Selected tags

Further tags

Πολυτελείας είναι ένας όρος που σημαίνει αυτό που σημαίνει: πως είναι ακριβό, πχιόττας, ξεχωριστό. Δεν ανήκει δηλαδή στα απαραίτητα αναλώσιμα αγαθά (άλλο τώρα αν, από κει που σκουπίζαμε τον κώλο μας με την πέτρα, σήμερα μπορούμε να απολαμβάνουμε και αυτά τα αγαθά ως καθημερινά και με τη σέσουλα. Ήρθε και μας πλάκωσε βέβαια...)

Έχουμε λοιπόν ψωμί, χαρτί, κωλόχαρτο, καθρέφτες, φόρο, βίλες, αυτοκίνητα και πόρνες πολυτελείας. Και άλλα πολλά.

Πέραν αυτών, ο όρος μπορεί να κοτσαριστεί ειρωνικά σε οποιονδήποτε: ζητιάνος πολυτελείας, τρελός πολυτελείας, μαλάκας πολυτελείας κλπ.

Στις μόνες περιπτώσεις που, λέγοντας απλά «πολυτελείας» καταλαβαινόμαστε, είναι όταν πρόκειται για ψωμί ή για πουτάνα. Αυτός είναι και ο μόνος λόγος ύπαρξης του παρόντος λήμματος (παρ. 1, 2).

  1. - Τι θα θέλατε;
    - Ένα κιλό πολυτελείας παρακαλώ.

  2. Πολύ μες το λούσο είναι το γκομενάκι... Ρε μπας κι είναι καμιά πολυτελείας και δεν το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ούφο. Ο αλλού. Ο τσίου μπίου τσικιμπίου.
Όπως λέει και το παράδειγμα εδώ, αυτός που τον έχει φάει η μαλακία.

Όπως συμβαίνει και με τους πνευματικούς αδελφούς τους, τους πυροβολημένους, τα πλήθη των κουνημένων παρουσιάζουν αξιοσημείωτη διασπορά. Τουτέστιν, οι περί ων ο λόγος φωστήρες δεν βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε ένα σημείο να ρίξεις μια να τους κάψεις μαζεμένους. Πρέπει να τους ξετρυπώνεις και να τους κατραπακιάζεις έναν-έναν, διαδικασία ιδιαιτέρως χρονοβόρα και ψυχοφθόρα.

Δεν διαθέτω πια την υπομονή και τις αντοχές της πρώτης μου νεότητας, χώρια που φοβάμαι την υψηλής μεταδοτικότητας πάθησή τους. Ωσεκτουτού, εγκαταλείπω την προσπάθεια (και το λήμμα) σε αυτό το σημείο.

Εμενα προσπαθησε να με χωσει ενας γνωστος ο οποιος απο πριν ηταν λιγο κουνημενος. Νυχθημερόν,

Ηλίθιοι, κουνημένοι, καμένοι και παντός είδους γελοίες υπάρξεις, στο σινεμά δεν πάμε ούτε για να πούμε τα νέα μας με τους άλλους ηλίθιους, κουνημένους, καμένους και γελοίους φίλους μας που έχουμε να δούμε 5 μήνες, αλλά ούτε και για να ρίξουμε το γκομενάκι που ψήνουμε τόσον καιρό και αντιστέκεται προφανώς γιατί έχει καταλάβει ότι είσαι ηλίθιος, κουνημένος, καμένος και γελοίος !!! άνευ διαλείμματος

Τα Custom Panels δεν πωλούνται ξεχωριστά βέβαια, πρέπει να αγοράσεις και υπολογιστή μαζί. Και σε τιμές που μόνο αν είσαι ολίγον κουνημένος στο μυαλό θα πλήρωνες... και ακαταπαύστως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σταματάω απότομα το εν κινήσει όχημά μου, φρενάροντας. Αυτό συμβαίνει όταν εμφανίζεται ένα ξαφνικό εμπόδιο, ή αν είμαι άτσαλος αρχάριος οδηγός.

Αντίθετο του σανιδώνω.

  1. Κατά τ' άλλα, η λέξη είναι περασμένη στα λεξικά και είναι συνώνυμη του μένω Προκόπης και των συναφών λημμάτων.

1.α. Το κοκάλωσε μες στη μέση, σταμάτησα με το ζόρι και τον πλάκωσα στις κόρνες, όταν πήγα δίπλα και του την είπα γέλαγε ειρωνικά και κοίταγε με απάθεια.

1.β. Αφού προχωράει λίγο το λεωφορείο, το κοκαλώνει ξαφνικά (δεν ήταν σε κεντρικό δρόμο αλλά σε στενό -ούτε καν σε στάση δεν ήταν εκεί που το κοκάλωσε), ανοίγει τις πόρτες και μου φωνάζει άγρια να κατέβω κάτω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουμμούνι, σε πιο μπρουτάλ εκδοχή. Παλαιότατης κοπής ψυχροπολεμικό μπινελίκι σε βάρος αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμοριτών κουκουέδων, σταλινοτσολιάδων, τσιπραλαβάνων αριστεριτζήδων, κ.ταλ. Μετά από πολυετή αφανισμό, η χρήση του μπινελικίου εσχάτως σαν να μπήκε σε τροχιά απενοχοποίησης.

Δέον να σημειωθεί ότι ορισμένοι λεβέντες απευθύνουν τον χαρακτηρισμό σε ευρύτερο πληθυσμό αποδεκτών, πιχί σε σοσιαλδημοκράτες, γιεγιέδες, οικολόγους, βενιζελόμουτρα, τεντυμπόυδες, ανάρχες, άπλυτα ταγάρια, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

Αγγλιστί commie, γαλλιστί coco.

Από το δουπού: Khan.

- Τσε γκεβάρα ρε; Τι είσαι κομμούνι; Κομμούνια, κομμούνια θα γίνεται σαπούνια!!!
(εδώ)

- Χρυσαυγίτες μου φώναζαν «φύγε ρε κουμμούνι
(Νταλάρας, εκεί)

- Τα Κομμούνια και τα Μνημούνια.
(παραεκεί)

- Κομμούνι φαίνεσαι από τα μούσια σου!
(παραπέρα)

- Aντε ρε παλιοκομμούνι που δεν ασχολείσαι με φασισταριά!
(Η. Κασιδιάρης προς Λ. Κανέλλη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημώδης έκφραση (15σύλλαβος), η οποία δηλώνει ότι μια κατάσταση είναι προτιμότερη ceteris paribus όταν εξασφαλίζει το ελάχιστο απαιτούμενων δεσμεύσεων και υποχρεώσεων.

Στην περίπτωση μας τόσο ο εραστής, όσο και ο μέλλων νυμφίος νέμονται ομοίως το αντικείμενο του πόθου τους. Πλην όμως ο δεύτερος έχει ουσιαστικά υπογράψει συναλλαγματική δια την προς γάμου κοινωνία, η οποία τον καθιστά σε δυσχερέστερη διαπραγματευτική θέση.

- Ακόμη και πρώτο κόμμα να έρθει ο Συριζα πιστεύω ότι δεν θα είναι πρόθυμος να κυβερνήσει.
- Σαφώς ρε κουμπάρε. Το ίδιο αγαπητικός, το ίδι' αρραβωνιάρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έσχ(κ)ατο μπινελίκι, πολιτικό κυρίως, με το οποίο υβρίζεται νεκρός ή και εν ζωή συγγενής του. Κλασσικότερη περίπτωση το «σκατά στον τάφο του Μπακογιάννη», όπου εννοείται ο Παύλος Μπακογιάννης, σύζυγος της Ντόρας Μπακογιάννη.

Σύμφωνα με τον γούγλη, ορισμένοι από τους δημοφιλέστερους αποδέκτες σκατών στους τάφους τους είναι οι: Κεμάλ Ατατούρκ, Ιωσήφ Στάλιν, Ραούφ Ντενκτάς, Ιωάννης Μεταξάς, Ανδρέας Παπανδρέου, Σωκράτης Γκόλιας, Κωνσταντίνος Ηλιάκης, Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος κ.ά.

Το συμπέρασμα, νομίζω, είναι ότι βρέχει σκατά στους τάφους δικαίων και αδίκων από την καφρίλα των Νεοελλήνων, ήτοι όχι μόνο σε τάφους τυράννων, εξουσιαστών, εθνικών εχθρών, αλλά και στους τάφους ανθρώπων των οποίων ο θάνατος υπήρξε εξόχως συμβολικός. Δημοφιλείς ρίμες, πάντως, είναι τα «σκατά, σκατά στον τάφο του Ντενκτά» (σίκ) και «σκατά, σκατά στον τάφο του Ζητά».

Πάσα (Δ.Π.): Βράσταμαν.

  1. «Σκατά στον τάφο του Μπακογιάννη». Μάλιστα. Του εκφωνητή της Ντόιτσε Βέλε την περίοδο της δικτατορίας. Του ανθρώπου που δολοφονήθηκε πισώπλατα. Συγχαρητήρια, συγχαρητήρια... (Εδώ).

  2. Ερχόμαστε! Σκατά στον τάφο του Ευρώ! (Εδώ).

  3. ΚΚΕδες: [...] Αγαπημένη βρισιά τους, ο φασίστας και όλα τα παράγωγά του (φασισταριό, φασιστάκι κλπ). Την απευθύνουν με μένος και η αιτία είναι πάντα η ίδια.
    Ξεκίνησες μία φράση με το αντιθετικό «μα» εξ αιτίας των πολλών «όχι» που άκουσες; Είναι αρκετό. Ο ΚΚΕς έχει πάντα δίκιο.
    Αν βέβαια τους πεις κάτι ακραίο, όπως «Σκατά στον τάφο του Στάλιν», υπέγραψες την καταδίκη της αξιοπρέπειάς σου.
    Ο οχετός που θα κατεβάσουν θα σ’ ακολουθεί για μία ζωή. (Εδώ).

  4. Οταν θα πεθάνω θα πάω στον παράδεισο,γιατί την κόλαση την έζησα εδώ. Σκατά στον τάφο του Τζων Γουέιν... ( Ο Καθιστός ταύρος) (Εδώ).

Από εκδήλωση με μέλη της Χρυσής Αυγής. (από Khan, 12/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρά, κουλ, χαλάρωσε, ήρεμα με τις αντιρρήσεις σου, μην επιτίθεσαι κλπ.

Φράση που εκστομίζεται προς τον συνομιλητή μας όταν αυτός αντιδράσει έντονα (οξύθυμα, επιθετικά, ειρωνικά, καυστικά, έξαλλος, μουτρωμένος κλπ) σε μια δική μας κουβέντα, είτε είπαμε μαλακία είτε είχαμε δίκιο.

Η φράση λέγεται και σκέτη, αλλά συχνά συνοδεύεται με τα εξής:
«καλά ντε, ~» «~ ρε» «~, δεν είπαμε και τίποτα...»
«~, δε σε είπαμε και καμπούρη» (μπαμπαδισμός)
κά

Πολλές φορές την λέμε προκαταβολικά, όταν ξέρουμε ότι θα μας την πούνε (παρ. 3).

Επίσης λέμε:
- «βάρα τον, τον μαλάκα» με την έννοια του «πάρ' τον από δω μην τον ακούω»
- «μη βαράτε τον Χ», δηλ. μην ξεσπάτε πάνω του (παρ.4)

  1. Καλά μη βαράς ντέ, δεν είπα ότι είναι η θεά,είπα ότι δεν έχει φήμη αλανιάρας,cool.

  2. Α: καλά ντε, μη βαράς μια παρατήρηση κάναμε...
    Β: οχι βεβαια :) δεν βαραω! απλα τα εγραψα διπλα με κεφαλαια, για να ξεχωριζουν απο τα δικα σου.

  3. Ο πρώτος, Lost, έχει παίξει 8 επεισόδια από τον 4ο κύκλο, τα έχω όλα, δεν έχω δει κανένα (μη βαράτε ντε, θα ανακάμψω)

  4. Η ανακαίνιση του Μουσείου: Μη βαράτε τους νεκρούς (Αρχαιολογική υπηρεσία) Ο κ. Κ είναι το πρόβλημα !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοντέλα πρωινάδικουπου χρησιμεύει ως γλάστρα και περνά τον τηλεοπτικό της χρόνο επιδεικνύοντας στον αδηφάγο τηλεοπτικό φακό τα μπούτια της (φαίνω + μηρός).

Φαινομηρίδες της αρχαιότητας οι σημερινές … μινιφορούσες; (από το σάη-πακέτο)

τυπική φαινομηρίς (από allivegp, 12/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά (βλ. παρ.1): βάζω λεμόνι σε κάποιο έδεσμα, κυρίως στην προπαρασκευή του (απλή επάλειψη ή μαρινάρισμα). Το λεμόνι, εκτός από αρωματικό, είναι και αντισηπτικό.

Μεταφορικά (βλ. υπόλοιπα παραδείγματα): γυροφέρνω ένα θέμα, το φέρνω με τρόπο, το καθυστερώ (όπως λέμε το λιβανίζω), το τραβάω κλπ.

Θα έλεγα κυρίως: το παραποιώ -με την έννοια του «ωραιοποιώ», καθότι το λεμόνι με το άρωμά του διώχνει μυρωδιές και αρώματα που δεν μας είναι ευχάριστα (πχ. την κρεατίλα ή την κοτοπουλίλα).

Υπάρχει και αντίστοιχα το πορτοκαλίζω, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το γνωστό πια και το οποίο έχω συναντήσει μόνο στον Αλεξάνδρου, με την ίδια σημασία με το λεμονίζω, βλ. παρ. 4.

Disclaimer: τη λέξη δεν βρήκα σε κανένα από τα λεξικά που διαθέτω, ωσεκτουτού η ερμηνεία (κυρίως η μεταφορική) είναι εντελώς τελείως δική μου.

  1. Πλένετε και καθαρίζετε τα ψάρια (μπορείτε να βάλετε γαύρο ή μπακαλιάρο ή γαλέο κλπ). Τα αλατίζετε και τα λεμονίζετε. Τα τοποθετείτε σε ταψί και από πάνω βάζετε τα κρεμμύδια κομμένα σε ροδέλες, το σκορδο και το μαϊντανό ψιλοκομμένα και καλύπτετε με τα ντοματάκια.

  2. Για να μην λεμονιζω το θεμα ουτε ο Μπαγιεβιτς (που δεν τον γουσταρω μια) ετρωγε 4 στο γηπεδο του.

  3. Με την Κέρκυρα παίζουμε. Λεμονίζεις επικίνδυνα.

(όλα τα παραπάνω από το νέτι).

  1. Κι έρχεται, που λες, η λεγάμενη το πρωί, νωρίς τα χαράματα, ντυμένη στο λούσο. «Τι μού 'ρθες», της λέω, «και μου λεμονίζεις, τι μού 'ρθες», της λέω και μου πορτοκαλίζεις; Φ. Ντοστογιέβσκι, «Έγκλημα και Τιμωρία», μτφ. Άρης Αλεξάνδρου (ναι, πάλι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις ή αλλιώς λιμπά, καμπανέλια, καλαμπαλίκια, γκογκόβια. Ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της ανδρικής ανατομίας, εκτεθειμένο λόγω της θέσης του στη διαστροφή και το ανύπαρκτο έλεος κάθε περδόμενου, υποζυγίου έλξης, λογοτέχνη ή ζωγράφου, μαγείρου, Ιταλού, Πελοποννήσιου, ζαχαροπλάστη, βοτανοσυλλέκτη, μασκαρά, μουσικού. Ως απόρροια αυτής της αχαρακτήριστης επιθετικότητας, τα δυστυχή κατσαμπάνια πάσχουν συχνά από ιλίγγους με συνοδά φαινόμενα ολικής εξοίδησης.

Ωστόσο, κάποιοι ειδικευμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η εξοίδηση μπορεί να οφείλεται σε υπαγορευμένες αλαζονικές συμπεριφορές, οπότε και είναι απαραίτητη μια κατά μέτωπον επίθεση για την αποκατάσταση της φυσικής ισορροπίας.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες τα κατσαμπάνια αρέσκονται στην ψηλάφηση και τριβή τους με τα νύχια ή τις άκρες των δακτύλων. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατή η αιτιολόγηση αυτής της προτίμησης, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται περί ψεύδους.

Η λέξη είναι πιθανότατα λακωνικής προέλευσης, όπως φαίνεται και από εν εκ των παραδειγμάτων. Προς επίρρωσιν, να αναφέρω ότι την πρωτοάκουσα από τον μακαρίτη τον μπατζανάκη μου, Λάκωνα την καταγωγή.

  1. Τα «κατσαμπάνια» είναι τα αντρικά γεννητικά όργανα εξαιρουμένου του μορίου, οι όρχεις. Η λέξη ισορροπεί με χάρη ανάμεσα στην ευγενική αναφορά του αντικειμένου και στις μάγκικες / χωριάτικες καταβολές του αναφέροντός την, και χρησιμοποιείται κυρίως από μεσήλικες επαρχιακής καταγωγής.
    αριστερό.

  2. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ ΜΑΣ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΗΣ ; δεξί.

Επίσης από το νέτι :

ΝΑ ΨΟΦΗΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΤΟΣ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΕΙΝΑΕΙ Κ ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΒΑΣΗΛΗΚΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΥΝΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ Κ ΤΙΣ ΚΟΛΟΧΑΡΑΜΑΔΕΣ ΤΟΥΣ.

ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ ΡΕ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΥΡΙΣΤΟ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ.
κατσαμπάνια ;.........τελικα τα @ρχιδι@ εχουν πολλα nicks.

Στη Μάνη τα λέμε κατσαμπάνια.

Η γιαγιά μου λέει μερικά μανιάτικα αλλά τα κατσαμπάνια δεν τα έχει ξεστομίσει ποτέ !
(Σ.Σ. Προφ επειδή δεν τα έχει βάλει ποτέ στο στόμα της).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified