Further tags

(Ουδέτερο) Το πιο σημαντικό από τα σημαντικά.

Συνδυασμός του «ρεζουμέ» με το «ζουμί».

Παραγωγή: ρεζουμίζω - αορ. ρεζούμισα μια γριά χανούμισα, ενώ σε ορισμένες αργκοπεριοχές συναντάς ενίοτε το ρεζουμάρω - αορ. ρεζούμαρα τα παλιά τα φούμαρα.

Το ρεζουμί της υπόθεσης με το ΔουΝουΤου είναι: «Δίνε Του» (και με τις δύο υφολογικές σημασίες δηλ. «Δίνε Του εξωαποδώ» και «Δίνε Του, Δίνε Του Δίνε Του μέχρι να σκάσει το βλαμμένο»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται ανάμεσα στους άνδρες, ως επί το πλείστον, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει και ορισμένες περιπτώσεις γυναικών.

Ως μεγυφτάνα λοιπόν χαρακτηρίζουμε τον τύπο του ανθρώπου που, στην απεγνωσμένη προσπάθεια του να ξεχωρίσει στο πλήθος και να εντυπωσιάσει τους πάντες γύρω του, ντύνεται τόσο εκκεντρικά που κάνει το Μιλάνο να πενθεί και φέρεται τόσο εξεζητημένα που θυμίζει έντονα τον Βασιλιά Ταμτάκο! Χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι τα άπειρα καράτια χρυσού πάνω του, το αυτοκίνητο που θυμίζει έντονα το Enterprise, το Dolce & Banana ντύσιμο, το βλαρχοντικό του στυλ και γενικότερα η πλήρης απώλεια αίσθησης της υπερβολής.

- Το είδες το καινούριο Rolex του Κώστα; Φυσάει!
- Μπα, μου θέλει και Rolex ο μεγυφτάνας;! Φόλεξ είναι, ρε χαζέ, σε λίγο θα βγάλει ουρά και θα σκαρφαλώσει στο δέντρο!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγυφτάνα, τώρα και σε οικογενειακή συσκευασία για μεγαλύτερη οικονομία! (από Tsatsaras the Pimp, 09/04/11)το κλασικό βίδεο με το νιπσλίπ της Αννούλας (από johnblack, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «εν κατακλείδι», αποδομημένο δίκην αντίστροφου τουκανισμού και επαναδομημένο σλανγκική αδεία κατόπιν ισχυρού κατακαυκαλιδίου.

Μαμά: Ironick,
Κατά λάθος μπαμπάς: xalikoutis.

- καλά εγώ στην αρχή διάβαζα ξανά και ξανά «κατακαυλίδι» ... και ακόμα όταν το βλέπω, αυτό διαβάζω σε πρώτη φάση.
(Ironick, σχολιάζοντας το χαλικούτειο κατακαυκαλίδι)

- Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.
(Perkins, εδώ)

- Εν κατακαυλείδι, τόσο ο όρος βλάχος όσο και ο όρος ντίσκο εννοούνται στην ευρύτατη δυνατή έννοια, σημαίνοντας ο μεν βλάχος τον τοπικισμό, η δε ντίσκο, κάποιο ξενόφερτο ή παγκοσμιοποιημένο άκουσμα.
(Khan, εκεί)

- ironick: αχ πόσο παιδεύτηκα πρωινιάτικα, διάβαζα και ξαναδιάβαζα το λήμμα λάθος, «μουνοκλανάκης» έβλεπα -κι ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω το σωστό...
- Vrastaman: Ορκίζομαι στο λόγο της αρρενωπής μου τιμής ότι ετοιμαζό-μουνα να αναρτήσω το ίδιο ακριβώς σχόλιο!!!!!!!
- ironick: εσύ μη μιλάς, μου έχεις κολλήσει το «εν κατακαυλείδι» και δε σου το σχωρνάω...
(σχόλια λήμματος μπουνακλάκης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και τα μπορέλι και Μπορμπόκης, δηλαδή ένας μαγκίζων τρόπος να πεις μπορεί χρησιμοποιώντας το όνομα γνωστού ποδοσφαιριστή, εν προκειμένω του Βίκτορ Μπόρμπα Φερέιρα Ριβάλντο.

(από Khan, 21/02/11)(από Khan, 27/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαχειριστής ενός δικτύου (από το ρούτερ + άρχων, κατά το πτέραρχος)· υποκατηγορία του μπόφη, όπως είναι και ο ντάτα μπέης.

Συνήθως φωτοφοβικός τύπος που χρησιμοποιεί σωρηδόν όρους όπως βιλάν, 801, γουίφι (αυτό τυπικά με αηδία), και συναντάται σε περιβάλλοντα με πολλά καλώδια.

– Να φωνάξουμε κανέναν από τα δίκτυα να μας δώσει IP;
– Δεν θα φτιάξουμε καλώδιο για να φωνάξουμε όποιον να 'ναι. Για IP πάμε απευθείας στον ρουτέραρχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα ακόμη περιττό φανάρι που δίνει την ευκαιρία σε κάφρους κάθε είδους να δοκιμάσουν αν λειτουργεί η κόρνα τους μισό δευτερόλεπτο αφού ανάψει πράσινο.

Η λειτουργία του περιορίζεται στο να σταματάει την κυκλοφορία για να περάσουν οι πεζοί και όχι κάποια άλλα οχήματα. Όποιος αναρωτηθεί γιατί δεν δημιουργείται υπέργεια/υπόγεια διάβαση αντί του σηματοδότη θέλω να τον κάνω παρέα.

Διάσημο πεζοφάναρο: Σύνταγμα προς Ερμού
Άσημο πεζοφάναρο: Θέλει να παραμείνει έτσι...

... αλλά δεν τα κατάφερε.

Κοντράκιας: Ώστε τα CRX είναι καλύτερα από τα Eclipse, ε μουνάκι; Πάμε τώρα ρε στο πεζοφάναρο στον Φοίνικα, δίπλα στην μπουγάτσα του κυρ-Θωμά, πριν στρίψεις για το αεροδρόμιο να σ' το παστελώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο με τον παπατζή στην κυριολεκτική έννοια, δηλαδή η παίκτρια του ''παπά''.

Μεταφορικά περιγράφει γυναίκα, ενήλικη, με ευχέρεια λόγου, έντονη πειστικότητα που αφήνει μία εντύπωση αίσθησης ερωτοτροπίας με μη εκπληρώσημες υποσχέσεις και συνήθως με εμπλοκή ανταλλαγμάτων εκ μέρους των μνηστήρων (θαυμαστών).

- Τι κάνει ο Μήτσος με την ''κούκλα'' απέναντι;
- Τίποτα δεν θα κάνει, αυτή είναι γνωστή παπατζού περιωπής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα ψευδαγγλικό γερούνδιο της στρατιωτικής αργκό που δηλώνει αγγαρεία, πρβλ. φύλλινγκ (feeling), πύλινγκ, γόπινγκ. Εν προκειμένω πρόκειται για την περισύλλεξη των καλύκων από τις σφαίρες μετά την βολή στο πεδίο βολής.

Καλά, νταξ, να κάνουμε βολή να ξεκαυλώσουμε, αλλά ποιος κάνει κάλινγκ μετά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, ο αυνανισμός, η μαλακία.

Η έκφραση αποτελεί συνδυασμό κατάληξης γυναικείου ονόματος, όπως π.χ. Αμαλία, Ευθαλία, Κορνηλία, Κρυσταλλία κλπ, που, παραπλανητικά και ενδεχομένως και νοσταλγικά, παραπέμπει σε γυναίκα, μαζί με το τμήμα της άκρας χειρός, παλάμη η αλλέως χούφτα, που υλοποιεί την παλινδρομική κίνηση της επιδερμίδας του ανδρικού μορίου, κατά την αυτοηδονική και ανακουφιστική διαδικασία εξαγωγής του γνωστού γαλακτώδους οπού του άρρενος.

- Πως πήγε το καμάκι στο μπαρ;
- Άσε, τζίφος.
- Κατάλαβα, πάλι με τη χουφταλία θα τη βγάλεις απόψε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διεθνούς φήμης και ευρείας αποδοχής Έλληνας ποιητής με κλίση εις την κομμωτικήν και δη στις ανταύγειες. Στην σλανγκική χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον ειρωνικά για να σαρκάσει αποτυχημένες απόπειρες ποίησης ή και συνθημάτων, από άνοιωθους Ελύτηδες του κώλου, ενώ από ξανθιές Λίλιαν χρησιμοποιείται απλά ως ανορθόγραφη ερώτηση για το χρώμα των μαλλιώνε χωρίς ίχνος σύνδεσης με τον μεγάλο ποιητή. Το γεγονός ότι τα ποιήματά του σπάνια εμπεριείχαν ομοιοκαταληξία, συνήθως παραλείπεται λόγω άγνοιας.

  1. - Ρε Μήτσο, άσε κάτω την τσαπού, δε μακραίνει άλλο αφού!
    - Ωωωω... Ταβάφης;;
    - Όχι φυσικά είναι.
    - Ρε τι χρώμα μαλάκας είναι αυτός...
    - Ακαζού.
    - Αφακγιου μλκ.

  2. - Κρύο, κρύο, άντε γαμήσου κρύοοο (σύνθημα στην Τούμπα σε χειμερινό αγώνα Παοκ-Ολυμπιακός) Ριερα: - Γουατ ιζ δις καπτεν;
    Νικοπολίδης: - Ταβάφης φορσούρ.

(από Khan, 12/05/13)(από Khan, 19/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified