Further tags

Παρωδία που έμεινε να χαρακτηρίζει τις ταινίες και βιβλία με ήρωα τον μάγο Χάρρυ Πόττερ, οι τίτλοι των οποίων κατασκευάζονται με παρόμοια τεχνική που σύντροφος σλανγκιστής εντόπισε στην κατασκευή τραγουδιών του Φοίβου, ήτοι με title-generator και film-generator. Γενικότερα δηλώνει κάθε παραπλήσια αμερικλανιά. Οι τίτλοι σχηματίζονται με το όνομα του υπερήρωα, κι ένα μυθικό-χιμαιρικό-μυστικιστικό υπεραντικείμενο που θα σαγηνεύσει το μαγικό ενδιαφέρον του Χάρρυ μέχρι το επόμενο μπεστ-σέλλερ. Το μόνο βέβαια γνήσιο ταχυδακτυλουργικό είναι πώς έχουν καταφέρει να βγάλουν τόσα λεφτά από την τσέπη μας και να τα βάλουν στην δική τους. Στην σλανγκική παρωδία, το ενδιαφέρον του μαθητευόμενου μονοπωλείται από το δοχείο νυκτός του, ήτοι το καθικάκι του. Ο παρωδιακός τίτλος κυκλοφορεί με δύο παραλλαγές, είτε Πρώκτερ για να συμφωνεί με το «δοχείο νυκτός», είτε Πόττερυ για να συμφωνεί με το «πήλινο». Θέμα της ταινίας είναι η δυσκοιλιότητα του σφιχτομούρη Χάρρυ Πρώκτερ, αλλά και κάποια ευκοίλια απρόοπτα. Μια ταινία με σασπένς για όλη την οικογένεια.

Σημειωτέον ότι το «Χάρρυ Πρώκτερ» αποτελεί και υπαινιγμό ότι ο Χάρρυ μπορεί τελικά και να το υψώνει το μαγικό ραβδάκι... Ή τέλος πάντων να είναι καθηλωμένος στο «πρωκτικό στάδιο» ανάπτυξης.

  1. Ο Χάρι Πότερρυ και το πήλινο Δοχείο Νυκτός, γιούπι, γιούπι, ο ξινομούρης σφίγγεται, δεν το κουνάει ρούπι. Τα λόγια περιττωματεύουν. Με έξτρα άμυλο και σκηνοθετικά εφάμιλλο της Λίμνης των Στεναγμών. Ο Λεκτικός έρχεται και στην κορφή Κρουέλα. (από χρήστη του φόρουμ του Αθηνοράματος με υψηλό δείκτη σλανγκοσύνης)

  2. – Πάμε να δούμε στο σινεμά το «η Αυτοκρατορία ξαναμανα-αντεπιτίθεται»; Είναι το ενδέκατο σίκουελ του Star Wars.
    – Να πάμε! Μόνο μην είναι κανένα «Ο Χάρρυ Πρώκτερ και το πήλινο δοχείο νυκτός» κι αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο που είτε είναι του Νίκου Φώσκολου, είτε έχει ζηλώσει την δόξα του. Δηλαδή υπερβολικά μελό, πομπώδεις χαρακτήρες, πομπώδεις δηλώσεις, απίστευτες εξεζητήσεις και συμπτώσεις στην πλοκή, κ.ο.κ. Οι ηθοποιοί περισσότερο φτύνουνε παρά μιλάνε με ύφος Γιάγκου Δράκου, του ορίτζιναλ, όχι του Σλάνγκου Δράκου, όπως εμείς. Το «Φωσκολιάδα» με κατάληξη σε -άδα, όπως όλα τα έπη, λ.χ. Ιλιάδα, Αινειάδα, Ζαχοπουλιάδα, Λιλιανάδα (το συλλογικό έπος που γράφεται στο slang.gr) κ.ο.κ.

Χαρακτηριστική φράση, που λέει αυτός που δεν θέλει να δει άλλη μια Φωσκολιάδα: «όχι άλλο κάρβουνο» (Η γνωστή ατάκα του Νίκου Κούρκουλου, παρόμοια με το «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη»).

- Είδες το «Οξυγόνο» το τελευταίο Ρεππαπαπαθανασιούργημα;
- Όχι. Πώς ήταν;
- Κοίτα άρχιζε καλά, με το γνωστό καυστικό χιούμορ των δύο δημιουργών, αλλά μετά έγινε πολύ μελό, πολύ κοινωνικό κατηγορώ με συμπτώσεις και πλοκή τραβηγμένες απ' τα μαλλιά, σωστή Φωσκολιάδα!
- Όχι άλλο κάρβουνο! Έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταινία κουλτουριάρικη που σε κάνει αναρωτιέσαι μεγαλόφωνα πού το πάει. Συνήθως δεν το πάει πουθενά και άδικα χαράμισες την ώρα σου. Από το βιβλίο: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007.

Ο Θάνος έριξε μια ματιά στο πρόγραμμα της τηλεόρασης αλλά είχε μόνο μια γαλλική πουτοπάη και μια αμερικανική μαλακία δράσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[ουσ.] Το να τρέχεις και να μη φτάνεις, να είσαι διαρκώς στην τσίτα για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεσαι εσύ. Αναφέρεται συνήθως σε δραστηριότητες ιδιαιτέρως κοπιαστικές ου μην και αγχωτικές ταυτόχρονα.

- Τι έκανες ρε μαλάκα όλο το πρωί και δε σήκωνες το τηλέφωνο;
- Γάμησέ τα φίλε μου. Στις 8 στην εφορία, μετά γραμμή στο γραφείο, ενδιάμεσα πήγα το αυτοκίνητο συνεργείο και το μεσημέρι στις τράπεζες πριν κλείσουν.
- Πωπω βεγγιλίκια, κουράστηκα μόνο που τ' άκουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης κοκούνινγκ η οποία, σύμφωνα με τη συνταγή, σημαίνει κάθομαι σπίτι με την παντόφλα, ανάβω κανα αρωματικό στικ και ακούω μουσική ή σαπίζω μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό που προστίθεται στην διαδικασία του γκουζγκούνινγκ είναι το σεξ και αυτό που αποκλείεται είναι η τηλεόραση, εκτός κι αν πρόκειται να προβληθεί εκεί καμια τσόντα.

Δηλαδή, κατά το γκουζγκούνινγκ κλείνομαι μέσα στο σπίτι με το έτερο ήμισυ, πάλι φοράω παντόφλα, πάλι ανάβω στικ, πάλι βάζω μουσική να παίζει (κατά προτίμηση γαμωτζάζ) και ξεσκίζομαι στο σεξ μέχρι τελικής πτώσεως, λέμε τώρα. Ή στη μαλακία, αν δεν υπάρχει παρτενέρ (αυτό το τελευταίο είναι κυρίως για τις γυναίκες. Οι άντρες δεν το πολυβλέπω να παίζουν με στικ και μουσικούλες).

Ο λόγος για τον οποίον ο όρος γκουζγκούνινγκ αφορά τελικά περισσότερο το τρυφερό -που λέει ο λόγος- σεξ παρά το πορνώδες, είναι γιατί η λέξη φέρνει -ηχητικά- προς γουτσισμό (μπορούμε λοιπόν να λέμε και γουζγούνινγκ, αν θέλουμε...), κατάσταση δηλαδή που ταιριάζει πιο πολύ στην περίσταση παντόφλα-στικ-γαμωτζάζ παρά σε όσα έμαθε στον ελληνικό λαό π.Α. (προ Ασκητή) ο διάσημος δάσκαλος του σεξ.

- Απόψε είναι το πάρτυ του Στέλιου.
- Μωρέεεε... είμαι πολύ κουρασμένηηηη... Να μην κάτσουμε στο σπίτι μου να κάνουμε λίγο κοκούνιιινγκ;...
- Καλά, να κάνουμε λίγο κοκούνινγκ αλλά μετά θα κάνουμε και μπόλικο γκουζγκούνινγκ.
- Γκουζγκούνινγκ;! Τι είναι αυτόοοο;
- Πάμε σπίτι σου και θα σου δείξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηθοποιός που μυρίζεται ότι η καριέρα του/της ετοιμάζεται για τα μπάζα και γι' αυτό μεταπηδά στον μοναδικό επαγγελματικό κλάδο όπου δεν απαιτείται καμία γνώση, ικανότητα ή ευφυΐα: γίνεται πολιτικός. Ισχύει και για πρώην αθλητές.

Δεν χρειάζεται παράδειγμα. ε, μη θίγουμε κιόλας ...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατηγορία εκείνη ταινιών στην οποία, όπως άλλωστε και στο Μπέβερλυ Χιλς, όλοι το κάνουν με όλους. Απλά στον πηδηματογράφο αυτό συμβαίνει σε ένα επεισόδιο και όχι σε 37 σαιζόν.

Η Alyssa Milano, γνωστή σταρ του πηδηματογράφου, είπε να το γυρίσει στην τηλεόραση και να ξεπλύνει την ντροπή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που θα λέγαμε ελληνιστί τσοντόφατσα. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες, και εκτός από τη μακρυά μαλαπέρδα, είναι από τα βασικότερα προσόντα που πρέπει να έχει ένας πορνοστάρ αν θέλει να κάνει διαχρονική καριέρα στο χώρο.

Είναι η φάτσα που έχει κάτι το διεστραμμένο, το παρακμιακό αλλά και το διαχρονικό μαζί. Βέβαια τσόντα-face μπορεί να είναι και κάποιος που δεν είναι πορνοστάρ, αλλά «το 'χει», θα μπορούσε να είναι π.χ. Γεωργίτσης (ή μήπως έχει παίξει σε τσόντα αυτός;)

Νομίζω ότι τα μύδια θα βοηθήσουν στην κατανόηση του λήμματος, είναι τα απόλυτα τσόντα-faces, για όσους βλέπουνε καμιά τσοντούλα. Ειδικά της γενιάς μου (βλέπε νοικιασμένο VHS από το βιντεοκλαμπάδικο της γειτονιάς.)

(Μεταξύ αντροπαρέας που βλέπει τσόντα)

- Πάλι αυτός ο τύπος;
- Καλά σε πόσες τσόντες τον έχουμε πετύχει;;;;
- Απίστευτο τσόντα-face!!!!!!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ενώ της λες πώς έχουν τα πράγματα και πας να βγάλεις άκρη, εκείνη έχει πλάσει στο μυαλό της ένα σενάριο επιστημονική φαντασίας το οποίο εμπεριέχει στάνταρ ότι θέλεις να βγεις από πάνω, να την πληγώσεις, ότι δεν έχεις συναισθήματα, ότι την εκμεταλλεύεσαι όλα αυτά τα χρόνια κλπ κλπ κλπ. με αποτέλεσμα να σε κάνει να ξεχνάς τα σοβαρά πράγματα που της έλεγες και να απολογείσαι στις αηδίες που σου λέει εκείνη.

Θέλει πολλή προσοχή αυτό το είδος καθότι μπορεί να σε κάνει να πνίγεσαι από το δίκιο σου και στην τελική να μην είναι αυτό το θέμα.

- Ο Μάκης έμπλεξε με μια τύπισσα τρελή σεναριογκόμενα. Τον κατηγόρησε για πράγματα που ούτε καν τα είχε σκεφθεί ο άνθρωπος, πόσο μάλλον να τα έχει κάνει. Την έστειλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified