Further tags

Είναι ο νέος -ηλικιακά- ανθρώπας, που είτε γιατί έπαθε γιδιαίτερη μόρφωση και κουλτούρα, ή λόγω μενταλιτέ ή γιδεολογίας, υπολογίζεται πχια περσσότερο ως μέλος της γερολαίας.

Συνώνυμο: ο πάσχων από μπαμπανίαση.

Άλλες σημασίες:
α. Η ironick λέει ότι γεροντόπαιδο είναι το παιδί της γεροντομάνας.
β. Ελληνιστί, έτσι αποκαλείται ο ευβλόγερ Old Boy. (παράδειγμα 6)

  1. -Σήμερα μου είπαν δυο συριζαίες, (μεγάλες γυναίκες) "μα πώς μπορείς νέος άνθρωπος να είσαι Ελιά"...
    -Απάντησες "Μπορεί να είμαι νέος ληξιαρχικά, στην πραγματικότητα όμως είμαι γεροντόπαιδο"; (εδώ)

  2. Κάτια Δανδουλάκη: «Ήμουν σαν ένα γεροντόπαιδο» (εδώ)

  3. -I see νεανικά κορμιά με γερασμένες ψυχές people.
    -Γεροντόπαιδα λέγονται.

  4. Γεροντόπαιδα. Η αποθέωση του κλισέ: "Στη Βουλή των εφήβων, είναι πιο γέροι κι απ τον Παπούλια. #boring"

  5. -Γιατί η ΕΣΗΕΑ δεν εντάσσει στους κόλπους της όλα αυτά τα παιδιά που δουλεύουν με 300 ευρώ το μήνα, μαύρα, 6 ή 7 μέρες την εβδομάδα;
    -γιατί δεν τους θελει. Έχουν ήδη τα γεροντόπαιδα εκει σκοτούρες, δεν ειναι για καινουργιους μπελαδες και τρεχαματα!!!!! (εδώ)

  6. Δεν μας αφοράς ρε Χριστόδουλε Ξηρέ. http://old-boy.blogspot.gr/2014/01/blog-post_21.html … Για άλλη μια φορά, το γεροντόπαιδο με βγάζει απ' τον κόπο. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής που, όταν τον ακουμπάει κάποιος ή όταν φυσάει αέρας, πέφτει κάτω σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, λες και τον πυροβόλησαν οι ληστές με τα καλάσνικοφ, για να εκμαιεύσει απο τον λάιντσμαν φάουλ ή πέναλντι - αυτός λέγεται καραγκούνης.

Επειδή η κατάσταση με τα χρόνια επιδεινώνεται και ο τύπος μάλλον
πάσχει απο την σπάνια νόσο των δυτών, από τούδε και στο εξής στο κάθε άσκοπο πέσιμο στο γηπέδο, στο δρόμο, στο μαγαζί ή στο σχολείο, ο οποιoσδήποτε επαγγελματιάς ή όχι ποδοσφαιριστής μπορεί άνετα να ονομάζεται καραβούτας.

Παίζεις 5x5 με συναδέλφους απο την εταιρεία, παίρνει το τόπι ο κοιλαράς προϊστάμενος, κάνει 2 μέτρα και πέφτει κάτω ζητώντας φάουλ. Πάς από πάνω και του λες «σήκω πάνω, ρε καραβούτα τι φάουλ». Bέβαια, την επόμενη φορά που θα ζητήσεις άδεια θα πάρεις τα @@ σου αλλα τεσπά.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Δες και θέατρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.

Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).

— Θα πληρώσεις;
Μισό, να βρω το πορτοφόλι μου... πού το έχω βάλει;
— Άσε ρε τσιγκουίνο, πληρώνω εγώ πάλι.

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)O Pingu - τόνος στη λήγουσα (από poniroskylo, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, σχετικά συνώνυμος με τον μουνίκακα, στο πιο μαλακουάζ του. Συνήθως υποδηλώνει τον κρετίνο, κάποιες φορές υποχόνδριο άνδρα, ο οποίος τυγχάνει να είναι ταυτόχρονα αγαθοβιόλης και μουνόδουλος. Συντάσσεται τόσο προσδιοριστικά («είναι απαλομουνίδας» όσο και ποσοτικά («πόσο απαλομουνίδας είσαι»).

- Ρε συ, τα' μαθες για τον Σάββα ; Πάλι του σβούριξε χυλόπιτα η Έλενα!
- Έλα ρε ! Καλά πότε πρόλαβε και χώνεψε την προηγούμενη που του είχε ρίξει ;
- Έλα ντε! Νόμιζε ότι επειδή τον πήρε προχτές τηλέφωνο να τον ρωτήσει κάτι για τη σχολή, μετάνοιωσε που τον απέρριψε την περασμένη εβδομάδα.
- Μα πόσο απαλομουνίδας γίνεται ο μαλάκας ώρες-ώρες !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι ο Μπαμπινιώτης, (δεν είναι ο κροταλίας), αλλά μία επικίνδυνη μεταλλαγμένη παραλλαγή του, βγαλμένη μέσα από λάθος πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε φρικτά ναζιστικά εργαστήρια γενετικών ερευνώνε, και ο οποίος κάποια στιγμή το έσκασε και ανέλαβε να κατακρεουργήσει τον πλούτο της γλώσσης ήν μας έδωκαν Ελληνικήν. Πρόκειται για τερατώδες όν, κάτι μεταξύ μπαμπουίνου και Μπαμπινιώτη, που κυκλοφορεί ελεύθερο και πυροβολεί αδιακρίτως, σκορπίζοντας τον τρόμο και το σύστριγγλο. Ά, κόντεψα να το ξεχάσω, είναι και μέλος του slang!

Μεταξύ φίλων :
- Άσε ρε μεγάλε που θα μου πεις ότι η Ελενίτσα ξέρει Γαλλικά...
- Ναι ρε μαλάκα σου λέω, αφού έχει πάρει το Μπακαβλορεά...
- Ωοοοο, μεγάλε έγραψες! Για πάρτε ρε ένα μπαμπουινιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.

- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλλιτέχνης/τραγουδιστής Μιχάλης Χατζηγιάννης, με την ιδιαίτερα ισχυρή και στενή συνεργασία με τον ΟΤΕ και τις θυγατρικές του.

Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα τραγούδια του συχνά λανσάρονται πρώτα ως μέρος διαφήμισης προϊόντων ΟΤΕ και αργότερα ως το περιεχόμενο του αντίστοιχου δίσκου/CD.

- Άκουσες το καινούργιο του Οτεγιάννη;
- Όχι ακόμα, με το που μπαίνουν διαφημίσεις το αλλάζω και δεν το 'χω πετύχει...

(από EvoOz, 09/03/09)(από jesus, 02/06/11)

Βλ. και Χατζηγιάννης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε όλους μας έχουν πει ότι δεν είναι ευγενικό να αποκαλούμε κάποιον «χοντρό», ακόμα και αν είναι τόφαλος. Αντί γι' αυτό, η politically correct λέξη είναι «εύσωμος». Έρχεται όμως ο ανώνυμος σλανγκιστής και συνδυάζει αυτές τις δύο λέξεις, διαβρώνοντας έτσι εκ των έσω τις κοινωνικές συμβάσεις.
Εύχοντρος λοιπόν ίσον εύσωμος + χοντρός.

  1. - Σου άρεσε το έργο;
    - Καλό ήταν, αλλά είχα στην μπροστινή σειρά έναν κρυπτόφαλο και έβλεπα τα μισά!
    - Α, εκείνον τον εύχοντρο λες; Πίκρα!!

  2. - Μπύρα θες;
    - Άσε καλύτερα, γιατί τον τελευταίο καιρό έχω γίνει λίγο εύχοντρος...

Μετά από παραγγελία του jesus του Γαλάτη! ;) (από Cunning Linguist, 29/03/09)Η συνέχεια του προηγούμενου, με το παράπονο να συνεχίζεται... (από Cunning Linguist, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων αραιωμένη την κορυφή του τριχωτού της κεφαλής και αφήνει κοτσίδα ή μακριά μαλλιά, κατάλοιπο νεανικών χρόνων.

Πουλικάκος, τίποτα άλλο.

(από Cunning Linguist, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπεκφεύγεις, την κάνεις μ' ελαφρά, εγκαταλείπεις το πλοίο, οπισθοχωρείς με δόλιο τρόπο με σκοπό να ανακτήσεις τα χαμένα ψηφαλάκια διατηρώντας όμως τους δύο εντεταλμένους υπαλλήλους σου ως υπουργούς.

Η πρόσφατη αποχώρηση του ΛΑΟΣ από την κυβέρνηση συνεργασίας δικαιολογεί νομίζω τον μακρύ ορισμό, που όμως εισάγει νέα δεδομένα στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική ζωή.

Δύο συνάδελφοι στη δουλειά (πραγματικό γεγονός) :

-Μμμ, να σου πω...Μήπως μπορείς να υπογράψεις κάτι για μένα;
-Τι ακριβώς;
-Κοίτα, εγώ φεύγω γιατί με περιμένει η γυναίκα μου κανόνισε τα με τ' αφεντικό...
-Εεεε, κάτσε που πας; Μη καρατζαφεύγεις κάθε φορά που είναι να πάρεις ευθύνες στις πλάτες σου ρε λαμόγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified