Further tags

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, σπαγγοραμμένος.

- Κέρνα μια μπύρα κι εσύ μια φορά ρε εβραίε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος από κατοίκους της Πρωτεύουσας για κατοίκους της Θεσσαλονίκης -και όχι μόνο- ο οποίος είναι εμπνευσμένος από τη γειτνίαση της συγκεκριμένης περιοχής με την αντίστοιχη χώρα και την ομοιότητα της συμπεριφοράς των Θεσσαλονικέων με τους Βουλγάρους.

Οι Βούλγαροι πάλι γυαλιά καρφιά τα κάνανε μόνο και μόνο επειδή είδαν αθηναϊκές πινακίδες. (sic)

Λεωφορείο 31 Βούλγαρη - Σφαγεία... (από HODJAS, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν ουσιαστικό σημαίνει πουτάνα. Σαν επίθετο, απ' όπου και κατάγεται ετυμολογικά το ουσιαστικό, χαρακτηρίζει κάτι με την ιδιότητα του καθαρού.

Η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, όπου η έφεση των γυναικών προσφύγων στην καθαριότητα προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους ιθαγενείς, οι οποίοι όπως φαίνεται ήταν τσακωμένοι με τα σαπούνια.

Τη μοναδική εξαίρεση ως τότε αποτελούσαν οι ντόπιες πουτάνες, που η φύση της εργασίας τους τις υποχρέωνε να πλένουν συχνά τα ρούχα τους, τα σκεπάσματά τους αλλά και τους εαυτούς τους. Έτσι, οι σοφοί ημών πρόγονοι ταύτισαν επαγωγικά την ιδιότητα της καθαρής με την ιδιότητα της πουτάνας.

Μαρίκα: Να χαίρεσαι τη νύφη σου, καλή κοπέλα φαίνεται. Και καθαρή...
Κατίνα: Άσε με Μαρίκα μου, να δω τι θα κάνω με τη παστρικιά που μου κουβάλησε ο γιος μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πούστης.

Η λέξη δεν αποτελεί γλοιώδη καθωσπρεπισμό όπως το φούστης ή το μαμάω (τους οποίους και καταδικάζει πάραυτα ο γράφων), αλλά πρόκειται για υπερπαλιά και σλανγκικώς δόκιμη ορολογία.

Η ηχητική της ομοιότητα με το πούστης συνδυάζεται άριστα με την κυριολεκτική της σημασία (αυτός που λούζει, δηλ. ο κομμωτής, ή ακόμα χειρότερα, το τσουτσέκι του κομμωτή) και λόγω της υπερβολικά μεγάλης συγκέντρωσης ντιντήδων στους κόλπους τής κατά τα άλλα ευγενούς κάστας των κομμωτών, την καθιστά μια ιδιαίτερα εύστοχη επιλογή.

Καφενείο στα Πατήσα που συχνάζαμε προ εικοσαετίας. Μπαίνει ο Πλάτωνας, λαχειοπώλης και τρελός του καφενείου. Όλος ο καφενές αρχίζει να μουρμουρίζει πνιχτά:
- Λούστης! Λούστης! Λούστης!
Ο Πλάτωνας τα παίρνει κρανίο και ορμάει σε όποιον βρει μπροστά του. Όλο το καφενείο αρχίζει τότε να φωνάζει:
- Αριδάς! Αριδάς!
Ο Πλάτωνας σταματάει ακαριαία σαν να είχε κουμπάκι και ταυτόχρονα σκάει τρελό χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά.
Η φάση επαναλαμβάνεται καθημερινά για χρόνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος άνδρας. Μισο-ευγενικό / μισο-ειρωνικό, αποδεικνύει περίτρανα την γενναιοψυχία του ελληνικού λαού ο οποίος έκανε τον κόπο να δημιουργήσει μια όχι απόλυτα υποτιμητική φράση για αυτούς τους ανθρώπους (που όπως όλοι ξέρουμε είναι υπαίτιοι για... ... ... τέλος πάντων, για κάτι και άρα είναι υποχρέωσή μας να ασχολούμαστε μαζί τους).

— Τι είπες είναι ο καινούργιος της γκόμενος, χορευτής; Άχαχα, καλέ αυτοί είναι όλοι συκιές! — Εμ βέβαια, πού να γυρίσει να την κοιτάξει κάνας σωστός άντρας αυτήν, έτσι φρικιό που είναι... — Καλά, άσ' τα αυτά τώρα, Μαζωνάκη θα πάμε τελικά;

Βλ. και πούστης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητικός χαρακτηρισμός για τα «ανθρωπάκια» εκείνα των οποίων η ζωή φαντάζει αναλώσιμη. Αυτονομήθηκε από το κλασικό ρατσιστικό ανέκδοτο των ογδόνταζ (παράδειγμα 1) και έχει παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη με την έννοια του άδικου θύματος (παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιείται επίσης με ιδιαίτερη κακεντρέχεια, τόσο από την ρατσιστική άκρα δεξιά αναφορικά με αλλοδαπούς (παράδειγμα 3), όσο και από τους τρομοκράτορες της άκρας αριστεράς αναφορικά με τους δολοφονικούς τους στόχους (παράδειγμα 4).

  1. Τρεις κυνηγοί συναντώνται ύστερα από πολύωρο κυνήγι. - Επιασα δέκα πέρδικες, λέει ο ένας κυνηγός. - Επιασα πέντε λαγούς, λέει ο άλλος. - Επιασα τρία νομιστεράκια, λέει με καμάρι ο τρίτος. - Και τι είναι τα νομιστεράκια; τον ρωτούν. - Νομιστεράκια είναι κάτι μαύρα ζώα που, όταν τα πλησιάζεις, σηκώνουν τα μπροστινά πόδια και φωνάζουν νο - μίστερ, νο - μίστερ»
    (εδώ)

  2. Το θέμα είναι να βρούμε όλοι το χώρο μας στο δρόμο και όχι να καταλήξουμε νομιστεράκια για τα μηχανοκίνητα. Ο σκοπός δεν είναι η διαμάχη αλλά η χρήση του ποδηλατόδρομου από ποδήλατα.
    (εκεί)

  3. Μολις ξεκινήσει η επανάσταση θα εκτελεστούν όλοι οι ανθέλληνες και τα νομιστεράκια θα σταλούν από κει που ήρθαν.
    (σε κάποιον υπόνομο)

  4. Παρασκευή 15/2/91. Στις 12.15 στην Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ. ΥΥΒ 8430 κρεμ. Μάλλον Ντότζ αλλά μοντέλο που δεν έχω ξαναδεί. Λεωφορειάκι. Μέσα είχε διάσπαρτα 6-7 Νομιστεράκια.
    (από το αρχείο της 17Ν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, αυτός που το γλεντάει «από πίσω».

- Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες.

«Ποιό λεβέντη; Τον τέτοιο μου τον πισωγλέντη...» (Ελληνοφρένεια) (από vikar, 12/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας, ηλίθιος κλπ. Κυρίως τη δεκαετία του '80.

Προήλθε απο τα Ποντιακά ανέκδοτα, τα οποία ήταν ξενόφερτα, και αναφέροταν σε διάφορους λαούς (πχ. τα Γαλλικά ανέκδοτα λένε για τους Βέλγους οτι κάνουν όλο λακαμίες).

Όταν τέτοια ανέκδοτα ήρθαν στην Ελλάδα, για να είναι μέσα στα πράγματα, έπρεπε να αντικαταστήσουμε τα ονόματα με κάτι σχετικό, και βρήκαμε τους Πόντιους. Αποτέλεσμα, να φαίνονται ηλίθιοι.

  1. Ρε Πόντιε, δεν σού 'πα να προσέχεις; Μου τά 'χυσες πάνω στο χαλί!

  2. Έδωσα τάληρο στον περιπτερά και μού 'δωσε ρέστα 15! Πόντιος είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικότερα στη νότια Ελλάδα, το επίθετο / ουσιαστικό «μαύρος» χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της λέξεως «καημένος». Προφανώς για λόγους ιστορικούς, από την εποχή της κατάφωρης αδικίας εις βάρος των μαύρων, η λέξη ταυτίστηκε με τον αδικημένο και χτυπημένο από τη μοίρα.

Συχνά χρησιμοποιείται και ειρωνικά, υπό μορφήν «έλα μωρέ καημένε», ήτοι «έλα μου εδώ χάμου ρε μαύρε να τελειώνουμε».

  1. Απόσπασμα από διάλογο ραδιοφωνικής Ελληνοφρένειας

    Κύρ Βασίλη (ο γνωστός Φιδέμπορας), πολιτικά δεν έχουμε συζητήσει, τι ψηφίζεις, Δεξιά;
    - Εγώ είμαι Παπανδρεϊκός ρε μαύρε, από την αρχή, χρόνια τώρα.

  2. - Πατέρα, το παιδί αρρώστησε και δεν έχουμε λεφτά να πάμε στο γιατρό.

    - Α ρε μαύρε τι τραβάς κι εσύ... Πάρε εδώ 200 ευρώ για να πάτε το γιατρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified