Selected tags

Further tags

Διακεκορευμένη, κοινῶς ξεπαρθενεμένη, σπασμένη.

Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς λέγεται (λεγόταν καλλίτερα) πάντοτε γιὰ νεαρὲς ἐνήλικες γυναῖκες, ἐκ μέρους ἀνδρῶν, ὡς διαβολή. Ὅταν, σπανίως, ἐξεστομίζετο ἐκ μέρους γυναικῶν, τότε ἡ κακοήθεια χτυποῦσε κόκκινο, καθ´ ὅτι ἐσκόπευε νὰ προσβάλῃ ἀπ´ εὐθείας τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψι τῆς νύφης των (βλ. παράδειγμα 3).

Ἡ τρύπια καὶ ἡ σπασμένη δὲν ἔχουν πραγματολογικὴ διαφορά• διαφέρουν ὅμως κατὰ τὸ ποιός τὸ ἐκστομίζει, κατὰ τὴν πρόθεσι, καὶ κατὰ τὴν ψυχολογικὴ βάσι ἐκκινήσεως τοῦ χαρακτηρίζοντος (βλ. συμπληρωματικῶς τὸ λῆμμα σπασμένη).

Συνεταιρικὸ λῆμμα μὲ Galadriel

  1. (Μεταξὺ ἀνδρῶν): - Μπορεῖ νὰ τὸ φυσάῃ τὸ παραδάκι ὁ γέρος της, ἀκούγονται ὅμως διάφορα...
    - Σὰν τί, ρὲ Νικόλα, μίλα ἴσια...
    - Πὼς εἶναι τρύπια, νὰ ποῦμε, καὶ γυρεύει νὰ τὴ μπαλώσῃ...

  2. - Ξάδερφε θὰ σὲ παντρέψουμε ἐσένα; Παίζει τίποτα καλὸ στὴ ζωή σου; - ῎Ε, ντάξ, παίζουν διάφορα ἀλλὰ ὄχι καὶ γιὰ γάμο. - Γιατί καλέ, δὲν ἔχεις γνωρίσει κανὰ κορίτσι τῆς προκοπῆς; - ᾿Αφού τὶς ἔχω γνωρίσει, ἐσὺ τί καταλαβαίνεις; Θὰ εἶναι κορίτσια τῆς προκοπῆς; Τὶς τρύπιες θὰ πάρω; (ἀπὸ Galadriel)

  3. (Πεθερά πρὸς νύφη): - Τὰ λοῦσα σὲ μαράνανε κι οἱ ἀπαιτήσεις, κακὸ χρόνο νἄχῃς!... Ἀλλὰ καλά νὰ πάθουμε, ἀφοῦ στραβωθήκαμε καὶ σὲ πήραμε ἄπροικη καὶ τρύπια, ἀνάθεμα τὴν ὥρα τὴ μαύρη καὶ τὴ σκότεινη (sic)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σου «πρήζει τ' αρχίδια». Ο απόλυτα εκνευριστικός και επίμονος άνθρωπος, που επιμένει μέχρι να σε πείσει γι' αυτό που θέλει.

Συνώνυμο: Ο σπασαρχίδης, σπαζαρχίδης, σπασαρχίδας

Τι πρηζαρχίδης είν' αυτός ρε φίλε! Προχτές με είχε δυο ώρες στο τηλέφωνο και μ' έπρηζε να του δώσω τα κλειδιά απ' το σπίτι για να φέρει τη γκόμενα το Σαββατοκύριακο!

(από guybrush, 05/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακεκορευμένη, κοινῶς ξεπαρθενεμένη.

Λέξι τοῦ συρμοῦ τὴν ἐποχὴ ποὺ πήγαινα δημοτικό. Οἱ πιτσιρικάδες χαρακτήριζαν ἔτσι κάποια ἀπ´ τὰ κορίτσια, μὲ συνομωτικὸ τρόπο. Ἡ ἔκφρασι ἐμπεριέχει ὅλη τὴ μαγεία τῆς ἄρρενος προεφηβίας, ὅπου μπερδεύεται ὁ ἄγουρος καὶ ἀνεπίγνωστος ἔρως, ἡ τόσο χρήσιμη στὴ φᾶσι ἐκείνη ἐχθρότης πρὸς τὸ ἄλλο φῦλο, οἱ προκαταλήψεις τῆς ἐποχῆς καὶ ἡ ἐξ ἀκριτομυθιῶν γνῶσι γιὰ τὰ συμβαίνοντα στὰ ἀπόκρυφα τῶν κοριτσιῶν. Στὸ μυαλὸ τοῦ πιτσιρίκου τῆς 5ης-6ης τὸ ξεπαρθένεμα ἐφάνταζε ὡς μείζων ἀναπηρία γιὰ τὸ κορίτσι, μὲ συνέπειες ἀκόμη καὶ στὸν τρόπο βαδίσματος.

- Πῶς πάει ἔτσι ἡ Σοφία, ρὲ μαλάκα;
(συνομωτικά):
- Εἶναι σπασμένη, ρὲ μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιοτάτης κοπής πολιτικό μπινελίκι βασιλοφρόνων από την εποχή του Εθνικού Διχασμού.

Η λέξη εξέλειπε με την εκπνοή των τελευταίων παππούδων που πρωταγωνίστησαν τότενες. Ίσως να αναβιώσει ένεκα που ήρθε η ώρα του Μπένι.

- Ἡ λέξι αὐτὴ ἐξαφανίστηκε. Ὁ τελευταῖος γνωστός μου ποὺ τὴ χρησιμοποιοῦσε ἀπεβίωσε πρὸ 15ετίας. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτή ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἐμφανίζεται. Κάπως μοὔρχεται αὐτό.
(aias.ath, εδώ)

- Παιδιά έπαιζαν στον ίδιο χώρο, αλλά όχι και μαζί για... πολιτικούς λόγους: «Δεν παίζω μαζί σου, γιατί είσαι βενιζελόμουτρο, μου είπε ο μπαμπάς μου», «κι εσύ βασιλικιά πουτάνα, μου είπε η μαμά μου».
(διάλογος Δημήτρη Χορν και Ναταλίας Μελά, εκεί)

- Με έλεγαν και είμαι βενιζελόμουτρο. Κι έχω ένα μεγάλο ερώτημα: Κάθε πόσα χρόνια εμφανίζεται ένας Βενιζέλος στην Ιστορία μας»;
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέτη σκέτη η λέξη ένεκα σημαίνει «εξαιτίας» και συντάσσεται με γενική.

Φαίνεται όμως πως λόγω κάποιας δυσκολίας ως προς τον ήχο της (ακούγεται λίγο σαν εξωγήινη) ή το εξαιρετικά λιτό της (είναι σύντομη για το βάρος που σηκώνει) ή την εφαρμογή της (σύνταξη με γενική, μια πτώση που τείνει να εξαλειφθεί), έχει αποκτήσει με τον καιρό διάφορες παραλλαγές, οι οποίες ξεκίνησαν από λάθος, τείνουν όμως να καθιερωθούν, είτε ως σλανγκ είτε ως κανονικές, δόκιμες.

Γνώμη μου: είναι από τα λάθη που δεν πρέπει να υποστούν τον βιασμό της διόρθωσης, είναι από τα λάθη που δημιουργούν νέα ή συμπληρωματικά γλωσσικά πράγματα (ένα από τα 2983948 λήμματα του προχείρου μου είναι αφιερωμένο σε αυτά, θα).

Μία λοιπόν από τις παραλλαγές του ένεκα, είναι η προσθήκη-πλεονασμός του που (παρ. 1, 2), η οποία αναφέρεται και στο ΛΚΝ, που σημαίνει «εξαιτίας του ότι». Εδώ το «εξαιτίας του ότι» πέφτει μεγάλο, το «ένεκα» μικρό, κι έτσι το «ένεκα που» φέρνει την μπαλάντσα στα ίσα της.

Άλλη μία είναι η σύνταξή της με αιτιατική (παρ. 3, 4) ή με ονομαστική (παρ. 5.).

Για κάποιο λόγο, ως νέο συντακτικό φαινόμενο, το συνδέω με την περίπτωση του αφού. Πέραν αυτού είναι και συνώνυμα, με τη διαφορά ότι το ένεκα (που) μπαίνει στην αρχή, ενώ το αφού στο τέλος της πρότασης.

σ.ς.: διάλεξα για λήμμα το συνηθέστερο από τα τρία, για λόγους αναζήτησης. σκέτο ένεκα, δεν.

  1. δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες
    Καραγάτσης

  2. Από 3 ετών, το 1969, τρώω μακαρόνια μαγειρεμένα από Ιταλούς, ένεκα που η θεία μου (που μέναμε στο ίδιο σπίτι) είχε παντρευτεί Ιταλό, τον γραμματέα του Ιταλικού Προξενείου και μιά φορά τον μήνα όλοι οι Ιταλοί της πόλης μας μαγείρευαν και έτρωγαν στην αυλή μας.

  3. εκτος αυτου και ο αντρας μου εχει μαγαζι οποτ εδεν θελει να κλεισει πολλες μερες ενεκα τα εξοδα που τρεχουν και αυτα που ερχονται!

  4. τί γκίνια, εμένα να μου χει τύχει πατέρας σοβατζής και μάνα μοδίστρα που δεν μπορούσε να ράψει ένεκα τα αρθριτικά...

  5. Ο γνωστός και από τις τηλεοπτικές εκπομπές έρευνας δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης, παρουσίασε το ιδιαίτερα ενδιαφέρον [ένεκα και η κάκιστη οικονομική συγκυρία] βιβλίο του MARC ROCHE το οποίο αναφέρεται στις δραστηριότητες της Τράπεζας GOLDMAN SACHS και απάντησε σε μία καταιγίδα σχετικών ερωτήσεων του κοινού.

  6. ένεκα η κρίση
    ένεκα και η περιέργεια μου στα fixed
    ένεκα που δεν μου χαρίζει κανένας ένα
    ένεκα που δεν έχει ένας φίλος μου να μου δανείσει ένα
    ένεκα που είναι μεγάλος μπελάς να φτιάξω κι απ'το internet
    ένεκα που δεν θα είναι στην αρχή το καθημερινό μου ποδήλατο
    ένεκα που συνάντησα και έναν bike messenger .....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ παροχὴ ἀγαθοῦ τινος, ἐν ἀνεπαρκείᾳ εὑρισκομένου, πρὸς ὁμάδα ἀνθρώπων, ἔτσι ὥστε αὐτοὶ νὰ πρέπῃ νὰ διαγκωνισθοῦν, προκειμένου νὰ τὸ ἐξασφαλίσουν γιὰ τὸν ἑαυτόν τους ἕκαστος.

Ἡ λέξις προέρχεται εἴτε ἀπὸ τὴν «βουτιά» (plongeon), ποὺ χρειάζεται νὰ κάνῃ κάποιος γιὰ ν' ἁρπάξῃ τὸ ἀντικείμενο, εἴτε ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ τὸ ἅρπαξε, τὸ «βούτηξε» ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

βουταρία ἦταν συνηθισμένη ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό. Κάποιοι πιτσιρικάδες γούσταραν πότε-πότε νὰ βλέπουν τοὺς ἄλλους νὰ πλακώνωνται γιὰ καμμιὰ γκαζὰ ἢ καμμία κάρτα μὲ σημαῖες κρατῶν, ποὺ ἦταν τὸ συλλεκτικὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, στὰ χρόνια ἐκεῖνα. Συχνότερα εἶχε τὸ κίνητρο τοῦ νὰ αἰσθανθοῦν ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν ὑπολοίπων, καὶ σπανίως τὴν πραγματικὴ πρόθεσι νὰ χαρίσουν κάτι ποὺ τοὺς περίσσευε ἢ δὲν ἤθελαν πιά.

Φαίνεται ὅτι ἡ βουταρία ἐπανέρχεται στὴ μόδα, διότι ἐχρησιμοποιήθη ἀπὸ τὴν Προεδρία τῆς Δημοκρατίας (μας), βλ. παράδειγμα 2.

  1. - Ρέέέέέέ! Ἀκοῦτε ρέέέ! Βουταρία ἕνα χαρτάκι Ζανζιβάρη!
    - Ρίχτο ρέέέέέέ!

  2. Σχόλιο ἀπὸ τὶς εἰδήσεις τῆς 10/11/11 (ἐπέκειτο ἡ ἀνακοίνωσι τῆς πρωθυπουργοποιήσεως Παπαδήμου. Στὶς 9/11/11 εἶχε ἀνακοινωθῆ ἡ πρόθεσι νὰ πρωθυπουργοποιηθῇ ὁ Πετσάλνικος μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας):
    Ὁ κ. Μπίτσιος θὰ διαβάσῃ τὴν ἀνακοίνωσι τῆς Προεδρίας καὶ μετὰ θὰ μοιράσῃ τὸ κείμενο στοὺς δημοσιογράφους. Ἐλπίζουμε νὰ μὴν ξαναγίνῃ τὸ μοίρασμα μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας, ὅπως χθές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐκτὸς ὅλων τῶν ἄλλων σημαίνει καὶ διακινῶ στὸ κατάστημά μου.

Πελάτης: - Παρακαλῶ, ἔχετε νερὸ Λουτρακίου;
Μαγαζάτωρ: - Μόνο Κορπή, κύριε· Λουτράκι δὲν δουλεύουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδεύω κάποιον, γελάω με την πάρτη του. Τον αντιμετωπίζω με ελαφρότητα. Όπως ο μεζές είναι για τσίμπημα, ορεκτικό δηλαδή, και δεν είναι για χόρταση, έτσι και αυτός τον οποίον παίρνουμε στον μεζέ δεν είναι, κατά τη γνώμη μας, τπτ το πολλά βαρύ (εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον).

Συνώνυμο: παίρνω κάποιον στο ψιλό.

Το λήμμα υπάρχει στο ΛΚΝ, αλλά χωρίς ανάλυση και παράδειγμα. Να πω κι ότι ήταν ξεχασμένο και ξαραχνιάστηκε, επικαιρότητα αφού.

Τώρα όλο και κάποια esprits esprits mal tournés εδώ μέσα θα το συνδέσανε με άλλον μεζέ, αλλά εγώ δεν λέω τπτ, τους αφήνω να αυτοσχεδιάσουν...

  1. ... μερικές γειτόνισσες, στριφνές και κουτσομπόλες, την είχαν πάρει στο μεζέ...
    Λαπαθιώτης, «Κάπου περνούσε μια φωνή».

  2. Χρωστάμε 264 εκατ. στην Τουρκία-Μας πήραν στο μεζέ

  3. Αφού και το «αδελφάτο» (της καλής χαράς) μας πήρε στο...μεζέ, στραβά αρμενίζουμε...

τα 2 και 3 από το νέτι.

(από patsis, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Απαντάται, μάλλον αποκλειστικά, στην κρητική διάλεκτο -παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μεσαιωνική λέξη- και σημαίνει: μαλλί / μαλλιά, τούφα. Για την ακρίβεια, χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, σκουλιά, που σημαίνει μαλλιά, συνήθως λυτά και πάντως απεριποίητα.

Η ετυμολογία της λέξης (σύμφωνα με το λεξικό της Πάπυρος Larousse): σκουλί < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι), ενώ η ίδια η λέξη συνδέεται πιθανώς και με το φυτό «Πράσιον το ξενικόν», aka «σκουλόχορτο», ευρύτερα γνωστό σαν ασπροπρασιά, καλάνθρωπο και μαρμαράκι (για την ετυμολογία και τη σύνδεση με το φυτό, βλ. και εδώ).

Στο ίδιο forum εντόπισα κάποιες επιπλέον έννοιες του όρου τις οποίες δε γνώριζα. Πρόκειται για τις κάτωθι:
1. Δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο.
2. Δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι.
3. Σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο, δεσμίδα.

Πρέπει να σημειωθεί πως το ευρέως διαδεδομένο κρητικό επώνυμο Σκουλάς (συναντάται και το «Σκουλάκης») προέρχεται από αυτή τη λέξη. Σχετική ιστορία για το επώνυμο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Κρητικιά μαμά στον πιτσιρικά της:
Μάζεψε μωρέ τα σκουλιά σου! Πώς μπορείς και διαβάζεις έτσι που πέφτουν στα μάτια σου;
(Για τις υπόλοιπες έννοιες δεν παραθέτω παράδειγμα, γιατί πραγματικά δε γνώριζα καν πως υπάρχουν και τυχόν παραδείγματα να μην αποδίδουν σωστά αυτές τις επιπλέον χρήσεις του όρου).

Marrubium vulgare, aka σκουλόχορτο (από mafie, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Disclaimer: Αποφασίζοντας να ορίσω το λήμμα που είχα στο πρόχειρο από τότε που βγήκαν οι λάσπες και γουγλάροντας είδα πως με πρόλαβε άλλος και του 'δωσε και κατάλαβε στην ανάλυση, ρισπέκτ. Για λόγους πληρότητας σλανγκρ συνεχίζω ακάθεκτη για να υπάρχει αλλά περιληπτώ:

Τσίμα τσίμα, κατά περίπτωση σημαίνει:

  • ίσα ίσα,
  • οριακά,
  • άκρη άκρη,
  • μετά δυσκολίας έως μόλις και μετά βίας,
  • στήθος με στήθος,
  • στο τσακ και παρατρίχα,
  • στενά,
  • στριμωγμένα και χωρίς περιθώρια.

Γενικώς το βρήκα και ως τσύμα-τσύμα, ή και τσῦμα-τσῦμα (γιατρέ για πάρτη σου), γιατί βγαίνει λέει από το λατινικό cῑma/cȳma που θα πει βλαστάρι και εν συνεχεία πήρε την έννοια του ακρογωνιαίου, κορφή, άκρο κλπ. Ο Σαραντάκος θεωρεί ότι πρόκειται για αντιδάνειο από τα Ιταλικά όπου το ελληνικό κύμα - κύημα έγινε cima. Ο Μπαμπινιώτης εξετάζει τη θεωρία να προκύπτει από το σιμά σιμά, δηλαδή κοντά κοντά (στην άκρη υποθέτω) που δικαιολογεί καλύτερα τη συνήθη ορθογραφία. Κατάσταση μπερδεγουέι.

Ο Κανάκης: Είχα κατά περιόδους τις αφραγκιές μου, αλλά περισσότερο ήμουν στην κατηγορία «τη βγάζω τσίμα τσίμα».

H Τσαπανίδου: ...η «μάχη» δόθηκε στήθος με στήθος, [...] Τα νούμερα που είναι «τσίμα τσίμα» δείχνουν την απίστευτη μάχη που γίνεται, δεδομένου ότι το MEGA και ο ANT1 κάνουν καθαρή ψυχαγωγία και ο ΣΚΑΙ καθαρή ενημέρωση.

O Εξωαποτοευρός: Και με ευρώ και χωρίς ευρώ για μας το λαό η φτώχεια είναι σίγουρη. Ότι νόμισμα κι αν θα 'χουμε από τη στιγμή που θα δουλεύεις σαν είλωτας για να τα φέρνεις βόλτα τσίμα-τσίμα το ίδιο κάνει.

O Μπάτμαν: ... ο Christian Bale, αυτοπροσώπως και όχι δια μέσου κασκαντέρ, ατένιζε την πόλη φορώντας τη στολή του “Σκοτεινού Ιππότη”, τσίμα-τσίμα στην άκρη της κορυφής του Πύργου Sears.

O Ανέκδοτος: ...πλησιάζει και βλέπει ότι το φως ήταν ένα καντήλι μέσα σε ένα πολύ μικρό καμαράκι- προσκυνητάρι. Με πολλή προφύλαξη πλησίασε και κοίταξε μέσα ,όπου είδε ότι ήταν ξαπλωμένες τσίμα- τσίμα τρεις καλόγριες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified