Ο Ολυμπιακός της Ευρώπης. Προκύπτει απ' το θρύλος, λίιιιγο αλλαγμένο ώστε να αντικατοπτρίζει τις καταστάσεις.
Θρήνε-θρήνε, σ' αγαπώ....
Ο Ολυμπιακός της Ευρώπης. Προκύπτει απ' το θρύλος, λίιιιγο αλλαγμένο ώστε να αντικατοπτρίζει τις καταστάσεις.
Θρήνε-θρήνε, σ' αγαπώ....
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση κατά την οποία ένα η περισσότερα άτομα έχουν λιώσει και συνήθως βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού. Κοινώς είναι μια κατάσταση γάμησέ τα, ιδιαίτερα όταν το άτομο ή τα άτομα έχουν καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα.
- Άει παράτα με και συ ρε, μέσα στη γαμησετάια μου!
Got a better definition? Add it!
Ρήμα που αποδίδει έκφραση του προσώπου, έναν συνδυασμό απογοήτευσης και ειρωνείας, εμπνευσμένη από χαρακτηριστική φωτογραφία του γνωστού βατράχου κέρμιτ από το Muppet Show, την οποία παίρνει κάποιος όταν ακούει κάτι εντελώς άσχετο, χαζό ή ενοχλητικά απροσδόκητο. Χρησιμοποείται κυρίως από άνδρες σε περιπτώσεις χιλόπιτας ενώ όλα δείχναν θετικά.
Χθες το βράδυ γνώρισα μια κοπέλα και μιλάγαμε δύο ώρες, όλα πήγαιναν μια χαρά και την έβλεπα ότι γούσταρε κι αυτή, αλλά όταν της είπα να μου δώσει το τηλέφωνο της μου είπε «έχω αγόρι» και κερμίτιασα άσχημα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προσγειώνω κάποιον στην πεζή πραγματικότητα. Μπορεί ν’ αναφέρεται:
- Πάνω που είχαμε αρχίσει να ψιλοφτιαχνόμαστε άρχισε η Αλέκα τα κομμουνιστικά της και μας ξενέρωσε χοντρά. Μια ώρα μας τα'πρηζε και δεν μπορούσαμε και να σηκωθούμε να φύγουμε.
- Τον ξενέρωσα το Μάκη. Μαλάκα του λέω τα καγιέν και τα φουσκωτά σε μάραναν. Με δανεικά λεφτά κάνεις ζωή και μας το παίζεις και επιχειρηματίας; Πρόσεξε μην καταλήξεις πίσω από τα σίδερα.
Got a better definition? Add it!
Παρηγορητικό: η αισιόδοξη βερσιόν της λέξης έχει να κάνει με το γαμήσι-παρηγοριά, τ. φιλικό, ή απλώς το γαμήσι που μας κάνει ο/η σύντροφός μας δώρο όταν έχουμε νεύρα ή στεναχώριες, μπας και ξελαμπικάρουμε λίγο (αν βέβαια είμαστε σε θέση να γαμηθούμε και δεν μας έχει φάει η κατάθλα).
Παρηγορητική: η απαισιόδοξη βερσιόν υπονοεί «παρηγορητική ιατρική / θεραπεία / χημιοθεραπεία» και είναι αυτή που θα σου δώσουν όταν δεν την βγάζεις άλλο, αλλά τεσπα μπορείς να ζήσεις, με τη βοήθεια της χημείας, λίγο παραπάνω -και να πεθάνεις κάπως πιο ανώδυνα.
Μωρό μου δεν σε βλέπω στο τσακίρ, μήπως να σου ρίξω κανα παρηγορητικό να χαρεί το ματάκι σου;
Η μετάπτωση στην παρηγορητική πρέπει να συνοδεύεται με την διαβεβαίωση ότι η διακοπή της ενεργού θεραπείας δεν σημαίνει εγκατάλειψη. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Η επίπονα ασφυκτική καταπόνηση των αρχιδιών του ανδρός από την πίεση κατά το κλείσιμο των ποδιών σε καθιστική στάση.
- Ωι βάι
- Γιατί σκούζεις ρε γέρο;
- Πήγα να αλλάξω σταυροπόδι και χτύπησε το αρχιδοκτόνι
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για χαρυκλίννεια έκφραση που διανθίζει τον προφορικό λόγο μας και δηλώνει απαρέσκεια ή θρήνο απέναντι σε ένα δυσάρεστο νέο ή κάποια δυσάρεστη κατάσταση. Συνήθως, συνοδεύεται από χαιρέκακη διάθεση του ομιλούντα, με σαφή απαξιωτική χρήση του όρου «κυρία», που μπορεί να αντικατασταθεί ισοεκτασιακώς και από άλλες προσφωνήσεις (βλ. και χαλικούτειο ορισμό μωρή κυρία! και πρβλ. το παράδειγμα που ακολουθεί.)
Η πασίγνωστη ατάκα του Χάρρυ Κλυνν «και κλάααμα η κυρία» εδώ γίνεται «και κλάααμα το τοπ μόντελ». Θρηνούν οι κοπέλες επειδή φοβούνται ότι θα αποκλειστούν. Κλαίει με μαύρο δάκρυ μια κοπελίτσα επειδή μισεί τα μπούτια της. (από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Είδα τις άλλες εκδοχές τις έκφρασης, ωστόσο η πλέον χαρακτηριστική χρήση είναι, στη μορφή «δίνει πόνο», με την έννοια του «γαμάει και δέρνει!»
Σχετικό: δώσε πόνο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δάκρυα υποκριτικά, με σκοπό την συγκίνηση ή/και παραπλάνηση. Όταν δηλώνεις πόσο λυπημένος/στεναχωρημένος είσαι, κοιτάς το πάτωμα, βαριαναστενάζεις και ξεφυσάς - μα από μέσα σου πανηγυρίζεις και χαζογελάς.
Δυο καθηγητές πήραν τηλέφωνο την αστυνομία, για να έρθουν τα ΜΑΤ και να δείρουν τους φοιτητές. Ύστερα ανακοίνωσαν πως: «Με μεγάλη μας λύπη ως Συμβούλιο Ιδρύματος αναγκαστήκαμε χθες, Δευτέρα 8/7/2013, να καλέσουμε την αστυνομία». Ήταν πράγματι «μεγάλη η λύπη τους» ή μήπως είναι κροκοδείλια δάκρυα;
Got a better definition? Add it!
Το χρώμα του τσιμέντου. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις τσιμεντουπόλεις που έχουν γίνει τα ελληνικά άστεα. Σαν να μην έφτανε αυτό το τσιμεντί χρώμα έχει γίνει και καλλιτεχνική άποψη, καθώς πολλοί είτε λόγω κωλοτρυπίδας, είτε την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, βάφουν κιόλας ορισμένα κτίρια σε χρώμα τσιμεντί. Επίσης, μπορεί να περιγράψει καταστάσεις μελαγχολίας, όταν γυρνάς από τη φύση, το καλοκαίρι κτλ και ξανακλείνεσαι μέσα σε μια τσιμεντούπολη ή σε ένα τσιμεντένιο ψυχικό τοπίο κ.ά.
Got a better definition? Add it!