Πλάκα δεν έχει ο Μίλτος;
    - Ου, μεγάλο περιβόλι είναι ο τύπος!

  2. Μπήκε στο σπίτι τόσο απότομα... είχα μισοκοιμηθεί... μού 'κανε την καρδιά περιβόλι!

Got a better definition? Add it!

Published

Πιάνω ψάρια, βγάζω κάτι από το βυθό. Μεταφορικά προσπαθώ με τρόπο να αποσπάσω μυστικά. Σε φράση ψαρεύω σε θολά νερά, επωφελούμαι από ανώμαλες καταστάσεις ή δημιουργώ σύγχυση για να επιτύχω ωφελήματα. Επίσης βγαίνω τσάρκα μήπως μπορέσω να χτυπήσω κάποια / κάποιον ζαργάνα / ματσό να περάσω καλά και ό,τι προκύψει...

  1. - Θα έρθεις να πάμε για ψάρεμα; - Άσε έχω σπαρίλες σήμερα... άλλη φορά. Πάρε τον Ντίνο... άντε και καλό ψάρεμα! - Είσαι άσχετος! Και μας την σπας και μας γρουσουζεύεις...

  2. Θα ψαρέψω την Γωγώ να μάθω τι έγινε εχθές με τον Πέτρο και θα σε ενημερώσω πάραυτα!!

  3. Μην έχεις εμπιστοσύνη στον Χρήστο. Είναι τσουτσέκι και ψαρεύει στα θολά αλλά θα φάει καλά γιατί πίσω έχει η αχλάδα την ουρά...

  4. Γεια σου Λίλιαν... ψάρεψες κάτι καλό εχθές στο μπαρ; Εγώ έβγαλα από τα δίχτυα μου ένα καλό λαβράκι... και ωραίος και ματσό!!

(από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη στα καλιαρντά που σημαίνει «κάνω μια μαλακία, διακινδυνεύω» ή απλά «τζογάρω».

Αθόριτος είναι ο παράλογος και αθοριτιανή η χαρτοπαιξία.

*αθοριτιάζω κάρτες = παίζω χαρτιά
*αθοριτιάζω τα χόρσια = παίζω στον ιππόδρομο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαγνήτης στα καλιαρντά, επειδή «αγκιστρώνει» στον αέρα.

-Τι έχει μωρέ αυτή η πουρόγρια και αεραγκιστρώνει όλα τα τεκνά;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified