Selected tags

Further tags

Βαριέμαι. Πολύ.

– Βαριέμαι,
– ...
– ...
– ...
– εσύ;
– ...
– ...
– Σκυλοβαριέμαι.

(από Vrastaman, 12/08/11)(από gaidouragathos, 13/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζει κατάσταση απόλυτης πλήξης.

Σχετικές έρευνες έχουν δείξει πως ο σκύλος είναι το συνηθέστερο κατοικίδιο ανά τον κόσμο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να έχουμε μάθει ως ανθρωπότητα με λεπτομέρεια κάθε πτυχή της ζωής και της συμπεριφοράς του της οποίας τα σημαντικότερα στοιχεία τα έχουμε περάσει μέσω παρομοιώσεων στον λόγο και στην καθημερινή μας ζωή.

Έτσι το πρώτο συνθετικό σκυλο-, στο παρόν λήμμα, μπαίνει για να καταδείξει την υπερθετικότητα της βαρεμάρας, όπως συμβαίνει ομοίως με το βρωμάω και με το μετανιώνω.

Ρε μαν, σήκω ναουμ', πάμε για μπάνιο, ρακέτες, καμιά ποικιλία, να δούμε κάνα κώλο και μετά για ποτάκι κι ετς. Άντε!
– Μπαα. Σκυλοβαριέμαι ρε φίλος. Λέω να σλανγκάρω καμιά στάλα και μετά ύπνο.
– Ρε άσε το σλάνγκγκρ! Θα τυφλωθείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανύπαντρος, εργένης, γεροντοπαλίκαρο. Από την τούρκικη λέξη bekâr που έχει την ίδια ακριβώς σημασία. Απ' όσο ξέρω, τη χρησιμοποιούσαν περισσότερο πριν από μερικές δεκαετίες παρά τώρα, και περισσότερο Βορειοελλαδίτες και Μικρασιάτες. Το συναντάμε και ως επώνυμο.

Βλέπε και λέξεις μπακούρης, μπακούρι.

Βλέπε επίσης βικιλεξικό: μπεκιάρης.

Ο Φώντας δεν λέει να νοικοκυρευτεί, πενηντάρισε κι ακόμα μπεκιάρης είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τράκα:

  • βούτηγμα τσιγάρου (αλλά και γενικά αντικειμένων ενδιαφέροντος) γιατί έτσι, χωρίς αντάλλαγμα, αντίτιμο ή επιστροφή. Ο τρακαδόρος δρα εκμεταλλευόμενος την ανοχή που προκύπτει από φιλική σχέση ή απλή έκπληξη στο θράσος που επιδεικνύει (περίπτωση 1). Σχετικά: Τρακαστράτος, αμάκα, Απόλλων, απόλλων τσιγάρα, τζαμπέισον, τζαμπαντάν.
  • τρακάρισμα (συντόμευση): (μέινστριμ έννοια - επίσης με τη μορφή «τράκο») τροχαίο ατύχημα, σύγκρουση οχημάτων / απρόοπτη συνάντηση (περίπτωση 2).

σ.ς. Το λήμμα μεν υπάρχει στις τριανταφυλλιές όμως εδώ δίνει χαρακτηρισμό σλανγκ και ειδικά για την πρώτη έννοια από πάνω συμφωνώ, δεν θα πεις στον βρετανό αριστοκράτη αφεντικό σου του μπι «κύριε τάδε μου να σας κάνω μια τράκα» - αατα.

  1. α)Εδώ - δικό μας: - Πάλι στην τράκα την έβγαλε ε;
    - Αφού είναι γνωστός γύφτος!!

  2. β)Τσιγκουνιές: Οι εποχές άλλαξαν και μαζί τους άλλαξες κι εσύ. Απότομα. [...] Αλήθεια, τον είχες κάνει ποτέ αυτόν τον άχαρο υπολογισμό; Ή τον άλλο με τα τσιγάρα; Πόσο αποτιμάται μία τράκα; Θα σου το πω σε δραχμές, μήπως και καταλάβεις: Εβδομήντα ολόκληρες δραχμές. Κι αν ο ξένος σου πει «θα πάρω δύο για να μη σε ενοχλώ ξανά», τότε είναι εκατόν σαράντα δραχμές, όσο έκανε θυμάμαι παλιά ένα παγωτό πύραυλος.

  3. γ)Active member - ο αδιάφορος:
    Έχει στα χέρια το δικό του τ' αμάξι
    τρελό για μας γι' αυτόν εντάξει
    κάνει τράκα μπαταρίες κάν' του λίγο αγάπη τράκα
    μην τον λυπηθείς γιατί θα σε πάρει για μαλάκα.

  4. δ) Σαβουάρ βιβρ: Μέχρι πόσα τσιγάρα μπορώ να κάνω τράκα; [...] είναι εντάξει να ζητήσεις μέχρι και τρία τσιγάρα από έναν καλό σου φίλο μέσα σε μία βραδιά, θα σε πούνε όμως τρακαδόρο αν ζητήσεις περισσότερα, ιδιαίτερα από κάποιον που μόλις γνώρισες.

  5. α)Εδώ-δικό μας: - Δεν του φτάνει που έκατσε ένα μήνα στο νοσοκομείο μετά την τράκα, με το που βγήκε άρχισε να ξεσκονίζει τα σάιτ μεταχειρισμένων αυτοκινήτων για να βρει νέα γκαζοσκοτώστρα.
    - Όταν έβρεχε μυαλά, κρατούσε ομπρέλα.

  6. β) γνωστό ανέκδοτο: Ο παπάς και η τράκα.

Άμα ξαναπλώσεις χέρι, να, με το σφυρί θα το τακτοποιήσω το θέμα. (από Galadriel, 10/08/11)τα με κεράσις ένα τσιγκαράκι, ταβάριτς? (από MXΣ, 10/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έφοδος, αιφνιδιαστική εισβολή στο κρησφύγετο του εχθρού. Διενεργείται από αστυνομικούς, περιπόλους, απατημένους ή απλώς ζηλότυπους συζύγους και εραστές κ.ο.κ.

  2. Επίθεση γενικώς, στρατιωτική, οικονομική, πολιτική. Συντεταγμένη, με επιτελεία, ΑΝ.ΣΚ. και με τα όλα της.

  1. Θα κάνω ντου βρε πονηρή
    στα στέκια που αράζεις κι αν σε τρακάρω πουθενά
    μ’ αυτό τον άνθρωπο ξανά
    να ξέρεις δεν τη βγάζεις. …
    Θα κάνω ντου για να σε βρω
    Αθήνα και Περαία
    κι αν θα σε κάνω τσακωτή
    να ξέρεις η βραδιά σου αυτή
    θα είν’ η τελευταία. Στίχοι Κώστα Βίρβου - Μουσική Τσιτσάνης, στο επαναστατικό «Θα κάνω ντου βρε πονηρή»

  2. α.
    Ντου στη Λιβύη (θέμα για συζήτηση στο http://a-las-barricadas.forumgreek.com/t248-topic.
    β.
    Πραγματικά θα ήθελα έστω ΕΝΑΣ ή ΜΙΑ να ρωτήσει ορθά-κοφτά τον Φον Δρούτσα αν τον “πηγαίνει σερπαντίνα” (κοινώς χεζ…) μην τυχόν η Τουρκία κάνει ντού σε νησί του Αιγαίου.εδώ.
    γ.
    Αφού «άλωσε» η Τουρκία τη ρωσική αγορά προσελκύοντας 3,1 εκατ. τουρίστες το 2010, στράφηκε στη συνέχεια στην κινεζική αγορά και τώρα προετοιμάζει γενικευμένο «ντου» στην Ινδία.εδώ.

ντου ντου ντου ντου ντου από τους Stones (από joe909, 09/08/11)(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων περίσσιο μπόι, δηλαδή ο ψηλέας. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιο γεροδεμένο και ψηλό άτομο, αλλά επίσης ειρωνικά και το αντίθετο, μια μισοριξιά.

-Και που λες, εκεί που ήμουν έτοιμος να κάνω φασαρία, έρχεται ο πιο μποϊλής του μαγαζιού και λέω από μέσα μου, τώρα θα γίνει πανικός!
-Χέστηκες;
-Με τα νεύρα που είχα, θα έριχνα κι εγώ καμία, αλλά μάλλον θα με έλιωνε. Αλλά ο τύπος, ωραίος, λέει, «δεν αφήνετε τις μαλακίες να πιούμε καμιά σούμα;»

...και σκάει το Μαράκι με έναν μποϊλή, τι να σου πω. Κόντεψα να τον πατήσω...

(από λαϊκό άσμα)
Μα την πάτησε μια μέρα
μ' ένα βλάχο μποϊλή
και η τελευταία χήνα
έγινε άπιαστο πουλί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαϊμού.

Από τον Cheeta, τον θρυλικό χιμπατζή του Ταρζάν.

- ΜΟΥ ΤΗΝ ΔΙΝΕΙ ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΗΔΑΝΕ ΣΑΝ ΤΗΝ ΤΣΙΤΑ ΑΠΟ ΣΤΑΤΟΥΣ ΣΕ ΣΤΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!!! ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΝΕ ΠΟΥΘΕΝΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
εδώ

- Είδα τον Τζόρβα επιτέλους σε καλή κατάσταση, να εμπνέει μια κάποια σιγουριά στην άμυνα, να σώζει αρκετές φορές την ομάδα κυρίως με τις σωστές τοποθετήσεις του. Διότι ο τερματοφύλακας δεν είναι καλός όταν εκτινάσσεται σαν την Τσίτα δυο μέτρα πέρα, αλλά κυρίως όταν ξέρει να τοποθετείται σωστά και όταν κάνει καλές εξοδους. εκεί

- Oleg Deripaska, a cheeta look-alike without the chimp’s charm and good manners.
Τάκης Θεωδορακόπουλος, παραπέρα

(από Vrastaman, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θρυλικός πρώτος μισθός του έλληνα δημοσίου υπαλλήλουεπί Αχιλλέως Παράσχου, συνώνυμο της μιζέριας και της γεμάτης στερήσεις ζωής.

Τα Ημισκούμπρια χρησιμοποιούν το επίθετο «Τρεισκιεξήντογλου» στο «Δημόσιο Φορέβα» για να περιγράψουν τον τυπικό χαρτοπόντικα δημόσιο υπάλληλο.

Τί να κάνουμε κύριος; Να μη δουλέψουμε δεύτερη δουλειά ταξί; Με τρεις κι εξήντα να τη βγάλουμε δηλαδής;

(από allivegp, 07/08/11)Στο 2:56 (από allivegp, 07/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζω κάποιον σε μεγάλο βαθμό. Του τροχίζω τα νεύρα. Του κάνω τα νεύρα τσατάλια.

Τα κρόσσια είναι νήματα στην άκρη υφάσματος τα οποία αντί να δεθούν, αφήνονται ελεύθερα για διακόσμηση. Παρόμοια εικόνα δίνουν και οι απολήξεις των νευρώνων του ανθρωπίνου σώματος (βλ. μήδι).

  1. Με τα νεύρα... κρόσσια (από εδώ)

  2. Πήγαινε πιο κει με το μπουρου-μπούρου σου, μου έχεις κάνει τα νεύρα κρόσσια!

Nευρικό κύτταρο ή νευρώνας (από allivegp, 07/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τιτίζος, τιτίζης (θηλ. τιτίζα)

Ο μίζερος υποχόνδριος τελειομανής γκρινιάρης. Αυτός που πνίγεται στη λεπτομέρεια. Αυτός που διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο. Μανιακός της καθαριότητας και της τάξης. Που δεν ευχαριστιέται με τίποτε. Το άκρον άωτον της επιμέλειας και της νοικοκυροσύνης. Που τελικά σιχαίνεται και τον ίδιο τον εαυτό του ένα πράμα.

Μπαίνει βεβαίως το ζήτημα για το πού θέτει ο καθένας τα όρια της νεύρωσης περί την καθαριότητα, που όταν τα διαβεί ο άνθρωπας γίνεται τιτίζης. Κατά κανόνα εδώ το ανδρικό κατώφλι βρίσκεται πολύ παραπέρα απ’ ό,τι το γυναικείο. Να μη μιλήσουμε για το εφηβικό, όπου το άτομο γενικώς αγαπά την μπίχλα.

Υπάρχει και η καλή έννοια. Αρνητική είναι η έννοια όταν αναφέρεται στην προσωπική ζωή, καθαριότητα και νοικοκυριό. Θετική όταν αναφέρεται ως χαρακτηρισμός επαγγελματία.

  1. - Ε, σιγά, σού’ πεσε η στάχτη στο πατάκι. - Αμάν μωρέ, τι τιτίζης που είσαι;

  2. - Κοίτα πώς τά’ κανες, γέμισες ψίχουλα όλο το σαλόνι. Και στο τραπεζάκι μού’ κανες το σήμα των Ολυμπιακών με τα ποτήρια! - Έλα αγάπη μου, μη γίνεσαι τιτίζα!

  3. - Το ακίνητο έχει πολύ μπερδεμένο ιστορικό. Να κάνουμε το συμβόλαιο στον Ευθύφρονα Σφραγιδοφύλακα. Είναι τιτίζης, τα προσέχει αυτά.

  4. - Όλα τα συνεργεία κάνανε πολύ καλή δουλειά και το σπίτι το άφηναν πάντα καθαρό.
    - Ναι, ο διακοσμητής ήταν πολύ τιτίζης.

βλ. και πρωκτικάντζα, σφουγγοκωλάριος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified