Further tags

Έτσι περιγράφεται μια κατάσταση άσχημη, μαύρη κι άραχνη, μη αναστρέψιμη, χωρίς ελπίδα, που δεν επιδέχεται βελτίωση.

Η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί διευρυμένα και να χαρακτηρίσει και πρόσωπα ή αντικείμενα.

  1. Εκείνος: - Πώς παν οι δουλειές;
    Ο άλλος: - Χάλια μαύρα, είμαστε για τ' ανάθεμα.

  2. - Τι έλεγε το καινούργιο γκομενάκι που γνώρισες;
    - Άστο, ήταν για τ' ανάθεμα.

  3. Πήγα να δω για ν' αγοράσω ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ήταν για τ' ανάθεμα, τζάμπα το χρόνο που χαλάλισα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αμοιβή ή δωράκι προς κάθε καρυδιάς μεταφορέα: από το πουρμπουάρ τση γκαρσόνας μέχρι και τον άξιο μισθό του φερτάκια.

Εκ του φέρνω και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου -ίκι.

1.
Φερτίκι. Τα χρήματα ή τα δώρα που παίρνεις ή δίνεις για τη μεταφορά πραγμάτων (δώσε το φερτίκι στο παιδί, που έφερε τη βαλίτσα)

2. Για τον σχηματισμό με βάση το φερτ- συγκρίνετε και τη λέξη φερτίκια (τα), παναπεί τα κόμιστρα, όπου το παραγωγικό επίθημα είναι μεν το -ίκια αλλά —όπως και στην περίπτωση του -(τ)άκιας— το ταυ στο -(τ)ίκια ευνοείται από παρόμοιες λέξεις που το έχουν: βρετίκια, μπατίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΛΚΝ έχει μεν τη λέξη αυτή, άρα μπορεί να θεωρηθεί λέξη δόκιμη κατά κπ τρόπο, όμως δεν εξηγεί αυτά που πρέπει και τα οποία θα προσθέσω πάραυτα εδώ.

Λυσάρι είναι το σχολικό βοήθημα που δίνει τη Λύση στο μέγα Πρόβλημα του πώς θα μάθει ο μαθητής. Άρχισε να γίνεται καθεστώς περί τα εβδομήνταζ αν δεν απατώμαι, με αποτέλεσμα όχι μόνον να μην νοείται τώρα πια σχολικό βιβλίο πάσης φύσεως χωρίς το λυσάρι του, αλλά και να θησαυρίσει ο βασικός εκδότης και, διορθώστε με, πιθανόν ο εμπνευστής αυτών, μίστερ Πατάκης (τουλάχιστον αυτός είδε καλά πόσο κερδοφόρα είναι). Το πράμα συνδυάστηκε θαυμασίως με τον ιερό θεσμό του φροντιστηρίου και των ιδιαιτέρων, κι όλο το κακό φούντωσε και καθιερώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα πχια δεν μπορεί κανείς να αλλάξει τίποτε, καθότι που λέει ο λόγος η μισή ελλάδα ζει από τις δουλειές αυτές (η υπόλοιπη είναι μπάτσοι).

Η λέξη ετυμολογείται από τη λύση, καθότι αυτό το βιολί κυρίως άρχισε εξ'αιτίας των μαθς, τα οποία ουδείς σχεδόν κατάφερε να διδάξει έτσι ώστε να κάνει τον μαθητή να του τρέχουν τα σάλια αντί να βγάζει καντήλες.

Για μια διαφορετική ανάλυση του θεμάτου, βλ. λήμμα τσουκάλα.

Επιπεοσθέτως καταθέτω σχόλια σύσσλανγκων από διάφορα λήμματα, τα οποία σχόλια διαφωτίζουν το θέμα περαιτέρω:

α. Ως προς τις Εκθέσεις το λυσάρι λεγόταν και Παπανούτσος, γενικευτικά ή Παναπούτσος.

β. Ἡ γενικότερη ἐν προκειμένῳ ἔννοια εἶναι ἡ «φυλλάδα». Ἔτσι λεγόταν παραδοσιακά. Οἱ μαθηματικὲς φυλλάδες ἐλέγοντο εἰδικότερον «λυσάρια», καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους «λυτάρια», πιθανῶς πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τὰ ὁμόηχα «λυσσάρια», τὰ καυλωμένα δλδ ἐφηβάκια, ποὺ μόνο στὰ μαθήματα δὲν εἶχαν τὸ νοῦ τους. Οἱ φιλολογικὲς φυλλάδες ἐλέγοντο «μεταφράσεις» ἢ σλαγκιστὶ «μετάφρες». Σ' αὐτὲς δὲν περιελαμβάνοντο τὰ φτηνιάρικα καὶ συντετμημένα λεξικὰ ἀνωμάλων ρημάτων τῆς ἐποχῆς, διότι ὅποιος ἔμπαινε στὸν κόπο νὰ τὰ διαβάσῃ, ἦτο πολὺ «κυριλὲ» μαθητής.

  1. Δωρεάν ηλεκτρονικά βοηθήματα, λυσάρια, σχολικά βιβλία δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, εκπαιδευτικό υλικό, βιντεομαθήματα - τα-εχει-ολα

  2. Αχαΐα: Έστειλαν το «λυσάρι» των μαθηματικών χωρίς όμως το βιβλίο!

(διαδιχτυακά}

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κλασική αργκό, παντόφλα είναι το πορτοφόλι.

Εμείς τρώμε, βρε εμείς τρώμε, εμείς τρώμε τα λάχανα,
εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν τακτικά
της φυλακής οι πόρτες.

Από το άζμα του Βαγγέλη Παπάζογλου Κάτω στα Λεμονάδικα

(από Khan, 29/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που διασώζει και χρησιμοποιεί αρκετά στο ιδίωμά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πλην ψιλολέγεται και μέχρι σήμερα. Σημαίνει το γύφτικο εικόνισμα, και κατ' επέκταση (σύμφωνα με τα ρατσιστικά στερεότυπα) άνθρωπο (στον Παπαδιαμάντη κυρίως κοπέλα) μαυριδερό και άσχημο, ή οποιονδήποτε άνθρωπο ή πράγμα περιφέρουν εν είδει λιτανείας ως κάτι σημαντικό, ενώ πρόκειται για κάτι εξαιρετικά ευτελές.

  1. Σε μια σύγχρονη εποχή, που το λιγότερο όλοι γυρίζουν με ένα κινητό στην κωλότσεπη, που η τοπική τηλεόραση εκπέμπει ζωντανά, μέσω διαδικτύου, σε όλη τη γη, που τα Bluetooth και τα delivery είναι σε ημερήσια διάταξη, που η αντιπαράθεση λέγεται debate και είναι προσιτή για σύγκριση σε κάθε πολίτη, κάποιοι επιμένουν να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και να σταυρώνουν τον κόσμο για το σταυρό. Γιατί μη μου πει κανείς, ότι πάνε να πείσουν οικογένειες να ψηφίσουν από εδώ και όχι από εκεί; Άλλωστε δεν θα διέθεταν το χρόνο για να φέρουν ψηφοδέλτια παρά μόνο, κοιτάνε την πάρτη τους… Είναι όμως εντελώς γελοίο, να μην ξέρεις που πέφτει το σπίτι του τάδε συμπολίτη και να σε κουβαλάνε σα γυφτοκόνισμα, οι επιτήδειοι που κάνουν βεραμέντε ψυχικό γιατί έχουν γνωριμίες και άκρες… (Εδώ).

  2. Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Την μίαν την ωνόμαζον. . .. ποδαρούσα, την άλλην εφταλουτρού, την άλλην γυφτοκόνισμα, την άλλην αναρούσα, [ξωτικό] την άλλην μαυροτσούκαλο, παλαβομανίτα. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Μάνα και Κόρη» (1914 η μετά θάνατον πρώτη δημοσίευση) εδώ).

  3. -Κείνο το γυφτοκόνισμα, το κουνέτο, το ξόγανο... κείνο το ανείδεο, το ξωθικό, παιδάκι μου... τον έκαμε το γυιό μου μπε κί ο... Ακουσ' εμένα που σ' λέω... τον έκαμε μπε κί ο! (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Τα δυο κούτσουρα» (1904) εδώ).

  4. Ήτο η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, με μάυρα όμματα, με λευκόν μανδήλιον περί την κεφαλήν, την οποίαν προ δύο ετών, όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νύχτα» (1892) εδώ).

  5. Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; (Από το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Γυφτοπούλα»εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική ορολογία για τις υδρορροές ενός πλεούμενου. Εάν το παπόρι φορτωθεί «έως τα μπούνια» κινδυνεύει να μπάσει νερά από το κατάστρωμα· πιο πολύ βουλιάζει.

Εξ ου και οι σλανγκιές:

Εκ του ιταλικού bugna, η άκρη του πανιού του καραβιού (σ.ς. καμιά σχέση με τα (α)πλωτά bunga-bunga του Silvio). Αρχαιοκαυλιστί: οι ευδιαίοι.

Ασίστ: Doctor, ironick.

  1. ♪♫ Είχα ράψει στο σακάκι
    Δυο σακούλες με μαυράκι
    Και στα κούφια μου τακούνια
    ηρωίνη ως τα μπούνια ♪♫
    («Ηρωίνη και μαυράκι», Σωτήρης Γαβαλάς)

2.
Μπαίνουν μέσα με τα ΜΠΟΥΝΙΑ τα συντρόφια της «Ελευθεροτυπίας»...Που είδαν ευκαιρία να κονομίσουν ανασταίνοντας την πεθαμένη Ελευθεροτυπία με το όνομα «Εφημερίδα των Συντακτών» ...

το βέλος δείχνει προς ένα μεταλλικό στρογγυλό σιφόνι (δεν χώραγε στο πλάνο) (από ironick, 04/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που νταλαβερίζεται συχνά με το «είναι», το «ούτε» και από κτητικό ό,τι απαιτεί η περίσταση για να δηλώσει κάποιον ή κάτι αμελητέο, αδιάφορο, τίποτα, δίχως καμιά αξία, ουσία, περιεχόμενο.

Κι αυτό γιατί αν η πρώτη που εμφανίζεται έχει μια πρόσκαιρη και συμβολική αξία πιστοποίησης του ερχομού της πολυαναμενόμενης αντρίλας, οι αναρίθμητες που ακολουθούν δεν έχουν καμία.

Δεν τη λες και φρέσκια για έκφραση, αλλά λαμβάνοντας υπόψη το τι ξύρισμα πέφτει τη σήμερον στην περιοχή από πολλούς, και μάλιστα από τότε που μαλλιάζει, σίγουρα γεννά υποψίες για το τι ακριβώς έχει στο μυαλό του ο χρήστης της και δη ο νεανίας. Κι αυτό προσφέρει ένα κάποιο διανοητικό τιλτ!!

Ενίοτε και για επίταση της απαξίωσης:
--το τρίτο το μακρύτερο (σε κάποια μπρουτάλ, κατά προτίμηση, απ’ τις εκδοχές του, αντικαθιστά το «τ’ αρχίδια», προφανώς μια κι οι τρίχες του υπολείπονται αυτών σε ...βαρύτητα,

--υπεισέρχεται, χάριν ακριβολογίας και ουχί πολιτικολογίας, επιθετικός προσδιορισμός της απόλυτης θέσης του παπαριού,

--υπεισέρχονται υποδιαιρέσεις· της τρίχας βεβαίως – βεβαίως.

Όταν στον πληθυντικό, παίρνει αμπάριζα μέχρι λαούς ολόκληρους.

  1. Για πείτε, μιας και το 'φερε η κουβέντα, εταιρείες που γουστάρετε.
    Δ1: Deathwish Inc., Holy Roar, Moment of Collapse, Bridge Nine, Magic Bullet.
    M: Κοίτα, εγώ προσωπικά ανέχομαι τον όρο «εταιρεία», όταν είναι ένα μάτσο φίλοι που στήνουν ένα label για τη μουσική και μόνο. Μικρές και ανεξάρτητες. Όλες οι υπόλοιπες δεν αξίζουν ούτε μια τρίχα απ' τ' αρχίδια μου.
    (Από συνέντευξη των Πατρινών I want you dead στο projektfishtank)

  2. «….Με το έργο του βεβαίως στην πορεία δε στάθηκε στο πλευρό των λαϊκών αγώνων και της δράσης των κομμουνιστών, αφού δεν πίστευε στη διέξοδο της ταξικής πάλης, ενώ βρήκε «στέγη» στη λεγόμενη «ανανεωτική» Αριστερά…».
    Όχι δεν αντέχω, θα σχολιάσω: Μικρόψυχα ανθρωπάκια, ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια του δεν είστε!
    (Αναφέρεται στον Χρόνη Μίσσιο)

  3. Όποιος πολιτικάντης ή στρατιωτικός ή επώνυμη λουγκρίτα νομίζει ότι κάτι είναι, ας τολμήσει να συγκρίνει την ξεφτιλισμένη ύπαρξή του με μια τρίχα από τα αρχίδια του παραπάνω παικταρά.
    (Αναφέρεται στον Λούκιο Κουίνκτιο Κινγκιννάτο (519-430 π.Χ.))

  4. -Τώρα εσύ πατέρας μου είσαι η θείος;
    -Εγώ είμαι Θείος!
    -Θα σου ‘λεγα ότι είσαι μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου αλλά πριν κάνα τέταρτο τις εξαφάνισα.

  5. Σπανούλη, Σπανούλη αρχίδι. Είσαι μια τρίχα απ' την ψωλή του Διαμαντίδη.

  6. Ναι, D οι Σκοταδιστές τους ΑΕ και τους κούνησαν την 73η τρίχα από το δεξί τους αρχίδι. Ανάθεμα κι αν έκατσαν να ακούσουν το κομμάτι οι ΑΕ. Εδώ μια φορά που είχα πει στον Φ ότι ο BDF τους έριξε κάτι σποντούλες σ' ένα κομμάτι, γυρνάει και μου λέει γελώντας «ΝΑΑΑΑ» κάνοντας μαζί και τη χαρακτηριστική κίνηση των δύο χεριών προς τα παπάρια. Θα τους νοιάξουν οι Σκοταδιστές; Οι ποιοι;

  7. Όλα αυτά τα κατακάθια της τροφικής αλυσίδας του διαδικτύου δεν είναι ούτε μισή τρίχα απ’ τ’ αρχίδια του Γιώργου Μαρίνου.
    (Αναφέρεται στον γνωστό διασκεδαστή επικροτώντας το θάρρος του να βγει απ’ τη ντουλάπα)

  8. Μιλάνε και οι τρίχες από τα αρχίδια μου, οι πουσταράδες οι Σκοπιανοί, που σε ένα 24ωρο τους σβήνουμε από το χάρτη.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερτικό γης, προίκας, κληρονομιάς, ή άλλης περιουσίας που προέρχεται από ή προορίζεται προς γυναίκα.

Εκ των μουνί (< μνίον, χνούδι) και μοῖρα (< μείρομαι, παίρνω το μερίδιό μου). Λαογραφική μουνοσλανγκιά της Θράκης, σταχυολογείται από την Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», εδώ.

- Εφόσον αποδειχτεί ότι ο μακαρίτης, δεν είχε προλάβει να συντάξει διαθήκη, τότε μιλάμε για εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία καλούνται πρώτα-πρώτα, τα παιδιά. Επομένως, αφού είχε μία κόρη, αυτή είναι και η μοναδική κληρονόμος. Ο/η σύζυγος, που επιζεί, καλείται ως κληρονόμος, στο 1/4 της κληρονομιάς, όταν υπάρχουν παιδιά και στο 1/2, όταν δεν υπάρχουν παιδιά, αλλά άλλοι συγγενείς, όπως αδέρφια, γονείς, ανίψια, παππούδες κλπ. Στο παράδειγμά μας, επομένως, αν δεν εμφανιστεί διαθήκη, κληρονομεί το 1/4 η σύζυγος και τα υπόλοιπα 3/4 της κληρονομιαίας περιουσίας, η κόρη! Αν όμως εμφανιστεί διαθήκη, η οποία π.χ ορίζει ότι όλη η περιουσία καταλείπεται στη σύζυγο ή/και σε τρίτους, τότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί νόμιμης μουνομοίρας, για την κόρη, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, αλλά έχει απαίτηση για το νόμιμο μουνομοίρι της.

Got a better definition? Add it!

Published

Αριθμός ο οποίος διεθνώς και παλαιόθεν συμβολίζει την σεξουαλική επαφή, όπως άλλοι αριθμοί συμβολίζουν άλλα πράγματα.

Η μυστηριώδης, δεξιόστροφη χαράδρα ανάμεσα στους τρυφερούς λοφίσκους του «3» και η αιχμηρή, αριστερόστροφη απόληξη εκεί στα χαμηλά του «2» πιστεύω πως κονιορτοποιούν τις όποιες επιφυλάξεις τυχόν δύσπιστων εν αργκώ αδελφών (pun unintended).

Καυτό νούμερο. Τώρα, για το κατά πόσον στο 32 καίγεσαι, μην ακούτε τους μαλάκες. Χαρείτε τη ζωή.

  1. Αν και γνωρίζω τον εν λόγω συμβολισμό εδώ και λίγο καιρό, δεν κατάφερα να ανακαλύψω κάτι σχετικό στο νέτι. Σας έχω εν τούτοις μια υπαινικτική λογοτεχνική καταγραφή, από τον μαραθώνιο λαγνείας με τον τίτλο «Έντεκα χιλιάδες βέργες», υπό Γυγιώμου Απολλιναρίου.

  2. [...]η Αλεξίνα είχε εξαφανιστεί. Σύντομα όμως ξαναγύρισε, κρατώντας [...] ένα τεράστιο μαστίγιο αμαξά.
    - Το αγόρασα πενήντα φράγκα, φώναξε, απ' τον αμαξά της αστικής καρότσας 3269 και θα μας χρησιμεύσει για να ξανακάνουμε το Ρουμάνο μας να ερεθιστεί. Άστον να δέσει τ' αυτί του Κουλκουλίνα μου, κι εμείς ας κάνουμε 69 για να διεγερθούμε.

( Ο ρουμάνος καμία σχέση, νταξ ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified