Further tags

Το ιδιαίτερα ευμεγέθες και ντούρο πέος.

Ο κέφαλος, το κεφαλόπουλο (Liza aurata), είναι ο γνωστός ιχθύς που παραπέμπει σε μέγεθος και σχήμα τρανού, παχιού φαλού.

Το νύχι σημειολογεί σκληρότερη επιφάνεια, αιχμηρή άκρη με δυνατότητα ξυστριού που σκαλίζει, ξύνει, διεγείρει, ερεθίζει (κι απλουστεύει τη ζωή), αλλά και μια επιθετικότητα αιλουροειδούς η ένα brutality Γκοντζίλα, συνεπώς έναν κάτοχο αρκούντως νταβραντισμένο, ορμητικό και ασυγκράτητο.

Από το απαγορευμένο άσμα Η Βαρβάρα (1936) του Παναγιώτη Τούντα που τραγούδησε ο Στελλάκης Περπινιάδης, και φυσικά ταλαιπωρήθηκαν απο τη δικτατορία του Μεταξά.

Παρέλκει να διευκρινιστεί, ως ευκόλως εννοούμενη, η σημασία του καλαθιού της Βαρβάρας του άσματος, όπου τοποθετείται η σπαρταριστή ψαρούκλα.

  1. Από περιγραφή τσοντοταινίας:
    - Και αμολάει ενα πράγμα, δε σου λέω τίποτα. Κέφαλος με νύχι.

  2. Η Βαρβάρα

Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει

Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια

Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ' το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι

Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν' αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα 'ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνότερα με το «μέχρι» στις εκφράσεις: «χώνω / μπήγω / καργάρω / φερμάρω μέχρι ριζάρχιδο».

Το άκρον άωτον που μπορεί να πετύχει ο γαμιάς ακολουθώντας την πατροπαράδοτη συμβουλή: «Πιο βαθιά, πιο καλά».

Ανατομικά: η βάση του πέους (η ρίζα του ως γνωστόν είναι μέσα στο σώμα, όμως οπτικά απ’ αυτήν κρέμεται ο αρχιδόσακκος, οπότε και εξού).

Εννοιολογικά ισάξιο με τα «της τον κάργαρα μέχρι μουνοβάρδουλα / κωλοβάρδουλα», ανάλογα με τη φάση.

- Της τον έμπηξες ρε, ή ακόμα;
- Μέχρι ριζάρχιδο. Της πέταξα τα μάτια έξω.
- Γεια σου ρε γίγαντα!!

(από sstteffannoss, 13/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικές σημασίες του τρώω:

  1. Όταν έχει ως αντικείμενο τον ερωμένο/η σημαίνει γαμώ. Ακριβέστερα σημαίνει το γαμήσι ως ένα κατακτητικό (ή και εξουσιαστικό) επίτευγμα ύστερα από δυσκολία ή, τουλάχιστον, μεγάλο πόθο. Γενικά, υπάρχει μια ανοικτή γραμμή επικοινωνίας μεταξύ κανιβαλισμού και σεξ, καθώς το σεξ διατηρεί αενάως κανιβαλιστικά στοιχεία, ενώ αντιστρόφως και η πράξη της τροφοληψίας είναι αρκούντως λιμπιντιάρικη. Πάντως η γενική σεξουαλική σημασία του τρώω μάλλον σημαίνει το επίτευγμα, σαν ένα γαμήσι που μετά γράφεις το όνομα της γκόμενας στο καρνέ σου, για να βελτιωθεί το τσιβί σου ένα πράμα. Ή για τους μη νάρκισσους, μια απόλυτη συγχυτική ταύτιση με το αντικείμενο του πόθου, που αναιρεί κάθε ετερότητα. Κατά μια έννοια το φάγωμα είναι το ιδανικό του σεξ, η απόλυτη ένωση/ κατάκτηση, όμως για πολλούς η ομορφιά του σεξ έγκειται ακριβώς στο ότι έχει μεγαλύτερη διατήρηση ετερότητας και μη κατάκτηση από ό,τι το φάγωμα.

  2. Ως σημαντική υποπερίπτωση του προηγουμένου το τρώω τον κώλο/κωλαράκι /κωλαρίνι/ σουφρέτο κ.τ.ό., όπου καταφέρνεις να πάρεις ως έπαθλο την δυσκολότερη οπή ύστερα από την σχετική προσμονή, προσδοκία. Σχετικό και το του τρώω το κουλούρι.

  3. Μερικά κλικ πιο κυριολεκτικά σημαίνει την αιδοιολειχία ή την πρωκτολειχία (ροδέλα). Για την αιδοιολειχία μπορεί να ειπωθεί και για να δηλώσει τον υπερβάλλοντα ζήλο ενός μουνάκια, που συμπεριφέρεται στο μουνί λες και είναι κάποιο καλό γεύμα, και παράγει υπερβολικούς ήχους, γενικά είναι κάπως λιμασμένος. Για την πρωκτολειχία, μπορεί να ειπωθεί και για να επιτείνει την ηδονjική αηδία ή την αυταπάρνηση του γλείφοντος που δεν ορρωδεί μπροστά στο ενδεχόμενο να τσιμπήσει κανά μεζέ.

  4. Όταν αντικείμενο είναι, ρωτήστε με, ρωτήστε με... - Ποιος; Αυτός! 1-0! Τότε απλά σημαίνει ότι κάποιος εγκυβώτισε τον πέοντα, ως άλλη αμοιβάδα την τροφή της.

  1. α. - Το βλέπεις αυτό το γκομενάκι που κάθεται σταυροπόδι. Το έχω φάει...

β. - Κομμένο σε βλέπω... Τι έγινε; Γαμήσαμε, γαμήσαμε;
- Άσε έφαγα ένα γκομενάκι μούρλια...

  1. Ύστερα από τόσους μήνες που με είχε στο περίμενε, τελικά χτες της έφαγα και το κωλαράκι.

3.α. Σλουρπ, σλουρπ...
- Ααα, ουυου, σιγά βρε Μήτσο, στο La Pasteria βρίσκεσαι;
(σ.ς. ο Μήτσος έτρωγε το μουνί της Λίτσας).

β. Μετά σηκώθηκε. ήρθε μου σήκωσε τα πόδια και άρχισε σαν τρελός να τρώει το κωλαράκι μου
-Τι κωλαράκι ωραίο έιναι αυτό. Μη σε νοιάζει και θα το περιποιηθώ οπως πρέπει
Μου έγλυφε τα κωλομάγουλα κσαι την τρυπούλα μου. Με σάλιοσε για τα καλά. Τότε νιώθω το ΄δακτυλο του να μπάινει αργά μέσα μου. Τι κάβλα!!!
(Από το GayWorld).

  1. Τοτός: Κυρία, κυρία, τρώγονται οι λάμπες;
    Δασκάλα: Όχι, Τοτέ, τι σε κάνει να το λες αυτό;
    Τ.: Γιατί χτες άκουσα τον μπαμπά μου να λέει στην μαμά «σβήσε την λάμπα κι έλα να την φας».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει και γαμήσι. Εξού κι όταν μας χώνουνε δεν το χαιρόμαστε καθόλου (νταξ, υπάρχουν κι εξαιρέσεις).

Εξάλλου ήδη στο σάη τονίζεται η έννοια «γαμώ» του «χώνω».

Κυριολεκτικά είναι το μπήξιμο / θάψιμο στη γη. Η κάλυψη με χώμα.

Το πρόσθεσα περισσότερο για την έκφραση: «Καλές χωσές», που σημαίνει «Καλά γαμήσια» κι είναι βέβαια ευχή (δηλαδή αν το πεις σε φαντάρο, του εύχεσαι να γαμήσει κι όχι να γαμηθεί στο χώσιμο - με τη μεταφορική έννοια).

Να μην μπερδεύεται με το χωσιά, που σημαίνει επίθεση μετά από ενέδρα.

Σάββατο είναι, οπότε σας εύχομαι όλους: - Καλές χωσές!!! Αλάνιααα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την σχετικά κυριολεκτική σημασία, δηλαδή παύω να τελώ εν καύληι, για τους άντρες εν στύσει, είτε μετά την ευτυχή εκπλήρωση της καύλας μου, είτε απλώς λόγω ξενερώματος και υπερβολικής αναμουνής πρβλ. στο ξεκαύλωτο, έχει και μια λίγο πιο ιδιαίτερη σημασία: επιδίδομαι σε μία από τις ποικίλες μετουσιώσεις και μεταρσιώσεις της καύλας, με συμπεριφορά παρορμητική, λιγούρικη, κουτουρατζίδικη, εφηβική.

Όταν λέμε μετουσιώσεις και μεταρσιώσεις της καύλας εννοούμε τα γνωστά, μηχανάκια, αυτοκίνητα, κυνήγι, όπλα, πολεμικές τέχνες, ακροδεξιές οργανώσεις ή αντίθετα ακτιβιστικές διαδηλώσεις με έφεση στο μπάχαλο, λήμματα στο σλανγκρ, το να γράφεις με bold αντί για italics Η ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, υπογεγραμμένα ή παραγεγραμμένα ιώτα μπαγαποντοδοτικά κουλούρια, γράψιμο ποίησης, ζωγραφική, μουσική, γλύψιμο και ταλιμπάν.

Συνήθως λέγεται με συγκατάβαση προς τον ξεκαυλούμενο, στο στυλ «άστον να ξεκαυλώσει λίγο με το τάδε», και εννοούμε ότι θα μπορούσε να κάνει και κάτι πιο επικίνδυνο, ή να τον βαρέσει η μαλακία στο κεφάλι. Όχι ότι δεν είναι επικίνδυνο και το να ξεκαυλώνεις με τα παραπάνω. Μέχρι και να καταστρέψεις την ελληνική γλώσσα μπορείς...

Επίσης, μπορεί να ειπωθεί ως υποτιμητική γείωση για αυτόν στον οποίο αναφέρεται. Ενώ δηλαδή ο δράστης μιας από τις παραπάνω δραστηριότητες μπορεί να είναι υπερήφανος γι' αυτήν, χρησιμοποιώντας την έκφραση «ξεκαυλώνω» την θεωρούμε ως υποκατάστατο σεξουαλικής στέρησης, εν ολίγοις ως ισοδύναμη με εκτονωτικό αυνανισμό.

  1. Και ακούστε και αυτό: φίλος, 34 ετών, είναι κάτοχος F430, Μ5, Ζ8, Ζ1, Μ3, 996 turbo και όταν θέλει να ξεκαυλώσει πάει Μέγαρα ή Σέρρες (εδώ)

  2. Απο το να ξεκαβλώσε με ένα παπί ή με το αμάξι του μπαμπά καλύτερα να ξεκαβλώσει με ώρες προπόνησης kick boxing που είναι πολύ πιο ασφαλείς (κάπου εδώ)

  3. Εγω παλι θεωρω οτι οποιος λεει οτι ξερει παπου προς παπου το αίμα του και την καθαρότητα του ειναι μαλλον ψευτης ή ρατσιστης εθνικαρος και ελληναρας που να παει να οργανωθει στην Χρυση Αυγη το συντομοτερον δυνατον μπας και ξεκαυλωσει...
    (εδώ)

  4. 1η κιθάρα θέλει να πάρει το παλικάρι να ξεκαυλώσει και του λες να παίξει jazz;
    (εδώ)

  5. Καμιά φορά περιπρισμένος αριθμός αντιεξουσιαστών την πέφτει στα ΜΑΤ για να ξεκαυλώσει. Η υπόλοιπη πορεία διαδηλώνει ειρηνικα (εδώ)

serious delirium (από jesus, 22/11/10)(από Khan, 12/02/15)

βλ. και ξεχαρμανιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοψίζοντας προκειμένου να μη λείπει αυτό καθαυτό το λήμμα απ’ τη συλλογή.

Α. Το πέος, κι όλα τα σχετικά αυτού, με συναφέστερο όλων την ψωλή (βλ και σχ. του HODJAS).

Εξού και τα:

  1. «Τραβάω μια ξερή», που σημαίνει ό,τι και το «τραβάω μαλακία» κι όλα τα συναφή, (αναφορά, και εδώ).

  2. «Έμεινε/τον άφησε με την ξερή στο χέρι», που σημαίνει πως πήγαινε για γαμήσι, αλλά κάτι πήγε στραβά (μπορεί να έφαγε χυλόπιτα αλλά όχι απαραίτητα) κι ο στόχος δεν επετεύχθη (μπορεί και στο παραπέντε). Και φυσικά, με πιο ευρεία έννοια, σημαίνει τη μεγάλη απροσδόκητη απογοήτευση / ξενέρα για ο,τιδήποτε.

Ακριβώς όμοιο με τα έμεινε με την ψωλή στο χέρι, έμεινε με τον πούτσο/ το πουλί /καυλί στο χέρι. Πολύ κοντά το: «Έμεινε / τον άφησε στα κρύα του λουτρού».

Β. Το γνωστότατο χαρτοπαίγνιο. Αναφορές γίνονται στα: ξερός σχ. panos1962, δεν κόβει ούτε με βαλέ, καμάντσο, χαρτωσιά, το δέκα το καλό σχ. acg, πατινή βλ. σχ.

Α.1. Βρε δενν πα να τραβήξεις μια ξερή να ξεθολώσεις λέω ‘γω, μπας και συγκεντρωθείς να τελειώσουμε καμιά δουλειά; Άντε, γιατί η αγαμία σ’ έχει χτυπήσει στο κεφάλι μου φαίνεται.

Α.2. «Κι εκεί που θα βάζαμε υπογραφές και το ‘χα για τελειωμένο, γκρεμίζεται το γαμημένο το χρηματιστήριο και ‘μείναν όλοι άνευροι κι εγώ με την ξερή στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμμαζεύοντας, ανακεφαλαιώνοντας και προσθέτοντας για να μη μείνει έξω από τη συλλογή ένα λήμμα που ήδη χρησιμοποιείται κάργα στο σάη:

Προέρχεται από τον Πάξαμο, πολυγραφότατο συγγραφέα αρτοποιό και μάγειρα που ζούσε στη Ρώμη τον 1ο μΧ αιώνα.

  1. Πρόκειται για τον δίπυρο (διπλά ψημένο / φουρνισμένο) κομμάτι ψωμιού (εξού και το λατινικό bis coto, απ’ όπου το ιταλικό biscotti και το αγγλικό biscuit και το δικό μας μπισκότο), ώστε να αφυδατωθεί και να γίνει σκληρό, για να διατηρείται περισσότερο.

Αποτελεί βασικό συστατικό του περίφημου Κρητικού ντάκου.

Υπάρχουν και:
α. το παξιμάδιασμα που σημαίνει εκτός από το ψήσιμο του ψωμιού ώστε να γίνει παξιμάδι / το φρυγάνισμα,

β. το αντίστοιχο παξιμαδιάζω που, όταν μιλάμε για άτομα, σημαίνει αδυνατίζω υπερβολικά σε σημείο ασχήμιας και

γ. η παξιμάδα (που ‘ναι –άσχετο- και νησί κοντά στη Σητεία) για το ακόμη πιο χοντρό και μεγάλο παξιμάδι (να μη συγχέεται με το 5).

  1. Η πασίγνωστη (και επικαιρότατη) έκφραση «κάνει το σκατό του παξιμάδι», όπως και η παρόμοια «ξεραίνει το σκατό του», σημαίνουν πως (όπως αφήνουμε το ψωμί να γίνει παξιμάδι για να ‘χουμε κάτι να τρώμε στο μέλλον):

α. επειδή υπάρχει μεγάλη ανευρεία στερούμαστε (αναγκαστικά και χωρίς να το θέλουμε) και τα βασικότερα των αγαθών,

β. κάνουμε υπερβολική οικονομία (στερούμενοι ηθελημένα κάτι που άλλοι –ίσως όχι άδικα- να θεωρούν βασικό), με σκοπό να αποκτήσουμε στο μέλλον κάτι που κοστίζει ακριβά.

  1. Η έκφραση «θέλει βρεγμένο το παξιμάδι» σημαίνει πως ο εν λόγω είναι τόσο τεμπέλης που δε στέργει να ταλαιπωρηθεί ούτε στο ελάχιστο, ακόμη και για να απολαύσει κάτι. Βρεγμένο παξιμάδι τρώνε οι γέροι που ‘ναι φαφούτηδες. Αναφορά και εδώ.

  2. Η ψωλή. Προφανώς από το ξερή (ξερό ψωμί είναι το παξιμάδι). Απ’ εδώ η έκφραση «βουτά το παξιμάδι του στον καφέ / το μέλι» κι άλλα, ανάλογα με την περίπτωση.

  3. Παξιμάδα, παξιμάδω και παξιμαδοκλέφτρα σημαίνει κοκότα, πουτάνα. Αναφορά και εδώ.
    Σύμφωνα με το Ρεμπέτικο φόρουμ, προέρχεται απ’ τις καλντεριμιτζούδες που διπλαρώνανε στους καφενέδες της Ομόνοιας και πέριξ, τους θαμώνες προς άγρα πελάτη ή έστω της αρπαγής του μικρού παξιμαδιού που ήταν στο πιατάκι του καφέ και σερβιριζόταν μαζί.

  4. Το μεταλλικό κινητό περικόχλιο (μικρός τετράγωνος ή εξάγωνος δίσκος) με τρύπα, που έχει εσωτερικό σπείρωμα (βόλτα), για να βιδώνεται μέσα σε αυτό ο κοχλίας (βίδα), οπότε συνδέονται διάφορα αντικείμενα ή εξαρτήματα μηχανισμού μεταξύ τους.

  5. Υπάρχει και η έκφραση «Το στρίβεις το παξιμάδι;»

Τέλος: ποξαμάτι στα Κυπριακά.

  1. Κόντρα παξιμάδι.
    α. «Βιδώνω κόντρα παξιμάδι» στην κυριολεξία. είναι όταν βιδώνοντας κάτι, με το γαλλικό κλειδί, κρατάω και το παξιμάδι κόντρα.

β. Επίσης κυριολεκτικά, το δεύτερο παξιμάδι που κρατώντας κόντρα ενισχύει το πρώτο ακριβώς όπως περιγράφεται εδώ.

γ. Συμπληρώνοντας την εδώ δεύτερη έννοια, σημαίνει το χοντρό δούλεμα. ειδικά όταν συνοδεύει το γνωστό ψιλό γαζί.

δ. Δημοφιλής ξινίζουσα σεξουαλική στάση (αναφορά και εδώ).

  1. Η έκφραση «έχω μείνει παξιμάδι» είναι συνώνυμη των «έχω μείνει μαλάκας / κόκκαλο / κάγκελο / παγωτό / έκπληκτος / άναυδος / στήλη άλατος / με το στόμα ανοιχτό» / καγκελώνω.

  2. Ο στεγνός / αυτός που έχει μείνει ρέστος / ταπί / πανί με πανί / δίχως μία. Ακούγεται όλο και συχνότερα παρέα με το «μένω» (χωρίς να μπερδεύεται με το 9.) αλλά και το «είμαι» τόσο για πρόσωπα όσο και για εταιρείες.

1.β. Ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει βρε μίζερη, έτσι που παξιμάδιασες; Βάλε και λίγο λάδι στη σαλάτα κι έγινες σαν τον άγι’ Ονούφριο.

2.α. Ξεσκιζόμαστε κι οι δυο σε δυο δουλειές πρωί - βράδυ, έχουμε κάνει το σκατό μας παξιμάδι, ο μήνας βγαίνει με δανεικά κι έχουμε και το χοντρομαλάκα να λέει πως μαζί τα φάγαμε. Τότε γιατί πεινάμε χώρια ρε;

2.β. Για να κάνουν το σπίτι αυτό που βλέπεις, έκαναν το σκατό τους παξιμάδι πάνω από μια δεκαετία.

3. Ποιος βρε, ο Χρήστος; Αυτός θέλει βρεγμένο το παξιμάδι του, σιγά μη κουνηθεί για το λιοχώραφο. Τσιμέντο να γίνουν όλα, μου πέταξε ο ντεμέκ οικολόγος όταν του το ‘φερα απ’ έξω–απ’ έξω.»

4. «…όσο για τους χαμηλόβαθμους ..ε!! όσο μπορούν και τους παίρνει, βουτούν το παξιμάδι τους στον καφέ της χήρας…»

5.****Ήσουνα τι ήσουνα. Το πασίγνωστο παλιό μουρμούρικο. (Οι παραλλαγές είναι ατελείωτες, αντιγράφω τον Ηλία Πετρόπουλο)

Ρε, ήσουνα ξυπόλυτη και γύριζες στους δρόμους
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις ιπποκόμους

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες 'κοσάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα αδέκαρη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια

Βρε, με χίλια χρόνια φυλακή τιμώρησα το Χάρο
Να είσαι πάντα ελεύθερη μαζί σου να γουστάρω

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και τάιζες κοκόρους
τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους

Τα ζάρια μου τα κούνησα και ήρθαν έξι-πέντε Μπάνιζε μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε-πέντε

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες χορτάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια τσουβαλοπλέχτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια παξιμαδοκλεύτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις βαντανίκια (κοσμήματα).

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και πάταγες στις λάσπες
Τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις άσπρες κάλτσες.

Βρε, ήσουνα στη μάνα σου και πότιζες τη γλάστρα
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις (τακτιριτακτα)

8γi) «…Μας δουλεύεις ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι, μεσιέ; Προϊόντα κατασκευάζει και η κουτσή Μαρίκα... Με τί, όμως, αν δεν έχει πρώτες ύλες;»

8γii) «…Υπόβαθρο είναι οι ευσεβείς πόθοι τού λαού και γνώμονας το συμφέρον αυτού και αυτών που σχεδιάζουν τα πολιτικά συστήματα. Βεβαίως ο λαός έχει πειστεί πως είναι «σοφός» και δεν δέχεται πως τον δουλεύουν ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι..»

8.δ.i. «…Εμένα πάντα με υποψιάζουν δημόσια πρόσωπα που το παίζουν έντονα κάτι. Αν αυτό είναι πατριωτισμός, σημαίνει ότι την Ελλάδα την έχουν γραμμένη εκεί που την είχαν γράψει και οι άλλοι ”υπερπατριώτες” οι χουνταίοι. Αν το παίζουν αντριλίκι, το γκρόβερ σε κόντρα παξιμάδι είναι δεδομένο. …»

8.δ.ii. «…Αυτά τα rap γκομενίδια μου αρέσουν ΦΟ-ΒΕ-ΡΑ γιατί είναι ρυθμικά, γενικώς και δεν κάνουν τα έξυπνα όπως τα ανάλογα ροκ γκομενίδια που και δεν μεγαλώνουν ποτέ και κάνουν ότι τα ξέρουν κι όταν τους λες “Μωρό, είσαι για ένα βιδωτό κατσαβιδάτο ή τουλάχιστον για κόντρα παξιμάδι και τα ξαναλέμε αργότερα για τον Ντύλαν, στο τσιγάρο”…»

8.δ.iii «….Το φιλί της ήταν βαθύ και με πολύ σάλιο και οι κινήσεις της έδειχναν πως είχε μάθει από καιρό το καμασούτρα, μιας και οι έμεινα έκπληκτος από τις παραλλαγές του all time classic «κόντρα παξιμάδι».

  1. Διάβασα σήμερα και είδα το βίντεο και απλά έμεινα παξιμάδι! Έμεινα παξιμάδι γιατί είδα με τι ψυχραιμία κάποιος συνάνθρωπος μας ήταν ικανός να κάνει τη θυσία του για τα πιστεύω του, χωρίς να προσπαθήσει να κάνει κακό σε κάποιο υπεύθυνο για τη κατάστασή του όπως το βλέπει! Δεν έχω λόγια να πω για αυτόν τον άνθρωπο, πραγματικά ανατρίχιασα βλέποντας τη ψυχραιμία του! Την απελπισία του και με ποιο τρόπο την έδειξε…
    (αναφέρεται στη βουτιά στο κενό απεγνωσμένου Ρουμάνου μέσα στο ρουμανικό κοινοβούλιο πέρσι)

  2. Ήταν που ήταν παξιμάδι του ‘ρθε και το τέλος επιτηδεύματος. (sic)

(όλα αγορασμένα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε είναι κακής ποιότητος.

Επίσης γνωστή ως έκφραση και ως: «για τον πουτσάκο», «πουτσέ».

  1. Αγόρασα ένα κινέζικο mouse για το pc τελείως πουτσέ!

  2. Μου έφερε μία κολώνια δώρο άθλια! Για τον πουτσάκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified