Further tags

Καθένα από τα τέσσερα καλυμμένα με ελαστικό εσωτερικά πλευρά του τραπεζιού του μπιλιάρδου.

Από σπόντα: όχι απευθείας, αλλά αφού προηγουμένως η μπίλια χτυπήσει σε κάποιο σημείο της σπόντας.

Πετώ/ρίχνω σπόντες: κάνω υπαινιγμούς για να προκαλέσω την αντίδραση κάποιου, να πληροφορηθώ κάτι. [ιταλ. sponda]

Από σπόντα το βρήκα το σαλάνγκρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

Συχνότατα χρησιμοποιείται και σε παρελθόντα χρόνο, σαν «πήρα αμπάριζα», «πήρε αμπάριζα».

Η λέξη αμπάριζα είναι Αλβανικής προελεύσεως και σημαίνει ή «ορμητήριο» ή «φωτιά», δεν γνωρίζω ακριβώς.

Η δε φράση προέρχεται από την «αμπάριζα», ένα παλιό αγορίστικο παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου, που παιζόταν από δύο ομάδες:

Ένας παίκτης της μιας ομάδας έβγαινε από την αμπάριζά του και πλησίαζε την αντίπαλη αμπάριζα προκαλώντας και κοροϊδεύοντας τους παίκτες της. Τότε κάποιος αναλάμβανε να τον κυνηγήσει και ο πρώτος παίκτης υποχωρούσε προς το στρατόπεδό του, ώστε να ακουμπήσει την αμπάριζά του για να ανανεώσει την «φωτιά» και να είναι δυνατότερος από τον καταδιώκοντα. Ή, μπορούσε ένας άλλος παίκτης να «βγει» από την αμπάριζα για να καταδιώξει τον επελαύνοντα αντίπαλο. Όποιος δηλαδή «έβγαινε» τελευταίος από την αμπάριζα, ήταν πιο δυνατός. Και γι' αυτό το φώναζαν: «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω». Δηλαδή; δεν υπολογίζω κανέναν και ορμάω μέσα σ' όλα.

Μέχρι φυσικά ν' ακουγόταν ένα νεότερο «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

-Τί γίνεται, θα τα καταφέρεις με τους χτίστες;
-Βρε παίρνω αμπάριζα και ζήτω που χεστήκανε!

===

-Τα έβγαλε πέρα ο Γιώργος με τους συγγενείς του; -Ρε πήρε αμπάριζα σου λέω και δεν ξέρανε που να κρυφτούνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κόλπο», δόλιο τέχνασμα, τερτίπι, βρομοδουλειά, κατεργαριά, απατεωνιά, μπαμπεσιά, μπαγαποντιά, παπατζιλίκι, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ανέντιμη ή παράνομη δραστηριότητα για προσπορισμό κέρδους, αισχροκέρδεια, «εκμετάλλευση», νοθεία, «μαγείρεμα» με την κακή την έννοια (λογαριασμών, αποτελεσμάτων κ.λπ.), «μηχανή».

(Bαθιά ανάσα - συνεχίζουμε:).

Αναφέρεται κυρίως σε οικονομικές δραστηριότητες, παίζει όμως και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα με την μορφή του τεχνάσματος παραπλάνησης του αντιπάλου και του διαιτητή ενδεχομένως, αν είναι πολύ πετυχημένη (π.χ. πάει ο άλλος να βαρέσει το φάουλ και πηδάει πάνω από την μπαλίτσα χωρίς να την αγγίξει και σκάει από το πουθενά ο δεύτερος που το βαράει κανονικά και τους αφήνει όλους κάγκελα, γιατί δεν το περιμένανε δεν τον περιμένανε α- α, γκολ).

«Κομπιναδόρος» είναι αυτός που κάνει την κομπίνα. «e-κομπίνα» είναι η κομπίνα που γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω διαδικτύου κ.λπ. «Κομπίνα από μέσα» (το λεγόμενον inside job) είναι μια κομπίνα με συνεργασία ανθρώπων του περιβάλλοντος του θύματος.

Ο όρος «κομπινεζόν» χλωμό να έχει ετυμολογική σχέση, αλλά πάλι δεν είναι να παίρνει και όρκο κανείς (μεταγενέστερη διόρθωση: έχει, έχει σχέση, το λέει ο χάνκυ στα σχόλια, το κομπινεζόν είναι βρακί και σουτιέν μαζί και αυτό από μόνο του είναι μια κομπίνα ως συνδυασμός). Σίγουρα έχει εννοιολογική σχέση όταν το κομπινεζόν κρύβει την κοιλάρα ή το πεσμένο βυζί εντέχνως, όσο να 'ναι είναι κι αυτό μια κομπίνα, αλλά είναι θεμιτή γιατί στον πόλεμο και στον έρωτα όλα επιτρέπονται.

Ο όρος κομπίνα εμφανίζεται και στην τέχνη, εφόσον άσμα ηρωικό και πένθιμο του Γιώργου Ζαμπέτα φέρει στίχο «Ελληνας χωρίς κομπίνα, πεθαμένος από την πείνα» κι αυτό αν το καλοσκεφτεί κανείς είναι πολύ τραγικό για την φυλή μας, αφού δείχνει πόσο κομπιναδόροι είμαστε. Και καλά να είσαι εσύ αυτό που τα τρως από τους άλλους - αν είσαι αυτός που στα τρώνε έχουμε θέμα. Έχουμε θύμα. Έχουμε πίκρα.

Από σχόλιο της ιρονίκ (16/6) εδώ:
Με την έκφραση αυτή κορόιδευε ο Κλυν αυτούς που το παίζανε ακόμα λαντέρνα φτώχεια και φιλότιμο ενώ ήταν πια μεσ' στην κομπίνα και απολαμβάνανε ακριβά υλικά αγαθά και γενικά έναν τρόπο ζωής που σαφώς δεν ανήκε στα λαϊκά πρότυπα που πρέσβευε, υποτίθεται, το πασοκ.

Από το μπλογκσυσλαγκιστή:
Αν θέλουν λιγότερη αθλιότητα στο χρηματιστήριο [...] Να βάλουν επιτέλους στην φυλακή τους υπεύθυνους της μεγάλης κομπίνας. Κι άμα δεν τους χωράνε οι φυλακές να σκοτώσουν και μερικούς από αυτούς τους ξεκωλιάρηδες.

Από το e-αρχείο της εφημερίδος:
«Το κάνουμε πάντα στην προπόνηση. Είναι κομπίνα!» έλεγε μετά το παιχνίδι ο Λουτσιάνο για να δικαιολογήσει το διαιτητή, αλλά στην ουσία προκάλεσε τη νοημοσύνη μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απολύτως απένταρος μάγκας που, ως επί το πλείστον, έχει περιέλθει σ' αυτήν την κατάσταση από απανωτές αποτυχημένες απόπειρες να ρεφάρει χασούρα από χαρτοπαιξία με ατυχή αποτελέσματα. Παρ' όλα αυτά, ο βέρτζινος δε θα κλειστεί στο σπίτι του να κλάψει τη μοίρα του αλλά θα γλεντήσει το καημό του με τράκα κρασάκι-τσιγαράκι. Παλιάς κοπής αντιλήψεις αλληλεγγύης στα πάθη του άντρα θα τον στηρίξουν μέχρι να ξαναπιάσει τη καλή.

- Γύρισε ο Τάκης βέρτζινος πάλι απόψε και τον παντόφλιασε η γυναίκα του.
- Άντε μωρέ τη σκύλα, όταν της τα φέρνει καλά είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποκερικής προέλευσης λέξη, η σημασία της οποίας διευρύνθηκε συν τω χρόνω εντυπωσιακά. Ένας εξειδικευμένος τεχνικός όρος χαρτοπαιγνίου διάγει στας ημέρας μας έναν δεύτερο βίο, περιγράφοντας πάντοτε σύνθετα και συνδυαστικά φαινόμενα. Αναλυτικότερα:

  1. Κερδοφόρος συνδυασμός φύλλων στο πόκερ. Η απλή κέντα (straight) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά, π.χ. Α, 2, 3, 4, 5, όχι όμως του ιδίου χρώματος. Η κέντα-φλος ή αλλιώς κέντα-χρώμα (straight flush) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά και του ιδίου χρώματος, π.χ. 5, 6, 7, 8, 9 κούπα.

  2. Συνδυασμένη ενέργεια δύο ή παραπάνω ατόμων που στέφθηκε από επιτυχία αποφέροντας αξιόλογα οφέλη, συνήθως οικονομικής φύσεως. Η επιτυχία της ενέργειας-κέντας δεν είναι απαραίτητα τετελεσμένο γεγονός, αρκεί να εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες. Με την ίδια περίπου σημασία χρησιμοποιείται κι ο όρος μόντα, που όμως είναι πιο γενικός.

- Kέντα κάνουν δυο φίλοι που βάζουν από κοινού λεφτά και αγοράζουν μια επιχείρηση, π.χ. παίρνουν το franchise για το everest, ή παίρνουν τον «αέρα» από κάποιο μπαράκι.
- Κέντα κάνουν (πάλι) δυο φίλοι που αποφασίζουν να συγκατοικήσουν ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. - Κέντα κάνουν (ξανά μανά) δυο φίλοι φοιτητές που συνεννοούνται να αντιγράφει ο ένας απ' τον άλλο στις εξετάσεις.

  1. Άλλη μια λέξη για το γαμήσι, τη συνουσία. Και λέω συνουσία, διότι θέλω να δώσω έμφαση στο συν-αινετικό της υπόθεσης. Δυο άνθρωποι τα μιλάνε, τα συμφωνάνε κι αφού γίνουν αυτά πέφτει ο πήδουλας. Ένας βιασμός ποτέ δεν είναι κέντα, είναι ποινικώς κολάσιμη μονομερής ενέργεια. Εν προκειμένω, χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το κέντημα, καθώς και το ρήμα κεντάω = γαμώ.

  2. Μεγάλη αστυνομική επιτυχία, συνήθως σύλληψη κάποιου «μεγάλου κεφαλιού» του οργανωμένου εγκλήματος, π.χ. Παλαιοκώστας. Ενέργεια που προετοιμαζόταν μεθοδικά και σχεδιαζόταν από καιρό, ενώ ήχθη εις πέρας με τη συνεργασία διαφορετικών υπηρεσιών (Ασφάλεια, Τροχαία, Άμεση Δράση).

  3. Στο χώρο των πρεζάκηδων, η κέντα είναι η σύλληψη ή κάποια άλλη ζημιά απ' τους μπάτσους, που όμως γίνεται κατά τύχη, επειδή απλά είχε καύλες ο μαλάκας ο Δίας. Δηλαδή οι μπάτσοι είχαν στηθεί για κάποιον άλλο, πιο μεγάλο (βλ. περίπτωση 4), έπεσαν ωστόσο στη φάκα τους μικρότερα ψάρια, που έκατσε να βρίσκονται φορτωμένοι με ντραγκς στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα. Μιλάμε για τρελή ατυχία, γι' αυτό και σε τέτοιες φάσεις πρέπει πάντα να είσαι στην τσίλια. Ποτέ δε ξέρεις που έχει στηθεί η κέντα και σε περιμένει. Αν την ψυλλιαστείς, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας πάσο, ήτοι να συμπεριφερθείς σα να μη τρέχει κάστανο...

  1. - Έμαθες ότι πουλιέται εκείνη η καφετέρια κοντά στον ηλεκτρικό στο Μαρούσι, που αράζαμε παλιά;
    - Α ναι ρε συ, κατάλαβα, μιλάς για την τρύπα που πηγαίναμε μετά το φροντιστήριο. Κάτσε να δεις πως τη λέγανε τώρα..
    - Τι σημασία έχει αγόρι μου πως τη λέγανε... Θα της βγάλουμε εμείς άλλο όνομα!
    - Για κάν' το μου πιο λιανά αυτό, τι εννοάς;
    - Ε να, έχεις εσύ κάτι φραγκάκια στην άκρη, θα χτυπήσω κι εγώ ένα δάνειο, στήνουμε χαλαρά την κέντα και το παίρνουμε το μαγαζί!
    - Το σκεφτόσουν πολλή ώρα αυτό;
    - Έλα ρε, σκέψου μόνο τα μουνιά που έχουμε να κεντήσουμε ως αφεντικά κι έτσι..

  2. Με τις πυτζάμες στο σπίτι τους, έπιασε τους δύο της Siemens, Σκαρπέλη και Γεωργίου σε Κηφισιά και Δάφνη, απόψε ο Γιάννης Ραχωβίτσας. Είχε ένταλμα από τον 4ο ανακριτή και το εκτέλεσε ακαριαία. Εαν δεν τους έπιανε θα τον έθαβαν ότι έκανε τα στραβά μάτια. Νωρίτερα δεν είχε ανοίξει μύτη με τα μέτρα στο Σύνταγμα στη πορεία των μουσουλμάνων. Κέντα για τον «Ραχώ». Να λέμε και κανα μπράβο. Το χρειάζονται. (Από εδώ)

  3. - Πώς κι έτσι στεγνός τώρα τελευταία; Εσύ μας κέρναγες πάντα τις καλύτερες κοακόλες όταν ερχόμασταν σπίτι σου, τι τρέχει τώρα;
    - Ξέρω γω, την άκρη μου ρώτα..
    - Ωχ, ο Σήφης ο κατσαρίδας; Τι έγινε, τον τσακώσανε; Λέγε ρε, αφού ξέρεις..
    - Οκ, αφού θες να τα μαθαίνεις όλα, έπεσε ο μαλάκας σε μια κέντα απάνω στο Σχιστό, στα γύφτικα. Για άλλον πήγαιναν και δέσανε το δικό μου, κωλοατυχία μου μέσα..

αυτή κι αν είναι κέντα. (από johnblack, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ο ορισμός, αλλά η άποψη μου είναι διαφορετική και εξηγούμαι:

Αβανταδόρος είναι ο βαλτός επί τούτου να αβαντάρει μια κατάσταση να την προωθεί προς την κατεύθυνση που έχει πληρωθεί να σπρώξει.

Ο παπατζής έχει αβανταδόρο για να παίζει τον παπά και να κερδίζει χρήματα από τον παπατζή με απώτερο σκοπό ο αιμοδότης να τσιμπήσει να ποντάρει και να ανεβάσει τον τζίρο του παπατζή.

Επίσης, σε δημοπρασίες παίζει πολύ ο αβανταδόρος, με σκοπό να αυξήσει την τιμή του προς δημοπράτηση αντικειμένου.

- Δεν ξαναπάω δημοπρασία Γιώργο φίλε μου!

- Γιατί ρε Πάνο;

- Ε τι γιατί είχαν 4 αβανταδόρους και ανέβασαν την τιμή κοντά στο καινούργιο, σκέτη απάτη φίλε Τζορτζ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαμογιά είναι αυτό που κάνει το λαμόγιο. Ως γνωστόν, λαμόγιο είναι ο κράχτης στο παιχνίδι του παπά. Αυτός που κερδίζει σε συνεννόηση με τον παπατζή με προφανή σκοπό να σε παρασύρει στο παίγνιο. Οπότε λαμογιά είναι η συγκεκριμένη συμπεριφορά και γενικότερα να είσαι αβανταδόρος. Ο όρος έχει πάρει ευρύτερη έννοια για να σημάνει οποιαδήποτε διαπλοκή, μίζα, ζήμα, βαλτοπαίδι, βία και νοθεία, και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις. Υπάρχει και η μπυρολαμογιά.

Πηγή: Βάσκος, Άλλος, Χανκ.

Από το άσμα: Πού είναι ο Βάγκνερ, πού είναι ο Πουτσίνι;

Κοίταξε τι γίνεται μες' την κοινωνία
όλοι στροβιλίζονται στην ανωμαλία
κοίταξε αγάπη μου ρίξε μια ματιά
όλοι οι διαπλεκόμενοι
μεσ' στη λαμογιά.

Που είναι ο Βάγκνερ
που είναι ο Πουτσίνι
μονάχα εσύ μου μένεις μόνο
γλυκιά μου αγάπη στο δηλώνω
μόνο εσύ
solo tu.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παλιά κλασική αργκό): Σκοπίμως κακοζυγισμένο ζάρι στο μπαρμπούτι.

Οι απατεώνες μπαρμπουτιέρηδες του δρόμου, (διότι στις επώνυμες μπαρμπουτιέρες επικρατούσαν δρακόντεια μέτρα), είτε σκάλιζαν τις γωνίες, είτε έσκαβαν ανεπαίσθητα τα κόκκαλα (ζάρια/πεσσοί) και έχυναν μέσα υδράργυρο, προκειμένου να φέρνουν τον επιθυμητό αριθμό με κατάλληλο πέταγμα και να ξαφρίσουν το κορόιδο, που έψαχνε να ξεχαρμανιάσει το αλκολίκι του σε αλάνες, δρόμους, στρατώνες, τεκέδες, φυλακές κτλ.

Στις πρόχειρες μπαρμπουτιέρες, στρώνανε μια κουβέρτα χάμω και παίζανε. Ο καθένας με την τρέλα του: Άλλος για γούρι έμενε με το σώβρακο, άλλος έπιανε τ' αρχίδια του πρίν να ρίξει, άλλος έφτυνε τρείς φορές κτλ. Οι καβγάδες, δε λείπανε είτε λόγω ανέντιμου παιξίματος είτε λόγω δεισιδαιμονίας (βλ. «Νύχτες στο Χάρλεμ»).

Στις μόνιμες μπαρμπουτιέρες, όπου λεσχιάρχης ήταν συνήθως ένας σερέτης πρώην τσιρίμπασης και δε σήκωνε ματσαράγκες, παίζανε παιχνίδι σπαθί όπως λέγανε προκειμένου για ζάρια και χαρτιά. Τα' χασες; Με γειά σου με χαρά σου. Τα πήρες; Καλοφάγωτα (εδώ θα τα ξαναφέρεις)... Βλ. Εμμονή στην καθαρότητα του παιχνιδιού στο «Casino» με τον Ντενίρο (δηλ. σου λέει: Αφού έχω σταθερό σημείο αναφοράς το μαγαζί που στα τρώω νόμιμα και όπου θα ξανάρθεις και θα μου τ' ακουμπήσεις, γιατί να διακινδυνεύσω να στήσω κομπίνα;).

Μια δόση, μεταπολεμικά, βάλθηκε το ελληνικό Κράτος να κυνηγήσει δήθεν το τζόγο μαζί με τα ναρκωτικά και την πορνεία και συστήθηκε το λεγόμενο «μικτό» (δίωξη ηθών-λεσχών-ναρκωτικών). Το κρυφό παιχνίδι, χωρίς καμία προστασία από το νόμο και δίχως εχέγγυα καθαρότητας, άφησε τους τζογαδόρους στα νύχια των κερδοσκόπων: Ανέβηκαν τα στοιχήματα και οι γκανιότες στα ύψη, λόγω των εγκληματικών «ασφαλίστρων» εκ του κινδύνου συλλήψεως, καθένας έκλεβε τον άλλονε και καταστράφηκαν περιουσίες.

Όλοι οι τζογαδόροι χάνουν πάντα την περιουσία τους στα χαρτιά - ζάρια - ρουλέτα - αλόγατα κ.λπ. και το παράδοξο είναι, ότι κανείς δεν την κερδίζει (!) Έχει ακουστεί ποτέ κανείς να λέει «αυτός κέρδισε μια περιουσία στα χαρτιά»;

Σχετικά ρεμπέτικα:
«...έλα βρέ Μανωλάκη να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα, να τους τα πάρουμε...» (Παλιό Σμυρναίικο: Μανώλης), «...ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι...» (Γ. Κατσαρός: Χτές το βράδυ στου Καρίπη) κ.α.

Συνώνυμα: (Κωλο)πειραγμένο, λιμαρισμένο, κολλημένο, τσιμπημένο, κούφιο ζάρι, καραγκιοζάκι κ.α. Βλ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα!

Σημειωτέον ότι στα τούρκικα zar σημαίνει κωλοφαρδία, ενώ η γκέλα (=άσχημο ζάρι) είναι ναπολιτάνικο (iela=γρουσουζιά).

- Φίλε, απ' το σπίτι σου τα' φερες τα ζάρια; Τέταρτη φορά φέρνεις εξάρες, τί θα γίνει;
- Έλαχε...
- Αυτά αλλού! Το ζάρι είναι γεμάτο! Σάλτα φέρε καινούρια ζάρια, γιατί θα στεναχωρεθούμε 'δώ μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στο άθλημα της υδατοσφαίρισης (water polo), φουνταριστός είναι ο κατεξοχήν επιθετικός παίχτης, ο πλέον προωθημένος. Δουλειά του είναι να βάζει τη μπάλα στο πλεχτό, κάτι που θεωρητικά ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο συμπαίκτη του. Για να το πετύχει αυτό είναι μονίμως «αγκυροβολημένος» μπροστά στο αντίπαλο τέρμα (goalpost) περιμένοντας την κατάλληλη πάσα από κάποιον περιφερειακό.

    Η θέση του φουνταριστού είναι η πλέον εκτεθειμένη, κάτι σαν να βρίσκεσαι στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα. Διότι, αν και το πόλο είναι γενικά «αντρικό» και σκληρό παιχνίδι, το ξύλο που τρώει ειδικά ο φουνταριστός δεν περιγράφεται. Δέχεται πολλά «βρόμικα» χτυπήματα (κάτω από το νερό) που ο διαιτητής δεν σφυράει διότι α) πολύ απλά δεν τα βλέπει, β) το ξύλο είναι αναπόσπαστο μέρος του αθλήματος.

    Εννοείται πως μόλις ο φουνταριστός πάρει πάσα, έχει στη διάθεσή του ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου να κινηθεί και να σκοράρει, πριν πέσουν πάνω του οι αντίπαλοι αμυντικοί και γίνει της Κορέας...

  2. Στο πόλο ο όρος είναι πλήρως καθιερωμένος, χρησιμοποιείται όμως και σε άλλα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο. Και πάλι, φουνταριστός είναι εν προκειμένω ο βασικός επιθετικός της ομάδας, ο γκολτζής απ' τον οποίο όλοι περιμένουν το θαύμα.

    Λέγεται και κυνηγός, επειδή κυνηγάει α) πάσες συμπαικτών του, που προσπαθούν να τον «βγάλουν» σε θέση για γκολ, β) το ίδιο το γκολ.

    Λέγεται επίσης και εννιάρι. Αυτό το νούμερο φόραγαν παλιά στη φανέλα οι βασικοί κυνηγοί μιας ομάδας, ενώ έγινε μέχρι και ταινία βασισμένη σε ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Κουμανταρέα. Τώρα βέβαια έχουν αλλάξει τα πράγματα: ο βασικός γκολτζής μπορεί να φοράει φανέλα με ότι νούμερο του καυλώσει, π.χ. 79 ή 00 και άλλα άκυρα...

  3. Στο τάβλι. Στην παραλλαγή του πλακωτού, φουνταριστός είναι το πούλι εκείνο που ο παίχτης «προωθεί» ριψοκίνδυνα, χωρίς κάλυψη, με σκοπό να πλακώσει / χτυπήσει πούλι του αντιπάλου σε ευαίσθητη θέση, δλδ κοντά στη μάνα / μαμά (ει δυνατόν και την ίδια τη μαμά, οπότε η σεμνή τελετή περατούται πάραυτα). Γι' αυτόν που γουστάρει να παίζει με αυτόν τον τρόπο, λέμε ότι την έχει δει καμπόης, το δε παιχνίδι τρέπεται εις καουμπόικο.

    Ο φουνταριστός του ταβλιού λέγεται και κυνηγός (όπως ο ποδοσφαιρικός φουνταριστός), λέγεται όμως και μπάτσος (που ψάχνει να «συλλάβει» κάποιο αντίπαλο πούλι). Τέλος, οι ναυτικοί μας χρησιμοποιούν τον όρο βατσιμάνης (από το watchman), θέλοντας να περιγράψουν αυτό ακριβώς το πούλι που βγήκε από το μαντρί «για να κόψει κίνηση».

  1. Ο προπονητής του ΝΟΛ, Νίκος Βλαζάκης, θέλει τον φουνταριστό του παίκτη να είναι πραγματικό «θηρίο». Να είναι δηλαδή πάνω από δύο μέτρα και με μεγάλη δύναμη στις φάσεις.
    Από εδώ.

  2. Ροντρίγκο, ο πράσινος φουνταριστός έρχεται! Ένας παγκόσμιος πρωταθλητής έκλεισε στον ΠΑΟ!
    Από εδώ.

  3. Μπα, τι βλέπω αγορίνα μου, βγάλαμε και μπάτσο να μας φυλάει; Ακόμα δε βγήκες απ' τ' αυγό σου, μας θες και καουμποϊλίκια; Εμένα που με βλέπεις έχω κάνει στη θάλασσα, και κάτι τέτοιους βατσιμάνηδες τους τρώω για πρωινό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο γλυκιά, πιο όμορφη, πιο τρυφερή λέξη στον κόσμο, διαθέτει και τη «σκοτεινή» σλανγκική πλευρά της. Καθεμιά από τις ποικίλες τούτες σλανγκικές χρήσεις παραπέμπει / εστιάζει σε κάποιο / κάποια από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της βιολογικής μητέρας, π.χ. την εμπειρία της, τον εποπτικό της ρόλο, την υπεύθυνη θέση της, τον προστατευτισμό της, την αυθεντικότητά της.

  1. Χαρακτηρισμός προσώπου ιδιαίτερα επιδέξιου / ικανού / έμπειρου σε κάποιον τομέα. Κάθε σχετική του προσπάθεια στέφεται κατά κανόνα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Συνώνυμο: μάστορας.

    • Ο Κωστάκης είναι μανούλα στα ηλεκτρολογικά.
    • Η Αννούλα είναι μανούλα στα τσιμπουκώματα εν κινήσει. Εγώ οδηγούσα κι αυτή ρούφαγε.
    • Ο χρήστης Khan φαίνεται μανούλα σε θέματα μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας.
  2. Πρόσωπο που μεριμνά για άλλους, έχει την ευθύνη των πράξεών τους, τους εποπτεύει, τους επιβλέπει.

    α. Στα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, μάνα του πλοίου είναι ο Ύπαρχος, ο δεύτερος και λεγόμενος. Όπως η κλασική μητερούλα, ο ύπαρχος αναφέρει στον πατέρα του πλοίου (καπετάνιος) τις μαλακίες που έκαναν τα παιδιά (το υπόλοιπο πλήρωμα). Όχι όλες βέβαια, μόνο τις πιο σοβαρές, αυτές που δεν κουκουλώνονται με τίποτις.

    β. Στον Στρατό Ξηράς, ο επιλοχίας είναι η μάνα του λόχου.

  3. Σε διάφορα παίγνια, τυχερά και μη, μάνα είναι παίχτης επιφορτισμένος με ιδιαίτερο ρόλο, συχνά προνομιακό.

    α. Στο μπλακ-τζακ η μάνα είναι αυτός που μοιράζει τα φύλλα στους άλλους παίκτες, ενώ η ίδια τραβάει φύλλο τελευταία. Για να «καεί» η μάνα, πρέπει κάποιος παίχτης να έχει μεγαλύτερο φύλλο απ' αυτήν. Αν έχει το ίδιο φύλλο, η μάνα κερδίζει και διατηρεί τη θέση της.

    β. Σε πολλά παιδικά παιχνίδια, όπως το «αλάτι ψιλό - αλάτι χοντρό», «πινακωτή-πινακωτή» κ.α. Βλ. αναλυτικά εδώ και εδώ.

  4. Ειδικά στο τάβλι, μάνα είναι η πρώτη θέση όπου τοποθετούμε αρχικά όλα τα πούλια. Συνεκδοχικά είναι και τα ίδια τα πούλια που βρίσκονται εκεί. Στις πόρτες (παιχνίδι που οι παραδοσιακοί ταβλαδόροι περιφρονούν λόγω της απλότητάς του και μετά βίας το κατατάσσουν στις του ταβλίου παραλλαγές) δεν υπάρχει μάνα.

  5. Το εργοστάσιο κατασκευής ενός μηχανήματος, συνεκδοχικά τα ίδια τα μηχανήματα στην αρχική τους μορφή, χωρίς κάποια μεταγενέστερη προσθήκη / τροποποίηση / μετατροπή (βλ. και σχετικό λήμμα μαμίσιο). Συνώνυμο: κούτα, της κούτας.

    Τίποτα ρε σου λέω δεν έχω πειράξει, το μηχανάκι είναι μαμά, όπως το πήρα, της κούτας.

Ενδιαφέρον γραμματικό φαινόμενο είναι, εν προκειμένω, η χρήση του ουσιαστικού (μάνα) ως επιθέτου (μανίσιο / μαμίσιο), όταν πρόκειται να δηλωθεί η προέλευση, η καταγωγή. Π.χ. πήρα μηχανάκι Ιαπωνία αντί πήρα γιαπωνέζικο μηχανάκι.

  1. - Που λες αγόρι, μάνα η Αμαλίτσα στο τσιμπούκι. Μιλάμε η γυναίκα έχει αναγάγει το προφορικό σε επιστήμη, διδάκτορας πεολειχίας κι έτς. Στεγνό τον βάζει στο στόμα, στεγνό στον βγάζει. Ούτε σταγόνα δεν πάει χαμένη.

  2. - Ο πουσταράς ο ύπαρχος μ' έχει πάει γαμιώντας τώρα τελευταία. Μιλάμε για τρελό χώσιμο..
    - Εμ, η μάνα του πλοίου είναι, τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπας.
    - Να μου το θυμηθείς, μάνα-ξεμάνα, θα του γαμήσω τη μάνα εγώ αυτού του καριόλη κάποτε.

  3. Άντε βρε μαλάκα, πήρες εργολαβία τη μάνα. Χάσε καμιά φορά να κάνει και κανάς άλλος...

  4. - Ντορτάκια! Σου πλακώνω τη μάνα καριόλη, τέλος! - Μάθε πρώτα να μετράς ρε καραγκιόζη, με ντόρτια χτυπάς την παραμαμά...
    - Στ' αρχίδια μου! Τι μάνα, τι παραμάνα, το ίδιο κάνει. Σ' έχω σκίσει ούτως ή άλλως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified