Further tags

Στο χαρτοπαίγνιο ο όρος «χρώμα» υποδηλώνει ένα από τα τέσσερα είδη φύλλων: κούπα, καρό, σπαθί, μπαστούνι (τα μπαστούνια λέγονται και πίκες, εξού και η όπερα «Ντάμα Πίκα»).

Ειδικά στο πόκερ, ο όρος δηλώνει και είδος χαρτωσιάς που κερδίζει το ζεύγος, τα δυο ζεύγη, τα τρία όμοια και την κέντα. Πρόκειται για πέντε φύλλα, όλα του ιδίου χρώματος (όλα μπαστούνια, όλα κούπες κλπ).

  1. Τι χρώμα αγόρασες;

  2. Παίζω καλό φύλλα σε όλα τα χρώματα, αλλά μου λείπουν ατού.

  3. - Έχω χρώμα στο βαλέ.
    - Χάνεις. Κι εγώ χρώμα έχω, αλλά με ρήγα επικεφαλής!

Χρώμα στη ντάμα (από panos1962, 31/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται στο τάβλι όταν κάποιος μετράει τις διπλές ζαριές που παίζει κατά το σχήμα που φαίνεται στο παράδειγμα, αντί για το μία, δύο, τρείς, τέσσερις, λόγω ρύμας.

Μάλλον όχι, όμως, στα ασσάκια και τις δυάρες. Μην το ξεφτιλίσουμε κι όλας...

Ντόρτια. Μία, δύο, τρείς, (χτύπημα πουλιού στο τάβλι) κι ο χατζηπετρής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλάγη του ασσόδυο, όπου ο ρίπτων ανθίζεται το αναπόφευκτο, γιατί στο τάβλι, σε αντίθεση με το σκάκι, καλή η εμπειρία αλλά πρέπει και να το 'χεις!

Το χασσόδυο είναι ιδιαίτερα εκνευριστικό:
α) στις πόρτες στο μάζωμα,
β) στο φεύγα στο άπλωμα
γ) στο γκιουλ γενικώς

Αντίθετα στο πλακωτό το χασσόδυο μπορεί να είναι και θεϊκή ζαριά, όταν κάνεις τις μηχανές κράτει και τα νεύρα του άλλου τελατίνι.

- Όχι ρε συ, πάλι χασσόδυο!
- Έλα, τι να πώ και 'γω που φέρνω όλο πεντάρες.
- Α, θα στο σπάσω το κεφάλι σήμερα, δεν γλυτώνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετοχή μιας εταιρείας, στην χρηματοοικονομική διάλεκτο των αλογομούρηδων της Σοφοκλέους.

Τα «βαριά χαρτιά» (πχ μεγάλες τράπεζες, ΟΤΕ κλπ) υποτίθεται προσδίδουν σταθερότητα σε ένα χαρτοφυλάκιο (γράφε: πίτσες μπλε!) ενώ τα χαρτιά-σαπάκια ενέχουν υψηλότερο ρίσκο αλλά υπόσχονται καλύτερες αποδόσεις (γράφε: σε στέλνουν στο φτωχοκομείο μια ώρα αρχύτερα).

«Ασήμωσε να σε πω τα καλά χαρτιά» (Ρετρό άρθρο του ΒΗΜΑτος, 23 Ιανουαρίου 2000)

« Η οικονομική ευδαιμονία που έφερνε η αύξηση των μετοχών, τους έκανε να ξεχνούν ότι στην πράξη τα χαρτιά που είχαν στα χέρια τους είχαν αξία μόνο αν μετατρέπονταν σε πραγματικό χρήμα. Αλλά για ποιο λόγο να κάνουν κάτι τέτοιο όταν με αυτά τα χαρτιά κέρδιζαν τόσα – εικονικά – χρήματα σε λίγες ημέρες, που η πραγματική τους εργασία δεν μπορούσε να τους τα αποφέρει σε πολύ μεγαλύτερο διάστημα;» (Το ΠΟΝΤΙΚΙ)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στο άθλημα της υδατοσφαίρισης (water polo), φουνταριστός είναι ο κατεξοχήν επιθετικός παίχτης, ο πλέον προωθημένος. Δουλειά του είναι να βάζει τη μπάλα στο πλεχτό, κάτι που θεωρητικά ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο συμπαίκτη του. Για να το πετύχει αυτό είναι μονίμως «αγκυροβολημένος» μπροστά στο αντίπαλο τέρμα (goalpost) περιμένοντας την κατάλληλη πάσα από κάποιον περιφερειακό.

    Η θέση του φουνταριστού είναι η πλέον εκτεθειμένη, κάτι σαν να βρίσκεσαι στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα. Διότι, αν και το πόλο είναι γενικά «αντρικό» και σκληρό παιχνίδι, το ξύλο που τρώει ειδικά ο φουνταριστός δεν περιγράφεται. Δέχεται πολλά «βρόμικα» χτυπήματα (κάτω από το νερό) που ο διαιτητής δεν σφυράει διότι α) πολύ απλά δεν τα βλέπει, β) το ξύλο είναι αναπόσπαστο μέρος του αθλήματος.

    Εννοείται πως μόλις ο φουνταριστός πάρει πάσα, έχει στη διάθεσή του ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου να κινηθεί και να σκοράρει, πριν πέσουν πάνω του οι αντίπαλοι αμυντικοί και γίνει της Κορέας...

  2. Στο πόλο ο όρος είναι πλήρως καθιερωμένος, χρησιμοποιείται όμως και σε άλλα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο. Και πάλι, φουνταριστός είναι εν προκειμένω ο βασικός επιθετικός της ομάδας, ο γκολτζής απ' τον οποίο όλοι περιμένουν το θαύμα.

    Λέγεται και κυνηγός, επειδή κυνηγάει α) πάσες συμπαικτών του, που προσπαθούν να τον «βγάλουν» σε θέση για γκολ, β) το ίδιο το γκολ.

    Λέγεται επίσης και εννιάρι. Αυτό το νούμερο φόραγαν παλιά στη φανέλα οι βασικοί κυνηγοί μιας ομάδας, ενώ έγινε μέχρι και ταινία βασισμένη σε ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Κουμανταρέα. Τώρα βέβαια έχουν αλλάξει τα πράγματα: ο βασικός γκολτζής μπορεί να φοράει φανέλα με ότι νούμερο του καυλώσει, π.χ. 79 ή 00 και άλλα άκυρα...

  3. Στο τάβλι. Στην παραλλαγή του πλακωτού, φουνταριστός είναι το πούλι εκείνο που ο παίχτης «προωθεί» ριψοκίνδυνα, χωρίς κάλυψη, με σκοπό να πλακώσει / χτυπήσει πούλι του αντιπάλου σε ευαίσθητη θέση, δλδ κοντά στη μάνα / μαμά (ει δυνατόν και την ίδια τη μαμά, οπότε η σεμνή τελετή περατούται πάραυτα). Γι' αυτόν που γουστάρει να παίζει με αυτόν τον τρόπο, λέμε ότι την έχει δει καμπόης, το δε παιχνίδι τρέπεται εις καουμπόικο.

    Ο φουνταριστός του ταβλιού λέγεται και κυνηγός (όπως ο ποδοσφαιρικός φουνταριστός), λέγεται όμως και μπάτσος (που ψάχνει να «συλλάβει» κάποιο αντίπαλο πούλι). Τέλος, οι ναυτικοί μας χρησιμοποιούν τον όρο βατσιμάνης (από το watchman), θέλοντας να περιγράψουν αυτό ακριβώς το πούλι που βγήκε από το μαντρί «για να κόψει κίνηση».

  1. Ο προπονητής του ΝΟΛ, Νίκος Βλαζάκης, θέλει τον φουνταριστό του παίκτη να είναι πραγματικό «θηρίο». Να είναι δηλαδή πάνω από δύο μέτρα και με μεγάλη δύναμη στις φάσεις.
    Από εδώ.

  2. Ροντρίγκο, ο πράσινος φουνταριστός έρχεται! Ένας παγκόσμιος πρωταθλητής έκλεισε στον ΠΑΟ!
    Από εδώ.

  3. Μπα, τι βλέπω αγορίνα μου, βγάλαμε και μπάτσο να μας φυλάει; Ακόμα δε βγήκες απ' τ' αυγό σου, μας θες και καουμποϊλίκια; Εμένα που με βλέπεις έχω κάνει στη θάλασσα, και κάτι τέτοιους βατσιμάνηδες τους τρώω για πρωινό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από το σκάκι, και δανεισμένος από τα γαλλικά (forcé : επιβεβλημένος/αναγκαστικός). Η κίνηση φορσέ στο σκάκι αφορά τον βασιλιά και τον επερχόμενο αποκεφαλισμό του, και πιο συγκεκριμένα:

α) την αναγκαστική μετακίνηση του σε μία και μοναδική θέση, ή

β) την αναγκαστική κίνηση άλλου πιονιού σε συγκεκριμένη θέση, για την προστασία του βασιλιά.

Ο όρος από το σκάκι πέρασε στον τζόγο αλλά και στην καθημερινότητα. Στον τζόγο αναφέρεται όταν το φύλλο, επειδή είναι καλό, σε βάζει αναγκαστικά σε ένα κόλπο που τελικά στραβώνει. Στην καθημερινότητα, αναφέρεται σε περιπτώσεις που οι εναλλακτικές περιορίζονται στην εξής μία. Δηλαδή τα πράγματα σε οδηγούν σε μία μόνο διέξοδο, η οποία ως επί το πλείστον είναι και επώδυνη.

Συνώνυμα: αναγκαστικώς, μονόδρομος, επιβεβλημένη -από τις καταστάσεις- κίνηση, (για αγγλομαθείς) there is no plan B!

  1. (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
    ... οφείλεται σε κάποιας μορφής «φορσέ» ξεπούλημα. Αυτός ο φαύλος κύκλος ρευστοποιήσεων –λένε- θα μπορούσε να συνεχιστεί. ...

  2. (πολιτικά άρθρα από το διαδίκτυο) ...Η παραμονή στο ΝΑΤΟ είναι φορσέ. Νομίζω εξάλλου ότι αυτό ήταν και το συμπέρασμα, στο. οποίο κατέληγε ο Αντώνης ο Κακαράς. Διότι δεν έθετε ένα γενικότερο ...

  3. ... Αυτό ήταν μια κίνηση φορσέ. Όχι, όμως, και όσα ακολούθησαν τη νύχτα της ήττας. Έχει ιδιαίτερη σημασία, το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής το ...

  4. (από τη ζωή)
    -Πω πω ρε μαλάκα! Μπήκες μέσα σόλο. Τον ήπιες...
    -Τι να κάνω που η καντεμιά πάει σύννεφο. Πάει ο μαλάκας και βγαίνει στα πρώτα! Και ο άλλος ο άσχετος στα κουτουρού τσακάει. Με έβαλε το φύλλο μέσα.... φορσέ!

(από electron, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιο δυνατό χαρτί στο πόκερ. Λέγεται για τρελές ευκαιρίες, για κάτι πολύ καλό που τυχαίνει σε κάποιον.

- Πω ρε είδες τον Τάσο, πώς την έριξε εκείνη την ξανθιά θεογκόμενα;
- Είδες; Φλος ρουαγιάλ ο Τάσος...

Φλος ρουαγιάλ (από poniroskylo, 09/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το εξαιρετικό ντεκαβάζ ορμώμενος, ας βάλω ακόμη ένα λιθαράκι στον σλάγκειο Όλυμπο.

Τσέπη εν τω πόκειω χώρω καλείται το ενθυλακωμένο χρήμα, το οποίο συνήθως δεν δύναται λάβει μέρος στο εξελισσόμενο παίγνιο, χάριν των ισορροπιών.

Όπως γράφει και ο electron, στο τραπέζι παίζει ό,τι έχει μπει στην κάβα, για να υπάρχει ένας έλεγχος στα ποσά που αλλάζουν χέρια (σε φιλικά τραπέζια πάντα). Αν κάποιος ζητήσει να παίξει με τσέπη, σημαίνει συνήθως ότι έχει καλό χαρτί και θέλει να σκουπίσει το τραπέζι. Αυτός είναι ένας κακός άνθρωπος και να μην τον παίζετε.

Η τσέπη παίζει σε κάποιες παραλλαγές που μπορεί ο παίκτης να «αγοράσει» μπαλαντέρ σε μεταβαλλόμενη τιμή, η οποία δεν μπορεί να προδικασθεί.

- Γιώργο, μιλάς!
- ..................
- Ε...
- Τσέπη παίζει;
- Πάσο!
- Πάσο!
- .......
- Όχι ρε παπάρα, δεν παίζει τσέπη, ένα απλό νεκροταφειάκι παίζουμε. Το γάμησες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Οι μικρές νιφάδες χιονιού. Κατά τον πασαδόρο Γκάτσμαν η έκφραση χρησιμοποιείται στις περιοχές Νάουσας και Έδεσσας.

  2. Ο βλάκας. Την ίδια σημασία έχει και το κουρκούτι.

  3. Τα απλωμένα και γι' αυτό επισφαλή πούλια σε παίγνια του ταβλιού.

  4. Στην πανεπιστημιακή ιδιόλεκτο, είναι οι φωτοτυπίες, δελτία και βιβλία που απλώνει ο φοιτητής, όταν γράφει εργασία.

  5. Η έκφραση τον απλώνει τον τραχανά είναι ένα από τα πολλά συνώνυμα του την τρίζει την όπισθεν.

  1. - Χιονίζει σ΄ εσάς; - Ε, λίγο τραχανά τον ρίχνει...
    - Σ' εμάς ρίχνει παπάδες! Μιλάμε για ΤΟ τσόκρυο!

  2. Όταν ένας Έλληνας τραχανάς αντί να αυνανίζεται δημιουργεί video στο YouTube έρχεται ένας άλλος βαλκάνιος τραχανάς και του απαντάει με τη δική του μαλακία. (Οι τραχανάδες των Βαλκανίων).

  3. Με τον τραχανά που έχεις απλωμένο, θα σε πλακώσει.

  4. Δεν σε καλώ σπίτι γιατί έχω απλώσει τραχανά για το ΠουΤσουΝτού.

  5. ΘΕΟΣ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΟΤΙ ΤΟΝ ΑΠΛΩΝΕΙ ΤΟΝ ΤΡΑΧΑΝΑ ;;;;;;; ΩΧ ΔΕΝ ΧΟΡΤΕΝΩ ΝΑ ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ!!!!! (Εδώ).

(από daisy_mantroskylos, 10/03/11)(από daisy_mantroskylos, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified