Selected tags

Further tags

Προφ ειρωνικό, έχει αντίστοιχη σημασία με εκφρασούλες τ. όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε, τι του λείπει του ψωριάρη, φούντα με μαργαριτάρι κλπ

Ο λόγος που είσαι σα γαμώ το κερατό μου, που έχεις βουτηχτεί μεσ' στη μιζέρια, που έχεις μαραθεί από τη στενοχώρια είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί για να στανιάρεις: είναι η έλλειψη του περί ου ο λόγος. Είναι; Ε, δεν είναι, μάλλον έχεις πολύ σοβαρότερα προβλήματα που προηγούνται να λυθούν και το περί ου ο λόγος είναι απλή ενοχλητική λεπτομέρεια.

Στην ερωτηματική του μορφή τ. «αυτό σε μάρανε;», παίρνει και την έννοια εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται με όλα τα συνώνυμα.

Εδώ: Η ειλικρίνεια σε μάρανε: Δείτε υποτιτλισμένο το ηχητικό μήνυμα που άφησε ένας ολίγον μεθυσμένος νεαρός από τις ΗΠΑ στην κοπέλα του, θέλοντας να της εξομολογηθεί ότι την απάτησε με την ίδια της την αδερφή. Μην ανησυχείτε όμως, με λίγη σαμπάνια όλα θα φτιάξουν… (σ.ς. πολύ τρόμπας ο τύπος ένιγουέιζ)

Εδώ: κ.Πρόεδρε η γυμναστική σε...μάρανε: Τον Γιώργο Παπανδρέου τον μάρανε η γυμναστική. Μην και χάσει κάτι από τους μύες του. Έχει εγκαταλείψει οτιδήποτε έχει σχέση με τον αθλητισμό στην Ελλάδα [...] και...αυτός κάνει πιλάτες.

Εδώ: Κι αν εντοπίσετε κανέναν πελάτη που επιμένει ακόμη ν’ αγοράσει πίνακα ζωγραφικής ή αγαλματάκι, αυτόν να τον τσακίσετε δύο φορές. [...] Θα μου πεις τώρα, αυτό σε μάρανε, ρε Καμπουράκη; Εδώ ο κόσμος καίγεται, οικογένειες πεινάνε, άνθρωποι παίρνουν τον δρόμο της ανεργίας, το 30% των κατοίκων της χώρας ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ευρωπαίοι ελεγκτές κάνουν κατοχή στη χώρα… κι εσύ ασχολείσαι με τους πίνακες ζωγραφικής; [...] Ε, ναι λοιπόν, αυτό με μάρανε. Και αυτό.

Αχ Ευρώπη, εσύ μας μάρανες! (από joe909, 16/10/11)"Η ειλικρίνια σε μάρανε." (από Galadriel, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική απάντηση σε ερωτήσεις όπως: «τι (θα) κάνεις;» «έχεις δουλειά;»

Το λέμε όταν θέλουμε να κόψουμε το βήχα σε κάποιον, να μας αφήσει ήσυχους, να δώσουμε να καταλάβει ότι δεν έχουμε όρεξη για κουβέντα.

Εναλλακτικά, μπορούμε να το πούμε πειραχτικά, χαριτολογώντας.

Η φράση μάλλον είναι αρκετά παλιά, αφού αφήνει να εννοηθεί ότι οι γκαβοί ωσάν κοπάδι θα πρέπει να βγουν (και να καθοδηγηθούν) σε έναν υπαίθριο χώρο για να κάνουν την ανάγκη τους, οπότε και μάλλον υποθέτουμε ότι δεν υπάρχει αποχωρητήριο, πόσο μάλλον τουαλέτα.

  1. - Τι κάνεις αύριο ρε; - Βγάζω τους γκαβούς για χέσιμο...

  2. - Να περάσω το απόγεμα να το δούμε; - Όχι έχω δουλειά. - Τι δουλειά; - Να βγάλω τους γκαβούς για χέσιμο. - Λέγε ρε παπάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιάς κοπής έκφραση που εκτοξεύεται ειρωνικά ή υποτιμητικά με ύφος αγανακτισμένο, απαισιόδοξο ή και ρητορικά ερωτηματικό για να την πούμε σε κάποιον ασυνείδητο γραψαρχίδα ή τέσπα σε κάποιον που δεν λειτουργεί σωστά σε κοινωνικό επίπεδο, που η νοοτροπία του είναι της ελάσσονος προσπάθειας, που δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του, που πουλάει τρελίτσα, που επιμένει σε αντιλήψεις παρωχημένες, που θα προτιμήσει το άμεσο μικροκέρδος καταστρέφοντας, από το μακροπρόθεσμο που απαιτεί δημιουργικότητα με προσωπικό κόπο.

Δεν περιμένει απάντηση αφού σκοπό έχει να θίξει αυτό που πέθανε όταν γεννήθηκε το συγνώμη, απηχώντας ένα υποτιθέμενο εθνικό απωθημένο – στόχο (αφού Πόλη, η Κωνσταντινούπολη) που όσοι το διατηρούν θεωρούνται πλέον ή ανεδαφικά ρομαντικοί ή τελειωμένοι εθνικιστές επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα μια πανθομολογούμενη διηνεκή εθνική ανεπάρκεια για καθετί ουσιαστικό, ακόμη κι αν είναι άσχετο με μεγάλες ιδέες.

Μπορεί να παίξει παντού –αφορμές δεν λείπουν άλλωστε- αλλά ταιριάζει πολύ σε στρατώνες όταν απευθύνεται σε λουφαδόρους φαντάρους από κοιλαρά λοχαγό που στηλιτεύει το ανύπαρκτο αξιόμαχό τους.

Σε πασίγνωστο μπουρδέλο αποφεύγεται, μάλλον για λόγους τακτ.

1.
Λοιπόν οι του ΛΑΟΣ έχουν μέχρι στιγμής α)Πρόεδρο που υπηρέτησε (;;;) στην Αττική, β)Δυο φυγόστρατους βουλευτές... Εμ, έτσι θα πάρουμε την Πόλη;

2.
Πιο αχάριστοι από όλους είναι ασφαλώς οι συνταξιούχοι. Έχει μάθει η κάθε γριά και ο κάθε γέρος και μου θέλει να ζει αξιοπρεπώς. Σας ρωτάω. Τι θα πει αξιοπρεπώς; Γιατί γινόμεθα φθηνοί; Γιατί ασχολούμεθα συνεχώς με ποταπά πράγματα; Είναι η τιμή της ντομάτας η και του αγγουριού η ακόμα - ακόμα και της πατάτας κάτι το σημαντικό; Έχουν μάθει οι γέροι και τρώνε πατατούλες τηγανητές σαν τα μωρά. Επίσης τους αρέσει η χωριάτικη. Μα κάθε μέρα χωριάτικη; Μερικοί δε έχουν μάθει και τη φέτα. Κάθε μέρα!! Αχάριστοι φίλες και φίλοι. Γιατί γκρινιάζουν; Είναι κανείς στο δρόμο; Μου λέτε για την θέρμανση. Γιατί είχαν και στα χωριά τους θέρμανση οι συνταξιούχοι; Έχω μάθει ότι κάποιοι από αυτούς ανάβουν το καλοριφέρ έως και τρεις ώρες την ημέρα. Ε όχι φίλε συνταξιούχε. Έχεις γίνει μαλθακός. Έτσι θα πάρουμε την Πόλη;
(Ως εδώ από το δίχτυ)

3.
Νεανίας εκσφενδονίζει από το μπαλκόνι σακούλα σκουπιδιών σε όρος που σχηματίζουν παρόμοιες γύρω από τιγκαρισμένους κάδους στο απέναντι πεζοδρόμιο. [Αυτόπτης πεζός στα δεύτερα –άντα:] -Λεβέντηηη!! Έτσι θα πάρουμε την Πόλη!! (sic-k)

Το original (από sstteffannoss, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας, κατά συνεκδοχή, όπως το μουνί μπορεί να σημαίνει την γυναίκα.

Για να καταλάβω: Είστε τρεις ψωλές μαζεμένες και ακούτε να σας τη λέει το κάθε τσουτσέκι σεκιουριτάς και να σας ξεφτιλίζει μπροστά στις γκόμενές σας;

Got a better definition? Add it!

Published

Το λήμμα προέρχεται από τις γνωστές αργκό φράσεις σένιος και πένα τροποποιημένες κατά την μάγκικη ορολογία.

Σημαίνει κάποιον ή κάτι πολύ περιποιημένο, προσεγμένο, κυριλέ.

  1. «Και με σενιέ-πενιέ [κουστουμιά]. Πόσο ΑΡΧΟΝΤΑΣ είσαι ρε ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΕ!»

  2. [...]- Πω πω ρε φίλε γαμάτο! Και θα παίρνουμε και κρέατα από την Ελλάδα ε;
    - Ναι ρε από τον γαμπρό μου! Θα μας τα στέλνει έτοιμα σενιέ-πενιέ σου λέω! Κεμπαπάκια πλασμένα όλα τίγκα![...]

  3. «[...]Η κα Χαριτωμένη- Σενιέ πενιέ -ηλικιωμένη-με απορίες άλυτες, ούρλιαζε: »Εξηγήστε μου σας παρακαλώ, το τεράστιο αυτό ποσό!«[...] »

  4. «[...]φευγω για πραγα στην οποια νοικιασαμε διαμερισμα nove mesto, σενιε πενιε με 378/4=95 ατομο».[...]

Όλα τα παραπάνω από το δίχτυ.

σενιάν-πεινιρλί... (από MXΣ, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσωπη έκφραση που σημαίνει «πάει να βρέξει». Μαζεύει σύννεφα βροχής, δηλαδή.

Ρε συ Λίτσα, μαζεύει πάλι, καλύτερα να μην απλώσεις ρούχα λέω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Από τις πιο μαμαδίστικες γειώσεις. Λέγεται όμως απ' όλους.

Το λέμε τσαντισμένοι όταν δεν έχουμε (πια) απάντηση και θέλουμε να αποστομώσουμε τον άλλον και να τελειώνει η κουβέντα.

Συνώνυμο: γιατί κλάνει το γατί. Παρόμοιο: γιατί έτσι.

  1. - Γιατί μαμά;
    - Για να ρωτάς.

  2. - Μα γιατί δε μου λες τι έγινε;
    - Για να ρωτάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτο-αναισθητοποιούμαι, γίνομαι εσκεμμένα άνιωθος γιατί δεν αντέχω άλλο την παραμικρή συγκίνηση ή γιατί η περίσταση δεν το επιτρέπει ή γιατί πρέπει να έχω τα λογικά μου σώα εφόσον επείγει η ορθή διαχείριση μιας δύσκολης κατάστασης. Σα να είμαι μηχάνημα το οποίο με το πάτημα ενός κουμπιού απενεργοποιείται.

- Καλά, δεν σε συγκινεί καθόλου η φάση;
- Έχω πατήσει τα κουμπάκια μου, μη νομίζεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά λέξη, τουλάχιστον από τις αρχές του 20ου αιώνα, που έχει διασωθεί σε ομώνυμο ρεμπέτικο.

Πιο κυριολεκτικά σημαίνει αυτήν που κλέβει παξιμάδια για να ζήσει, άρα μια γυναίκα εξαιρετικά φτωχή και επισφαλή.

Κατ' επέκταση, δηλώνει και πόρνη πολύ χαμηλής στάθμης, φτηνή πουτάνα, κυρίως του τύπου καλντεριμιτζού, δηλαδή που κάνει πιάτσα στο πεζοδρόμιο, ή απλώς μια φτωχή σπιτωμένη- μορόζα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η έμφαση είναι στην ευτέλεια του αντιτίμου με το οποίο μπορεί να ικανοποιηθεί η τοιαύτη ελευθέριος γυνή, ώστε να γυρίσει σχετικά εύκολα ο τροχός.

Πολύ ενδιαφέρουσες αναλύσεις του όρου βρίσκουμε στο ιστολόι του Νίκου Σαραντάκου, όπου συσχετίζεται με τον όρο παξιμάδα. Εδώ βρίσκουμε και δύο γλαφυρές παρατηρήσεις- υποθέσεις για την προέλευση της λέξης. Σύμφωνα με την μία παρατήρηση, παξιμαδοκλέφτης λέγεται ο άγιος Νικόλαος, πιθανόν επειδή «η παρατεταμένη νηνεμία ακινητοποιούσε παλιά το πλοίο κι έτσι αργούσε να φτάσει στο λιμάνι και οι ναύτες αναγκάζονταν να εξαντλήσουν τα αποθέματα των τροφών τους -που βέβαια ήταν κυρίως γαλέτες». Άραγε να υποθέσουμε κάποιον συσχετισμό της παξιμαδοκλέφτρας με τα παξιμάδια των ναυτικών; Η δεύτερη υπόθεση βρίσκεται στο rembetiko.gr και αναφέρεται στις «καλντεριμιτζούδες που διπλαρώνανε στους καφενέδες της Ομόνοιας και πέριξ τους θαμώνες προς άγρα πελάτη ή έστω της αρπαγής του μικρού παξιμαδιού που ήταν στο πιατάκι του καφέ και σερβιριζόταν μαζί». Βεβαίως, παξιμάδια υπάρχουν παντού και όχι μόνο στην Ομόνοια, οπότε δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να ασπαστούμε ειδικά αυτήν την υπόθεση, πάντως, σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια πεινασμένη πόρνη εξαιρετικά επισφαλή.

Σήμερα, η έκφραση είναι άρρηκτα δεμένη με το ομώνυμο ρεμπέτικο, οπότε όταν αναφερόμαστε σε παξιμαδοκλέφτρα εννοούμε μια γυναίκα πολύ ταπεινής προέλευσης που στην συνέχεια μεγαλοπιάστηκε επειδή είχε την τύχη να ανέλθει κοινωνικώς με το σπαθί της.

  1. Kate Μiddleton: Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα. Άστραψε και βρόντηξε η Ελισάβετ στο Buckingham, καθώς η Kate - Catherine την έκανε έξαλλη! Τι έκανε η σύζυγος του πρίγκιπα William; Θέλησε να φωτογραφηθεί για λογαριασμό μεγάλου περιοδικού μόδας!
    Ποιός είδε την βασίλισσα και δεν την φοβήθηκε, λένε τα δημοσιεύματα, σαν έμαθε πως η Δούκισσα σκοπεύει να ποζάρει για λογαριασμό της αμερικανικής «Vogue», δίνοντας έτσι και την πρώτη της συνέντευξη σε γυναικείο περιοδικό. Πίεση ανέβασε η γιαγιά και μόνο μπιέλα δεν έκαψε σου λέει... Δεν φτάνει που την κάνανε Δούκισσα, θέλει και «Vogue» το παλιοκόριτσο; Α πα πα... Ο λόγος της άρνησης, σύμφωνα πάντα με όσα γράφονται, δεν είναι ότι η Ελισάβετ ζήλεψε και ήθελε να φωτογραφηθεί και εκείνη. (Εδώ).

  2. Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα
    Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις σούρτα-φέρτα

Ήσουνα ξυπόλητη και γύρναγες στους δρόμους
Τώρα που σε πήρα εγώ, γυρεύεις ιπποκόμους

Ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες τους σπόρους
και τώρα που σε πήρα εγώ, ζητάς αεροπόρους (Το κλασικό άσμα).

  1. Ἤσουνα μιὰ μαλλιαρὴ καὶ διάβαζες Δελμοῦζο
    τώρα ποὺ σὲ πῆρα ἐγὼ προπερισπᾷς τὸ οὖζο.

Ἤσουν ῥεπόρτερ τοῦ Καπνᾶ στὴν κόκκινη ἐξορία
τώρα ποὺ σὲ πἦρα ἐγὼ μοῦ βάζεις καὶ βαρεῖα.

Ἤσουν τῆς δημοτικῆς κι ὥξυνες τὸν Τιτᾶνα
τώρα ποὺ σὲ πῆρα ἐγὼ δασύνεις τὴν Ἁβάνα.

Ἤσουν φραγκοχιώτισσα καὶ ἔγραφες στὰ γκρῆκλις
τώρα ποὺ σὲ πήρα ἐγὼ φωνάζεις ὧ Περίκλεις.
(Παραλλαγή εδώ σχετικά με δημοτικές και αρχαϊζουσες).

(από Khan, 12/10/11)(από Khan, 24/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφραστικός επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει λόγο ασυνάρτητο, με άσχετες και ασύνδετες μεταβάσεις από το ένα θέμα στο άλλο, που δε βγάζει νόημα.

- Και του λέει η Αννούλα, ξέρεις, εκείνη που τα είχε με τον Τάσο όταν δούλευε στου Βερόπουλου, αυτός δούλευε στην αποθήκη, είχε κι ένα γκολφ, αλλά τα χαλάσανε μετά γιατί ο Τάσος τα'φτιαξε με τη Λίτσα, μεγάλο τσουλί, τη φιλενάδα της Μερόπης, την ξέρεις τη Μερόπη, αυτή ντε, την ξανθούλα, τη μικροκαμωμένη, που έμενε στην Τριανδρία μαζί με την Ντίνα, αλλά μετά έφυγε, γύρισε πίσω στη Βέροια, είχα πάει να τη δω μια φορά, ωραία είχαμε περάσει, είχαμε φάει και ένα στιφάδο είχε κάνει η μαμά της φοβερό, όταν χώρισε με το Νίκο, κρίμα, ωραίο παλικάρι, αλλά παλιοχαραχτήρας, ρεμάλι, τεμπελόσκυλο, μα σάμπως τα είχαν φτιάξει και ποτέ; Ωραίος κύριος ο μπαμπάς της, ομορφάντρας...
- Από τον Αλή στον κατή πας μωρέ Κικίτσα μου, δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified