Further tags

Ο μεταχειριζόμενος τις τεχνολογίες τηλεπικοινωνιών για να προσομοιώσει ερωτική επαφή με απομεμακρυσμένο/η παρτενέρ.

Οι πιο συνήθεις μέθοδοι είναι η τηλεφωνική συνουσία και η κυβερνοσυνουσία. Πολλοί οδηγούνται στην τηλεσυνουσία λόγω μόνιμης σχέσεως εξ αποστάσεως, οπότε δυνητικά ο όρος θα μπορούσε καταχρηστικά να περιγράψει και τον έχοντα «λονγκ ντίστανς ρηλέσιονσιπ».

- Τι κάνουν ρε ο Βαγγέλας και το Λίλιαν; Καιρό έχω να τους δω!
- Άστα να πάνε. Από τότε που το Λίλιαν μετακόμισε στο Πούτσεστερ για MPhil ο Βαγγέλας είναι ολονυχτίς στο Skype παριστάνοντας τον τηλεγαμιά της γειτονιάς. Τώρα λέει θα αγοράσει και ολοκληρωμένο σύστημα Cisco Telepresence για άγριες φάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που έχει μικροσκοπικά μπαλάκια (αρχίδια).

- Ποιος κατούρησε στην λεκάνη;
- Ο γαταρχίδας ο Σιλβής που τα αρχίδια του είναι σαν κεράσια.

ε, όχι και μικρά μγμσ! Και μια ουρά να! (από BuBis, 04/10/09)(από Vrastaman, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα με σωματότυπο κλεψυδρομούνας, δηλαδή ευμεγέθη βυζιά, λεπτή μέση και κώλο αναφοράς, και που ωσεκτουτού ομοιάζει με ένα μπουκάλι κοακόλα.

Εναλλακτικώς, 2) η γυναίκα που χώνει μπουκάλια εκεί που ξέρει, ή 3) που έχει μείνει μπουκάλα και μόνη σαν το λεμόνι.

Με την δεύτερη σημασία, από φοράδα:

- Kαι για του λόγου το αληθές, να ένα ντοκουμέντο που αποδεικνύει πως η Γαρμπή από τότε που θεωρητικά ήταν στις δόξες της ήταν κατίνα και κλαψομούνα: Καλύτερα κλαψομούνα παρά μπουκαλομούνα.

- Και καλύτερα μπουκαλομούνα παρα μυτομούνα και και κοκαϊνομούνα! Αμάν πια κι αυτή τι τις ήθελε τις φωτογραφίες! Τις οποίες έχεις δεί :rol :rol :rol :rol Μήπως είναι στην Μύκονο με το μ$$#@# της φάτσα μόστρα σε συναυλία;Γιατί κάτι τέτοιες photos έχω δει εγώ και δεν είναι της Μπεζεντάκου αλλά της Βίσση :rol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως αρνησιγλειψία ονομάζεται ούτη κατάστασις εις την οποία το θήλυ αρνείται επιμόνως και συνεχώς να ασκήσει την ιερή τέχνη της πεολειξίας εν ώρα συνευρέσεως ή να δεχθεί τις υπηρεσίες του/των συντρόφου/συντρόφων της. Ούτη πάθηση χωρίζεται εις:

α. Ενεργητική αρνησιγλειψία: το θύλη αρνείται την παραλαβή πιπός (εκ της φράσεως «του παίρνω πίπα») και λοιπόν... παραγώγων αυτής,

β. Παθητική αρνησιγλειψία: το θήλυ αρνείται να δεχθεί... το όργανο του λόγου του ανδρός επί του οργάνου της ηδονής της, προφασιζόμενη εκπομπές δυσάρεστων οσμών, απουσία παρκέ κτλ. Σπανίως η ενεργητική αρνησιγλειψία παρουσιάζεται και εις τους άρρενες, συνήθως δια τους ιδίους λόγους.

Κορυφαία τε και ηγετική μορφή του αγώνα κατά της αρνησιγλειψίας θεωρείται η Μόνικα Λεβίνσκι.

Πιπόλαος (μετά κατεβασμένων παντελονιών): «Ευτέεεερπη! Ευτερπούλααα! Ευτέρπη, θα ήθελον να με... τέρψεις!»
Ευτέρπη: «Αδύνατον! Έχεις καταναλώσει παστουρμά μετά γιαουρτοσκόρδιου! Γιγνώσκεις την οσμή των εκχύσεών σου;»
Πιπόλαος: (κυνηγά την Ευτέρπη μετά των παντελονιων κατεβασμένων, ως αν πιγκουίνος!) «Μα διατί αρνήσαι; Δεν κατανοώ!»
Ευτέρπη: «Δεν επιθυμώωω!»
Πιπόλαος: «Απαράδεεεκτοννν! Έχεις καταληφθεί από αρνησιγλειψία! Πλέον!...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των χύσαμε και όλοι. Ηχοποίητη λέξη με προφανές σεξουαλικό περιεχόμενο.

Σημαίνει συνήθως εδέσματα ή ποτά άθλιας ποιότητας.

- Χθες βράδυ μας είχε τραπέζι η Γεωργία.
- Τι σας τάισε;
- Χυσαμόλι! Τι να μας ταΐσει ρε μαλάκα αυτή; Την ξέρεις να μαγειρεύει;

- Μμμμ, πείνασα. Έχει τίποτα;
- Ναι, άνοιξ' το ψυγείο, έχει χυσαμόλι! Τι να 'χει μωρή μαλάκω, αφού δε μαγείρεψες τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των πισωκολλητό και σοκολάτα.

Αναφέρεται στα υπολείμματα κοπράνων που επικάθονται στο ανδρικό μόριο με το πρωκτικό σεξ, και ομοιάζουν (οπτικά) με σοκολάτα.

- Φίλε άσ' τα. Της τον έδωσα από κώλο, αλλά γέμισα πισωκολάτα και ξενέρωσα!

Πισωκολάτα, μμμ! (από panos1962, 07/11/09)

Βλ. και μεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακώς εννοούμενος οίστρος, δηλαδή ο χυδαίος, ο (ζ)αγοραίος οίστρος, αυτός που έχει απώτερο (και εγγύτερο) σκοπό το ξέδωμα, το ξαλάφρωμα, το γαμήσι. Λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος ή κάποιοι αραδιάζουν μαλακίες σωρό πιστεύοντας ότι λένε κάτι σπουδαίο ή ιντελεκτουέλ.

Βλέπε και σχετικό διάλογο στα σχόλια του χαγιαπούτσα.

- Εννοώ, μια ενιαία πλατφόρμα σε αντιιμπεριαλιστική βάση, έξω και πέρα από λογικές του ευρωμονόδρομου και της ρεβιζιονιστικής φράξιας της μεταμοντέρνας αριστεράς.
- Να μη σε κόψω πάνω στο χύστρο σου, αλλά το αριστερό μου κλαίγανε και το μοιρολογούσαν! Τι παπαριές μας αραδιάζεις; Το θέμα είναι τι γίνεται με την επιδότηση!

Με συνεπήρε ο χύστρος (από panos1962, 06/11/09)Αγορητής σε χύστρο (από panos1962, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πεθαίνω από έρωτα, λιώνω από κάβλα. Λεξιπλασία δικής μου έμπνευσης - έτσι πιστεύω τουλάστιχον - μέσα απ' τη ζωή βγαλμένη. Διακαής και επώδυνος πόθος, τον οποίο, λίγο πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί, όπως λέει και το σχετικό άσμα.

  1. - Πώς πας με τη Σούλα; Ακόμη καψούρης;
    - Μόνο καψούρης; Τη σκέφτομαι και καβλιώνω...

  2. - Είδα τον Αλέκο και μου φάνηκε λίγο χάλια. Τρέχει τίποτα;
    - Καψουρεύτηκε μια μαθήτριά του, ο μαλάκας. Καβλιώνει ο καημένος.

(από panos1962, 22/11/09)Καυλιώνει για την πάρτη του η γλυκιά μου... (από vikar, 02/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.

Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.

Η Αυτής Εξοχότης Cicciοlina (από allivegp, 30/11/09)Δρόμος στα Μελίσσια (από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκωλοι αποκαλούνται με νόημα όσοι διαθέτουν κώλο αναφοράς.

Εκ των εὖ και κῶλος.

Πλάστηκε από τον Cunning Linguist σε διάλογό του με τον διακεκριμένο πλαθολόγο και ακτιβιστή Λύο Καλοβυρνά στο περιθώριο εαρινής συνάντας του σλανγκρρ (βλ. παράδειγμα).

Ασιστ: patsis, ironick. Δ.Π.: Khan.

Λύο: - Ψάχνω ρε παιδιά μια λέξη για τον άντρα που έχει ωραίο κώλο.
Ironick: - Χμμμ...
Cunning Linguist: - Εεε... [χαϊδεύει το μούσι - θυσία στον Ε.Σ. κι αυτό τεσπά...]
Patsis: - Κοίτα... Εεεε...
[και μετά του λέει ο] Cunning Linguist: - ΕΥΚΩΛΟΣ! [και μας έστειλε όλους!]

(Βλ. Πρακτικά Συνάντας Σλανγκρρ, Μάιος 2009)

Η Βραζιλιάνα Melanie Nunes Fronckowiak πρόσφατα ψηφίστηκε η πιο «Εύκωλη Γυναίκα του Κόσμου». (από Vrastaman, 01/12/09)Εύκωλοι, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι! ("Τὸ δὲ εὔψυχον τὸ εὔκωλον κρίναντες"). (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified