Further tags

Η αφθονία, ο πλούτος. Από το τουρκικό (σώωπαα!) «bereket» που πάει να πει «αφθονία, ευλογία».

«Τρωγοπίναμε από τις εφτά το απόγευμα μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Αραχτοί πλάι στο κύμα, και να 'ρχονται αβέρτα τα μελανούρια και οι σαργοί κι οι παντελήδες, από το παραγάδι κατευθείαν στη σχάρα, κάναμε και καμιά βουτιά ανάμεσα να ξελαμπικάρουμε κομμάτι, και μετά πάλι σαρδέλα θυμαρίσια που 'λεγες πως σπαρταράει ακόμα, και να τα τσίπουρα και τα κρασιά και οι φρέσκες οι ντομάτες... Μπερεκέτι αδερφάκι μου, μπερεκέτι.»

Got a better definition? Add it!

Published

Τενεκεδένιο δοχείο γύρω στο μισό μέτρο ύψος με μια βρυσούλα πολύ μικρού διαμετρήματος στο κάτω μέρος. Το μουσλούκι κρεμόταν στην κουζίνα ή στην αυλή και κάτω από τη βρυσούλα υπήρχε λεκάνη, μπακιρένια ή και χτιστή.

Τα παλιά τα χρόνια οι γυναίκες έφερναν το νερό από το πηγάδι ή τη βρύση του χωριού σε τενεκέδες συνήθως, γέμιζαν το ένα ή δυο μουσλούκια που διέθετε το σπίτι και είχαν, ας πούμε, τρεχούμενο νερό. Επειδή πίεση δεν υπήρχε και η βρυσούλα ήταν μικρή - για οικονομία - το νερό έτρεχε σταθερά μεν αλλά πολύ λίγο. Εξ ου και ό,τι τρέχει αργά και βασανιστικά - π.χ. το ντουζ άμα δεν έχει πίεση - το παρομοιάζουμε με μουσλούκι. Άμα ξέρουμε τη λέξη.

Μουσλούκι δούλευε σίγουρα μέχρι τη δεκαετία του '70, σε χωριά χωρίς κεντρική υδροδότηση και στις πόλεις σε παράγκες εκτός σχεδίου. Το μουσλούκι είναι, βέβαια, και ο ο πρόδρομος του θερμός από PVC με το βρυσάκι - βασικό είδος για κάμπινγκ χύμα στο κύμα.

Είναι λέξη βορειοελλαδίτικη, κυρίως. Προέρχεται από το τούρκικο musluk που θα πει βρύση, κάνουλα. Η πλάκα είναι ότι στην τούρκικη αργκό musluk θα πει και τσουτσούνι. Λογικό - κάτι μικρό που στάζει ...

  1. «Υπάκουοι οι δυο μικροί τρέχουν στο μαγειριό, στο χώρο όπου ήταν κρεμασμένο το μουσλούκι. Πρώτος αρχίζει να πλένεται ο Λεωνίδας. Χαίρεται το δροσερό νερό και ρίχνει με τις χούφτες του μπόλικο στο πρόσωπο και στον λαιμό του.» (Από το βιβλίο της Σουζάννας Παπαναούμ-Σιάπαντα 'Η γιαγιά μ’η Μαριγώ' για τη ζωή στην παλιά Σιάτιστα.)

  2. - Με τις σαπουνάδες έμεινα, ρε γαμώτο - δε μπόρεσα να ξεπλυθώ. Αυτό δεν είναι ντουζ που έχετε, μουσλούκι είναι. Να βάλετε πιεστικό ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά χρήση της λέξης για το προφυλακτικό, λόγω του υλικού κατασκευής του, αλλά και της ελαστικότητας και μυρωδιάς του.

Συνηθιζόταν και στον πληθυντικό.

- Ρε μεγάλε, σου βρίσκονται τίποτε λάστιχα γιατί είμαι με ένα φίνο γκομενάκι και μπορεί να τρέξει κάτι απόψε;
- Όχι ρε κολλητέ, δεν κουβαλάω τίποτε απάνω μου… αλλά από την άλλη γιατί δεν τραβιέσαι απλά ;
- Άσε ρε, τραβιόταν κι ο άλλος και πήρε το επίδομα για το τέταρτο… δεν διαβάζεις slang.gr;
- Ρε δίκιο έχεις ρε… και γαμώ τα site για σεξουαλική διαπαιδαγώγηση!

(από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καλπουζανιά είναι η ανέντιμη/πονηρή πράξη, η απάτη, η μπαγαποντιά, η βρομοδουλειά. Αυτός (-ή) που την ασκεί (... λέγε με απατεώνα) λέγεται καλπουζάνος (-α). Mεσαιωνικά: καλπαζάνης.

Ετυμολογία: από το τούρκικο kalpazan = παραχαράκτης. Aυτό προέρχεται από το περσικό qalbzan = το κάλπικο κέρμα, το οποίο με τη σειρά του είναι σύνθετη λέξη από το αραβικό qalp = αλλαγή, μεταβολή, αντιστροφή [τούρκικα kalp = ψεύτικο, ελληνικά: κάλπικο, ο κάλπης (= απατεώνας), η κάλπισσα] και από το πέρσικο zan = κέρμα

Ασίστ: Mes από το Δ.Π.

«Βαρύθυμοι και νωχελείς πλέον οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν κάθε λόγο να περιφρονούν το δικαίωμα ψήφου περίπου όπως μιαν επιταγή άνευ αντικρίσματος. Το πολιτικό νόμισμα είναι «γράμματα» ή « κορώνα» κι από τις δύο μεριές, οπότε η καλπουζανιά δεν θέλει κολαούζο για να αποκαλυφθεί. Οι εκλογές χρειάζονται για να διατηρούνται τα δημοκρατικά προσχήματα, για να ανέρχεται στην εξουσία η πιο δραστήρια πολιτική παρέα - τα υπόλοιπα ανήκουν στο παρασκήνιο. Ματσαράγκα δηλαδή; Λαοπλάνος τσαρλατανισμός; Ευτελής διαβουκόληση και αμαρτωλή δημοκοπία;»

καπουλζανιά; (από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει και το αντίθετό της, δηλ. παράδεισος.

Αναφωνούμε μεν «Κόλαση!» όταν θωρούμε πως μια κατάσταση είναι απολύτως χάλια -τόσο χάλια που μόνο με την κόλαση μπορεί να παρομοιαστεί (οπότε μιλάμε για απλή παρομοίωση και όχι σλανγκ όρο), λέμε όμως το ίδιο κι όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι το γαμάουα, το θεσπέσιο, το ανεπανάληπτο, το ζόρικο -με την καλή έννοια, που παραπέμπει σε κάτι τόσο απαγορευμένο ώστε μόνο της γης οι κολασμένοι μπορούν να εκτιμήσουν.

  1. Κατέβηκα σήμερα στην Αθήνα για κάτι δουλειές σε δημόσιες υπερεσίες και τά 'φτυσα... Τρομερή ζέστη, κίνηση, οι κωλοδημόσιοι την ξύνανε κανονικά, τσακώθηκα και μ' έναν μαλάκα που με τράκαρε, κόλαση, σου λέω, κό-λα-ση!

  2. - Μαλάκα, τι γαμώ τα μέρη είναι αυτό που μας έφερες;
    - Γουστάρζ;
    - Αν γουστάρω λέει! Κόλαση!

  3. - Ωραίο το παγωτό;
    - Κόλαση!

(από GATZMAN, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Πέραν του Σαλονικιώτικου σαλαμακίου, δέον να καταγραφούν και δύο πιο διαδεδομένες χρήσεις του λήμματος σκονάκι:

  • Μικρό σημείωμα από το οποίο ο εξεταζόμενος αντλεί την έμπνευσή του,
  • Δόση σκόνης, δηλαδή «πρέζα» πρέζας.

Εκ των σκόνη < κόνις.

  1. ... «Ααααα.. Ααααα... Ψουυυυυ!» . Τώρα που έχουμε χειμώνα για τα αλά, κρύα. ιώσεις, κρυώματα, αλλεργίες. «Πάρε zewasoft», όπως λέει η διαφήμιση για τα χαρτομάντιλα. Κι αυτή είναι η λέξη κλειδί! Ένα χαρτομάντιλο με χημεία, παρακαλώ. Προσέξτε μονάχα, μήπως τυχαία το χρησιμοποιήσετε!
    (από το www.skonaki.com)

  2. ... δεν είναι η “υπερβολική” δόση που σκοτώνει. Είναι η “καθαρή δόση” που σκοτώνει. Κι η μεγάλη παραγωγή πρέζας στον πλανήτη οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερης καθαρότητας σκονάκια. Η καθαρή πρέζα είναι αυτή που σκοτώνει, όχι η “κομμένη”. Κι η παραγωγή πρέζας στον πλανήτη ολοένα και μεγαλώνει. Κι οι τιμές ολοένα και πέφτουν. Κι η καθαρότητα της ηρωίνης ολοένα και αυξάνεται. Κι όλα αυτά σκοτώνουν.
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόιδιος, πανομοιότυπος, ξεπατικωτούρα, σαν αντιγραφή με καρμπόν (το μπλε φύλλο με το μελάνι που βάζαμε κάααποτε ανάμεσα σε δυο σελίδες και ό,τι γράφαμε στην επάνω περνούσε και στην από κάτω). Λέγεται για τα πάντα.

Συνώνυμα: φτυστός, τάλε κουάλε.

  1. Απόδραση καρμπόν
    Δραπέτευσαν ξανά με ελικόπτερο οι Παλαιοκώστας και Ριζάι. Ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό των δραπετών του Κορυδαλλού, έχει εξαπολύσει η αστυνομία. Η πανομοιότυπη απόδραση με ελικόπτερο εγείρει σοβαρότατα ερωτήματα.
    (από τον Σκάι)

  2. - Τα έκανα θάλασσα, είπα στη Μαίρη «Γεια σου Κάτια» και με στραβοκοίταξε.
    - Ε δε νομίζω, αφού το ξέρει ότι μοιάζουν πολύ.
    - Μόνο πολύ; Καρμπόν είναι σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published

«Tο κουλό»: σλανγκιστί είναι η χαζομάρα, η ανοησία και με την ειδική σημασία στο ότι οι πράξεις ή τα λόγια (τέτοια είναι και τα ευφυολογήματα) που τους προσδίδουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό είναι παράδοξα, άτοπα, τρελά, δηλ. δεν στέκουν καθόλου με την κοινή λογική (...για αυτό μερικές φορές έχουν κάποια γοητεία!)

Ετυμολογία: από το αρχαίο κύλλος= κεκκαμένος, κυρτομένος (στραβός), χωλός, παράλυτος προέκυψε ο κουλός με τη σημασία αυτού που του λείπει το ένα ή και τα δύο χέρια και μεταφορικά την ανικανότητα που συνεπάγεται αυτή η αναπηρία. Από αυτό, φτάσαμε στο κουλό = το χέρι μειωτικά / υβριστικά και πάλι μεταφορικά με γενίκευση στην περιγραφή του ατόμου (=χαζό, βλαμμένο) και στο νόημα, γενικά, της πράξης: ανοησία / παραδοξότητα αυτού του ορισμού.

Επιπλέον χρησιμοποιείται συχνά για ποικίλες καταστάσεις όταν κάτι μας ξενίζει ή παρουσιάζονται μικροπροβλήματα, χωρίς ειδικό νόημα.

Σχετιζόμενα/ συνώνυμα: κουφό, κουλαμάρα, παλαβομάρα, ζαβός, κουλάδι, κουφαίνω.

Αγγλιστί: lame.

  1. Με χτυπάει ρεύμα η κιθάρα!!! Λιγάκι κουλό; Απ' ό,τι μου είπαν, αυτό είναι παράξενο γιατί δεν περνάει ρεύμα από το καλώδιο προς την κιθάρα και μάλιστα αμφίδρομα. Έχει κάνεις καμιά ιδέα γιατί γίνεται αυτό; Με χτυπάει όταν ακουμπάω τις χορδές και την γέφυρα, όχι δυνατά, αλλά αρκετά για να καθιστά αδύνατο το practice και μερικές φορές πονάει λιγάκι.» (=περίεργο)

  2. Κουλό ανέκδοτο:
    «Σε έναν πεζοδρόμιο κάθονται ένας κουφός, ένας τυφλός και ένας κουτσός.
    Ξαφνικά ο κουφός λέει:
    - Ρε παιδιά, ακούω να έρχεται η αστυνομία.
    Ο τυφλός προσθέτει:
    - Εγώ τη βλέπω κιόλας.
    Και προσθέτει και ο κουτσός:
    - Εγώ λέω να το βάλουμε στα πόδια.»

  3. Κάτω τα κουλά (ή «ξερά») σου από την τούρτα!
    (=χέρια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σλανγκιά. Για το slangissimum έτσι βλ. το αντίστοιχο λήμμα και το έτσι-γιουβέτσι. Το αλλιώτικο ήταν αυτό που τώρα το λέμε αλτέρνι, λατέρνατιβ. Και το Πασαλιμάνι ήταν ο χώρος της κλασικής μαγκιάς, των μαγκιτών του λιμανιού. Με λίγα λόγια, πρόκειται για κάποιον που είναι έτσι, είναι κάπως, είναι διαφορετικός, με λίγα λόγια κάτι παρόμοιο με τον έτσι-γιουβέτσι.

(Άσμα: Παραπάει το πράμα. Χάρρυ Κλυνν.)

Παραπάει το πράμα
Παραπάει το πράμα
με την κουλτούρα, με τη λιγούρα
με τη μαστούρα, την αγιαστούρα

Με το μαλέα, το χαλέα, το μαντραχαλέα, τον Ασέα
το χάλια, το σάλια,
το Χάρη, τον Άρη, τον Πάρη τον παπάρη...
Τον μπίξε, τον δείξε, τον έτσι, τον αλλιώτικο
τον Πασαλιμανιώτικο

τη Φρόσω, την πόσο,
τη Μαρίκα, το ΙΚΑ, τα σύκα
τα Marlboro, το σκύλο, τον αράπη, το black
το Μάρτη, το γδάρτη, τον παλουκοκάφτη

το φίτσουλα, το μήτσουλα, το χλιμίτζουρα
τη Γιώτα, τη Βιόλα
την καθεμίααααα κααα...ρακαηδόνα
που μας δουλεύει κανονικά!!!

(Από το sxeseis.gr:)

Παιδιά βοηθήστε με λίγο ακόμα. Αντάλλαξα μερικά μηνύματα κ δεν μας έβγαλε πουθενά. Συγκεκριμένα ήθελε να μάθει γιατί συμπεριφέρομαι έτσι κ αναφερόταν στο περιστατικό με τα σχόλια που έκανε μπροστά μου για τον κούκλο-τον-έτσι-τον -αλλιώς-τον-αλλιώτικο-τον-πασαλιμανιώτικο στο λεωφορείο όπου της είπα ότι με πειράζουν αυτά τα σχόλια με νορμάλ ύφος. Δεν της έκανα σκηνή.

Από avsite.gr:
Πέστα ρε Βασίλη πέστα γιατί μας εχουν φλομώσει με τον ασχημο τον Τσουκαλά, τον γυφτο τον μαλιά, τον έτσι τον αλλιώτικο τον πασαλιμανιώτικο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το λέει και ο συνδυασμός λέξεων κρεμαστάρια είναι τα β(υ)ζ(ι)ά που είναι τεράστια (μαστάρια), αλλά λόγω της βαρύτητας κρέμονται (χρειάζεται να γράψω κρέμα;).

Βρίσκονται κυρίως στα μιλφέιγ και στα τζιλφέιγ, αλλά δεν είναι απίθανο να δείτε και σε νεαρότερες ηλικίες.

Απαραίτητα επιπλέον χαρακτηριστικά είναι η καμπουρίτσα λόγω του βάρους που πρέπει να σηκωθεί, οι στηθόδεσμοι με γάντζους τόσο μεγάλους και ισχυρούς πίσω που φαίνονται από κάτω από τη μπλούζα, λιγούρια που περιφέρονται γύρω από την κρεμασταρού και δέκα λίτρα σάλιο στο έδαφος.

Από τα ακριβώς παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα κρεμαστάρια δεν είναι απαραίτητα αντιαισθητικά, αν και τις περισσότερες φορές είναι, γιατί υπάρχει και η νοοτροπία του όσο περισσότερο βυζί τόσο το καλύτερο. Οπότε το ότι δεν είναι στητά δεν αποτελεί πρόβλημα γιατί το συγκριτικό (κατά Ρικάρντο) πλεονέκτημά τους είναι στο μέγεθος. Νταβάι.

(Δύο φίλοι συζητούν)

Φίλος Α: Την είδες την γκόμενα του Τάκη; Αστέρι φίλε (Β).
Φίλος Β: Σιγά μωρέ, τα είδες τα βυζιά της; Μέχρι το πάτωμα φτάνουν τα κρεμαστάρια της.
Φίλος Α: Όχι φίλε (Β), όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Φίλος Β: Με είπες αλεπού ή δεν κατάλαβες τη λέξη;

(από Βασίλης-7, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified