Συνηθισμένος τρόπος να πεις το φυτό, τον σπασίκλα.
Και «φυτουκλιάρης».

Μέχρι τελευταία στιγμή διαβάζει ο φύτουκλας!

(από Khan, 27/01/13)Τουκανοφύτουκλας (από Khan, 10/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Συνήθως λέμε τον καλό μαθητή που βγάζει 19 και 20.
2) Η πραγματικότερη σημασία της λέξης είναι ο λιγότερο ευφυής μαθητής που διαβάζει όλη τη μέρα για να φτάσει το επίπεδο του 16-17.

  1. - Πολύ φυτό είναι ο Νίκος, έβγαλε 19 και 3.
    - Όχι ρε απλώς είναι έξυπνος.

  2. Αυτή η Ιωάννα πολύ φυτό, δεν βγαίνει ποτέ, κάθεται σπίτι της και διαβάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη θέση σου, στην γωνιά σου και ήρεμα.

Όρος απαξιωτικός, που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να προσγειώσουμε κάποιον ο οποίος υπερέβαλε είτε στα λεγόμενά του, είτε σε προκλήσεις, χωρίς να έχει τις αντίστοιχες ικανότητες.

- Χθες έδωσα σεμινάρια στο Νίκο στο μπάσκετ.
-'Ελα ρε, δηλαδή;
- Ε με προκαλούσε δύο μέρες ότι «με έχει» και ότι θα χάσω τη μπάλα και πήγαμε και έχασε 11-0.
- Καλά του κανες, είναι μεγάλος τσαρόφ, έπρεπε κάποιος να τον βάλει στο θρανίο του.

πρβλ. τη ρόκα σου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αφοσιώνεται στη μελέτη επειδή πρέπει και δεν κερδίζει τίποτα από τις γνώσεις που κατέχει, ούτε τις ευχαριστιέται, είναι παθητικός μαθητής του άριστα και αντικοινωνικός, συνήθως άσχημος και αντικείμενο κοροϊδίας για όλους.

Θηλυκό: σπασίκλας ή σπασίκλω. Υποκοριστικό: σπασικλάκι.

Ο Κωστής ήταν πάντα μεγάλος σπασίκλας και κανείς από τους καλούς μαθητές δεν ήθελε να τον παρομοιάζουν μαζί του.

Δες και σπάω.

Σε άλλες γλώσσες: nerd (αγγλικά), Streber (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ' το SOS, χρησιμοποιείται κυρίως για θέματα που είναι πολύ πιθανόν να πέσουν σε εξετάσεις και κατ' επέκταση για ό,τι είναι ιδιαίτερα σημαντικό και πρέπει να του αποδοθεί προτεραιότητα. Χρησιμοποιείται πολύ στα πληθωριστικά μεγεθυντικά του σοσάρα, καρασοσάρα, σουπερσοσάρα, σουπερκαρασοσάρα κ.ο.κ.

Στο Δ.Π. υπό ΑΝ21.

  1. SOS ΤΑ ΣΟΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2010 ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ (εδώ).

  2. Γιατί αν δεν τον στεναχωρήσεις και αφυπνήσεις τώρα, θα φτάσει άσχετος στη Γ΄ Λυκείου, για να έχουμε και πάλι στατιστικές σαν τις φετινές, όπου σε ένα θέμα καρασοσάρα και με ασκήσεις λίγο πολύ «παλεύσιμες», το 30% να είναι κάτω από τη βάση. (εκεί).

  3. Οχι μονο πρεπει να τα ξερετε αλλα ειναι και ΣΟΥΠΕΡ ΣΟΣΑΡΑ ΘΕΜΑΤΑ τα υβριδικα. (παραπέρα)

βλ. και αντισός, σοσάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σφαλιάρα που δίνεται στο κούτελο κάποιου. Αφού λοιπόν ρίξουμε τη σφαλιάρα στο κούτελο του άλλου λέμε θριαμβευτικά, «Παστέλι!». Αν ο άλλος είναι έξυπνος, μας ρίχνει κ αυτός μια στο κούτελο φωνάζοντας με ακόμη πιο πολύ θρίαμβο, «Με δέκα κιλά μέλι!». Εξαιρετικά δημοφιλές παιχνίδι στα σχολεία.

(ΠΛΑΦ!) - Πάρτα ρε! Παστέλι!
(ΠΛΑΤΣ!) - Με δέκα κιλά μέλι ρε πούστη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομαδικός εναγκαλισμός νεοκεκαρμένου συμμαθητού.

Χαριτωμένη δραστηριότητα παρελθουσών δεκαετιών όπου ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας απεφόρτιζε την επιθετικότητα του στους σβέρκους των πλησίον του και ουχί στην δημόσια και ιδιωτική περιουσία.

Πάνε πια αυτά!

- Ο Βασίλης κουρεύτηκε!
- Μπούγιοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο!
- Ααααααααα
- Ζεις αιώνια κι΄ανασαίνεις, όταν λες μολών λαβέ!
(Οιμωγές)

Βλ. και σχετικά λήμματα φατούρο και σύννεφο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης: μπακότερμα, μπαγκότερμα, παγκότερμα,

Ίσως ο πλέον εύχρηστος όρος του παιδικού ποδοσφαίρου της αλάνας, της σχολικής αυλής, της πλατείας κλπ, από ένα λεξιλόγια που περιλελάμβανε και το ατομιστία ή ατομιστιά, το τσαρούχι ή μύτος ή τζούκος ή..., την προστακτική «ξόρα» για τη γιόμα από την άμυνα, το «κουντουπιέ» (κουτεπιέ), τα «γκελάκια» για τις επιδείξεις με τη μπάλα, το μανταλάκια(ς) για τον τερματοφύλακα που του γλιστράει η μπάλα απ' τα χέρια (ή τροχονόμο), το «λίμπερο» ως παίκτη που κάνει τα πάντα και όχι τον τελευταίο αμυντικό, όπως και τον «κυνηγό» ως θέση-ευφημισμός για τον παίκτη που δεν είναι καλός ούτε για άμυνα ούτε για επίθεση, οπότε κυνηγάει τη μπάλα (χαφ δεν υπήρχαν) κλπ και τελικά και το κάνε τον καμπόι.

Μπακό είναι ο παίκτης που παίζει τόσο τέρμα όσο και μέσα, έχοντας το δικαίωμα να πιάνει τη μπάλα μόνο μέσα στην περιοχή του. Όπως δηλαδή κάθε τερματοφύλακας σύμφωνα και με τους επίσημους κανονισμούς. Ουσιαστικά λοιπόν η φράση «μπακό ο τάδε» χρησίμευε ως διευκρίνιση του ποιος παίζει τέρμα στην τρέχουσα φάση του παιχνιδιού, μιας και διακριτή στολή τερματοφύλακα φυσικά δεν υπήρχε. Η δήλωση αυτή, οι άγραφοι κανόνες πρόσταζαν να γίνεται στην αρχή του παιχνιδιού ή μετά από γκολ που δέχθηκε η ομάδα**.

Το μπακό εφαρμοζόταν στις εξής δύο περιπτώσεις:
- όταν οι δυο ομάδες ήταν πολύ ολιγάριθμες (πχ 3μελείς, 4μελείς κλπ, κακά τα ψέμματα, ακόμα και 2μελείς)
- όταν οι ομάδες είχαν άνισο αριθμό παικτών, οπότε και η ομάδα με τον παίκτη λιγότερο όριζε έναν από τους παίκτες μπακότερμα για να ισορροπήσει θεωρητικά το παιχνίδι.

Αν και κάποιοι παιδικοί όροι της μπάλας διέφεραν και διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή, νομίζω το μπακό είχε μεγάλη διάδοση, αν και ενδεχομένως η προφορά άλλαζε ή κυμαίνονταν γύρω από το «παγκότερμα» που πρέπει να ήταν και η προέλευση του όρου, αλλά το γιατί και πως το αγνοώ...


***** Όλες βασικά οι γραμμές ήταν νοητές, με εξαίρεση την κατεξοχήν νοητή γραμμή του επίσημου ποδοσφαίρου, αυτή του off-side, που ως κανονισμός στην παιδική μπάλα δεν υπήρχε ή γεννούσε χιλιάδες διακοπές και αμφισβητήσεις. Όπως ακριβώς και οι γραμμές της περιοχής του μπακό.
Άλλοι ελαστικοί κανονισμοί/ιαχές, με προβληματική και σουρεάλ εφαρμογή ήταν φυσικά το ύψος του νοητού οριζόντιου δοκαριού (ψηλό! ψηλό!), καθοριζόμενο λίγο πάνω από το ύψος των απλωμένων χεριών του εκάστοτε τερματοφύλακα σε άλμα, το έμμεσο, το οποίο γενικά κακοποιούνταν και του οποίου γινόταν κατάχρηση, η αλλαγή μετά από λάθος εκτέλεση πλάγιου άουτ, το ακούσιο χέρι, η απόσταση του τείχους στην εκτέλεση φάουλ, ακόμα και τα πασπάνια βήματα στην εκτέλεση βολέ από τον τερματοφύλακα.

****** Σε επέλαση του αντιπάλου, το να αυτοδηλωθεί μπακό με προσποιητή ψυχραιμία ο τελευταίος παίκτης 9 «μπακό, μπακό!»), αν ο κανονικός μπακότερμας είχε πάει βόλτα μέσα, ακολουθώντας το επιθετικό του ένστικτο, ήταν πολύ συνήθης αιτία να αρχίσουν οι αμφισβητήσεις και τα «...πέναλτι, πέναλτι!».

Ο ορισμός είναι σε παρελθοντικό χρόνο λόγω της σχετικής επισημοποίησης του παιδικού ποδοσφαίρου με την εμφάνιση των 5x5 και την εξαφάνιση των αυτοσχέδιων γηπέδων και δημόσιων χώρων παιχνιδιού γενικά. Ε, και λόγω ηλικίας του φανερά νοσταλγικού γράφοντος.

ΛΑΚΗΣ: Μπακό, μπακό! Μπακό εγώ!
ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ: Τι μπακό; Δεν πάει! Παίζε, παίζε.....
ΛΑΚΗΣ: Γιατί δεν πάει;
ΛΙΩΡΓΑΚΗΣ: Τι, όποτε σου καυλώσει είσαι μπακό;
ΔΙΟΝΥΣΑΚΗΣ: Γκοοοολ, γκοοολ, γκοοοοολ....
ΛΑΚΗΣ: Δε μετράει, δε μετράει!
ΔΙΟΝΥΣΑΚΗΣ: Γιατί δε μετράει;
ΛΑΚΗΣ: Μιλούσαμε [!!!!!!...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει τη γενική αβεβαιότητα περί του μέλλοντος. Προέρχεται από το βιβλίο που ο ΟΕΔΒ είχε μοιράσει προς εικοσαετίας περίπου στους μαθητές Λυκείου στα πλαίσια του μαθήματος ΣΕΠ (Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός). Η έκφραση, παρότι ελάχιστα γνωστή πια στις νεότερες γενιές συνεχίζει να χρησιμοποιείται.

- Και τώρα που τελείωσες το διδακτορικό τί θα κάνεις βρε;
- Άστα βράστα φιλέα. Μετά το λύκειο τί; Με βλέπω στο Ινστιτούτο Kavli...

(από Nakas, 15/07/12)(από Nakas, 15/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σχολική σλανγκ.

Κανονικά σημαίνει πεθαίνω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, ψοφάω.

Σε σχολικά, και δη γυμνασιακά-λυκειακά συμφραζόμενα, μένω στον τόπο σημαίνει οτι - βάσει της βαθμολογίας μου - χάνω τη χρονιά αυτομάτως και υποχρεώνομαι να την επαναλάβω. Πιο απλά, μένω στον τόπο = μένω στην ίδια τάξη.

Συνήθως διακρίνεται από το απλούν «μένω». Το τελευταίο χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις στις οποίες ο μαθητής, προκειμένου να προαχθεί / προβιβαστεί στην επόμενη τάξη, οφείλει να επανεξεταστεί επιτυχώς σε όσα μαθήματα «πέφτει», σε ειδική εξεταστική το Σεπτέμβριο. Αντιθέτως, όταν κάποιος μείνει στον τόπο, δεν δικαιούται σεπτεμβριανής επανεξέτασης. Πάει κανονικά τις καλοκαιρινές διακοπούλες του, χωρίς διαβάσματα και άγχη (που λιγοστεύουν και τη ζωή btw) και του χρόνου κανονικά ξανακάνει την ίδια τάξη. [I]
- Πόσοι μείναν απ΄το Β4; Μακράν το πιο άκυρο τμήμα.
- Τέσσερις. Τρεις στον τόπο κι ο Μπαλάφας που πάει για Σεπτέμβρη.[/I]

Με ποιό όμως κριτήριο διαχωρίζονται οι εν τω τόπω μένοντες από τους απλούς μένοντες; Την εποχή του γράφοντος τουλάστιχον, το πράγμα είχε ως εξής: Αν έπεφτες (δλδ είχες βαθμό κάτω από τη βάση) σε πάνω από 4 μαθήματα, έμενες τόπο. Αν τα μαθήματα που έπεφτες ήταν μέχρι 4, πήγαινες Σεπτέμβρη...

Εννοείται πως του Σεπτέμβρη οι εξετάσεις ήταν εντελώς για την πλάκα, κι ο μόνος τρόπος για να μην περάσεις ήταν να μη θες να περάσεις (και να καταβάλεις και φιλότιμες προσπάθειες γι' αυτό). Η απόλυτη ξεφτίλα σεπτεμβριανών εξετάσεων, ήταν βεβαίως το Σεπτέμβρη του '99, μετά τη σεισμούκλα. Απ' ότι μου έχουν μεταφέρει, απλά πήγαινες, έδινες το παρών, προβιβαζόσουν και μετά σ' έδιωχναν άρον άρον οι τρομοκρατημένοι καθηγητάκοι, που είχαν κλάσει μέντες μην πέσει το άθλιο σχολειάκι από κανα μετασεισμίκ και τους πλακώσει... Παρωδία.

- Για πε ρε μαλάκα, κανας γνωστός, τι έγινε, ποιοί περάσανε;
- Μπουρμπούλιας στον τόπο, Πασχόπουλος στον τόπο, Μπαντουράκης στον τόπο, Μπουρμάς στον τόπο. Θες κι άλλα;
- Μπαλιόνας;
- Πέφτει σε τρία, C U September..
- Μπαρδάκος; - Σε τέσσερα, τη σκαπούλαρε παρά γουρουνότριχα.
- Κι ο Μότσικας; - Το' χε σίγουρο για Σεπτέμβρη και τελευταία στιγμή του σκάει αστροπελέκι το οχταράκι απ' τη Χημεία κι έμεινε στον τόπο σέκος το παλικάρι. Κρίμας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified