Further tags

Κάνω διπλό κλικ το ποντίκι του υπολογιστή μου.

«... διπλοποντικιάζω και με λένε τα άχρηστα τα σΒΗΣΤΑ ότι δεν υπάρχουν πόροι για να ενεργοποιήσουν τη χρήση του συγκεκριμένου χάρντγουερ...» (Παραλήρημα κατά των σΒΗΣΤΑ από βλόγιο)

(από Vrastaman, 06/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προκύπτει από τη σύνθεση των λέξεων οδύσσεια και πορδή.

Όπως η ομηρική οδύσσεια περιγράφει τον αγώνα ενός ανθρώπου (Οδυσσέα) για να αντεπεξέλθει από ένα σωρό δυσκολίες, έτσι και η πορδύσσεια περιγράφει τον αγώνα ενός ανθρώπου για να γλυτώσει από κλανιοβομβαρδιστικές επιθέσεις κάποιων (δες & δες) που είναι καλοί στα πνευστά του κώλου. Αυτός λοιπόν αν δεν μπορεί να αποχωρήσει από το πεδίο της μάχης, ή θα πρέπει να ανεχτεί το κλάσιμο μαθαίνοντας παράλληλα την αρετή της υπομονής, ή θα πρέπει να γίνει σαν τους άλλους (βλ. παραδείγματα 1,3).

Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να προσπαθεί κάποιος να φιμώσει ετσιθελικά τη φωνή διαμαρτυρίας του πρωκτού του, π.χ. σε ένα κρίσιμο ραντεβού. Προσπαθώντας να σταματήσει την κακοδαιμονία, αναπτύσσει τη σκέψη του (π.χ. εύρεση καταλλήλων δικαιολογιών, παράκληση για να πάει τουαλέτα, ενίσχυση αμυντικής γραμμής με παράλληλη προσοχή στο θέμα που συζητάται επιστρατεύοντας δυνάμεις ένεκα ανάγκης, βλ. παράδειγμα 2).

Όπως ο πολυμήχανος έπρεπε να σπάσει τη γκλάβα του ως Κύρος Γρανάζης για να βρει τρόπους για να υπερνικήσει τις δυσκολίες, έτσι κι ο ήρωας μας. Στην προσπάθεια του αυτή δεν παίζει το συν Αθηνά και χείρα κίνει γιατί η Θεά μας έχει αφήσει χρόνους. Άρα πρέπει να σπάσει το μυαλό του για να βρίσκει τη μυστική κερκόπορτα σωτηρίας. Συγκυρίας δοθείσης, μαθαίνει τα όρια του, πολεμάει τις φοβίες του και τις ανασφάλειες του ως άλλος Οδυσσέας. Του δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να αναπτυχθεί νοητικά. Η πορδύσσεια έτσι ιδωμένη μοιάζει με εκπαιδευτική άσκηση.

Αυτό που μετράει δεν είναι το να έρθεις στην προτέρα κατάσταση (Ιθάκη-άκλαστος τόπος), αλλά το ταξίδι, όπου μέσα από τα διάφορα εμπόδια που θα συναντήσεις, θα χρειαστείς να νικήσεις τις φοβίες σου και να αναπτυχθείς νοητικά στην προσπάθεια σου για να επιβιώσεις. Τα εμπόδια τελικά τα βάζει για εκπαιδευτικούς λόγους κάποια ειδική ομάδα νεφελίμ που λέγεται πορδελίμ (βλ. σχετικό βιβλίο Λιακό, λίγα χρόνια μετά, τώρα έχουν προτεραιότητα άλλες ομάδες).

  1. Άσ' τα, χθες είχα μπει στο λεωφορείο για να πάω σε ένα νοσοκομείο. Ο ένας πάνω στον άλλο. Δίπλα μου ένας κλανιάρης που 'κλανε συνεχώς, και δυο κρυωμένες που λόγω κρυώματος δεν πιάναν με τίποτα τη μπόχα και δεν ήθελαν με τίποτα να ανοίξουν τα παράθυρα. Εντωμεταξύ απ' τη στιγμή που μπήκα πατήθηκα μες στο πλήθος και δεν μπορούσα να κατέβω, αλλά και να κατέβαινα, το άλλο λεωφορείο θα πέρναγε του Αγίου Πούτσου. Εντωμεταξύ να βρέχει έξω, η απόσταση μεγάλη, το μποτιλιάρισμα λόγω βροχής τρελό, οπότε μέχρι να φτάσω είπα το Δεσπότη Παναγιώτη. Αυτό που πέρασα ήταν πραγματική πορδύσσεια.

  2. Ένας κλανητάρχης (με την έννοια του αρχικλανιάρη) που μετά από κατάποση καταλλήλων πορδοκλαστικών υλών καλείται εκτάκτως σε ένα επαγγελματικό ραντεβού σε μια εταιρεία, για λίγο μετά. Έτσι του χαλάνε την ευχαρίστηση που αισθάνεται εκείνη την ώρα, τον κάνουν να προσπαθεί να φιμώσει τον ειρμό και τον αυθορμητισμό του πρωκτού του κατά το ραντεβού και φυσικά το μυαλό του μοιράζεται μεταξύ αυτών που θα πει και μεταξύ αυτών που θα κλάσει. Απ' τη μια είναι στη συζήτηση κι απ' την άλλη κρατάει άμυνα.
    Κάποιες μέρες μετά, πάει να τα πιει με ένα φίλο του και του λέει:
    - Άσ' τα Μιστόκλα, να μιλώ με το διευθυντή της εταιρείας κι απ' την άλλη να μαι έτοιμος να κλάσω. Είμαι όμως κωλόφαρδος μέσα στην πορδύσσεια που πέρασα.
    - Γιατί το λες;
    - Όταν πλέον η αμυντική γραμμή κατέρρευσε κι ήμουν στο ενενήντα να κλάσω, κάλεσαν εσπευσμένα τον διευθυντή στο λογιστήριο για κάτι επείγον. Και μόλις κλείνει την πόρτα πίσω του άρχισα να κλάνω με όλη μου τη δύναμη. Βλέπεις όση ώρα πάλευα να συγκρατήσω τα αέρια, αυτά ένεκα συμπίεσης εκτονώθηκαν μ' απίστευτη δύναμη. Ευτυχώς που το γραφείο του διευθυντή είχε μόνωση για να μην ακούγονται οι απόρρητες συνομιλίες και έτσι δεν ακούστηκαν οι βομβαρδισμοί.
    - Και δε βρόμισε ο τόπος;
    - Όχι. Ευτυχώς ήταν ξυπόλητη. Μετά όμως να σ' έχω. Ένιωσα τους... πόνους
    - Γιατί ρε;
    - Το τράνταγμα απ' την εκτόνωση των αερίων είχε προκαλέσει εξάρθρωση κάποιων οστών του κώλου. Τραβιόμουν στα νοσοκομεία. Πέρασα πορδύσεια. Όχι αστεία. Και σε ρωτώ. Είναι ή δεν είναι αυτό που έπαθα εργατικό ατύχημα;

  3. - Ο Πέτρος που λες βρισκόταν χθες σε ένα σπίτι. Γύρω του ήταν ακροβολισμένοι κάποιοι που νωρίτερα έχουν πλακώσει κλανιοβομβαρδιστικές τροφές και έκλαναν ασύστολα. Κρύος ο καιρός και τα παράθυρα ερμητικά κλειστά. Οι υπόλοιποι την έβρισκαν με τη φάση και έκλαναν συνέχεια. Ο Πέτρος δεν άντεχε την πορδοληψία, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να φύγει για να μη χαλάσει τη παρέα. Για κακή του τύχη αυτή την ώρα ο εθνικός γκαντέμης έκανε δηλώσεις στο χαζοκούτι. Προσπαθώντας ο Πέτρος να βρει την Ιθάκη του (άκλαστο τόπο), για κακή του τύχη, έπεφτε συνεχώς από κλανιάρη σε κλανιάρη. Σα να λέμε πήγαινε από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, από τους Λαιστρυγόνες στους Κύκλωπες κλπ. Η πίεσή του ανέβαινε, ο πανικός τον κυρίευε. Εντωμεταξύ οι άλλοι βλέποντας τον έτσι την έβρισκαν και έκλαναν περισσότερο. Άσ' τα. Πέρασε πορδύσσεια το άτομο. Ιστορία ζωής μου είπε.
    - Που ρε πούστη; Πού να το 'ξερα να 'μουν εκεί να το βιντεοσκοπούσα.

(από GATZMAN, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To YouTube.

Εννοείται ότι η συγκεκριμένη λεξιπλασία δεν θα μπορούσε να προκύψει αν δεν είχαν προηγηθεί τα εμπνευσμένα σωλήνας, ο, εσύ-σωλήνα, το, συσιφόνι και παιδί του σωλήνα, το - ώμοι, γίγαντες, Νεύτων κ.λπ.

Ειδικά δε από το εσύ-σωλήνα οι διαφορές είναι πολύ μικρές, αλλά οι λεπτομέρειες αυτές, κατά τη γνώμη μου, δίνουν στο συσωλήνα και ένα μικρό συγκριτικό πλεονέκτημα. Συγκεκριμένα, ο συσωλήνας:

  • είναι κατά ένα γράμμα και μια συλλαβή συντομότερος από το εσύ-σωλήνα Αυτή ακριβώς η προτεινόμενη αποβολή του αρχικού ε- κάνει την λέξη απλούστερη στην εκφορά. Βασικά, λέγεται πιο εύκολα. Δοκιμάστε το.
  • είναι γένους αρσενικού και κλίνεται όπως ακριβώς ο σωλήνας, αποφεύγοντας έτσι κάποιες δυσκαμψίες που ίσως παρουσιάσει στο λόγο ο κατασκευασμένος ουδέτερος τύπος, ειδικά στην ονομαστική και, αύριο-μεθαύριο, και στον πληθυντικό.
  • παραπέμπει στην αλήστου μνήμης Τσιτσιολίνα και, συνεπώς, μας βοηθά να θυμόμαστε τη λέξη πιο εύκολα.

Θέτω τον συσωλήνα στην κρίση του σλανγκεπώνυμου πλήθους.

- Εγώ, πάντως την Έλενα Πούτση από το συσωλήνα την έμαθα... εκεί με το βίντεο που λέει η πίτσα της Πούτση και λέει κι ο δικός σου... πού θα πάει, θα γίνει το σαρδάμ... χαμός, δικέ μου... - Τι λες, ρε μαλάκα... από πού την έμαθες, λέει; Πώς το είπες; - Απ' το συσωλήνα, ρε... το Γιου Τουμπ... δεν το ξέρεις;
- Τι συσωλήνα και σωλήνα και πίπες μου λες, ρε μαλάκα... ακούς εκεί συσωλήνα... τζανταλίνα μανταλίνα και στον κώλο σ' μια σωλήνα... και στον κώλο συσωλήνα... δεν πας να κάνεις καμιά δουλειά, λέω 'γω...

Κάποιος τεχνίτης του φωτομάγαζου εύκολα θα μπορούσε να φτιάξει και τον λογότυπο του συσωλήνα. Λέμε τώρα. (από poniroskylo, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεκτικό υβρίδιο εκ του ελληνικού «λιώμα» και του αγγλικού «lost».

Περιγραφικό καταστάσεως κλασμεντέν.

- Λιοστ, ρε πούστη μου...
-Έαε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τρώω» μια γκόμενα/ο στο πρωκτικό σεξ.

Από το αγγλικό anal, λατινιστί anus.

Παρομοίως: analύω, analώνω, κατanalίσκω, analυτική φιλοσοφία, κατanalωτική κοινωνία.

Μένιος: Κι είχα το δίλημμα: Να καταναλώσω την Λάουρα επιτόπου, ή να την πάρω για το σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρωκτικό σεξ κατά τον Τζίμη Πανούση. Κατά το «λιποαναρρόφηση».

Η λογική είναι ότι ο σκατοσπρώχτης ζμπρώγνει την κουράδα προς τα μέσα, κι έτσι αυτή αναρροφάται στα εξ ων προήλθε.

(Προσπάθεια απομυθοποίησης σε κουβέντα με πρωκτοφοβική γκόμενα):
-Σκέψου το λίγο καλύτερα! Τι είναι πια κι αυτό το πρωκτικό; Μια κουραδοαναρρόφηση είναι! Αντί να βγει προς τα έξω, μπαίνει προς τα μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, ο κοντός άνδρας με ψηλή γυναίκα.

Ο Σαρκοζί πρέπει να γίνει μουνομάχος για να παλέψει την Κάρλα Μπρούνι.

(από pavleas, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Άντρας, συνήθως σε μπαράκι, που δίνει μάχη με τους κολλητούς του να προλάβει να τα ρίξει στο ξέκωλο με τα μπαλκόνια σε κοινή θέα που πίνει τα σφηνάκια δίπλα. Όταν τα ρίξει το τρόπαιο θα είναι το μουνί.

    1. Άντρας με πολύ χοντρή παρτενέρ στο γαμήσι, οπότε αναγκαστικά θα πρέπει να δώσει τη σχετική μάχη με τα ξίγκια για να μπορέσει να βρει την κατάλληλη τρύπα!
  1. Πάμε στο μπαράκι της γωνίας να χαζέψουμε τους μουνομάχους;

    1. Πως τα καταφέρνει ο Τάκης με τον μπόγο που έχει μαζί του; Κάθε φορά που θα θέλει να γαμήσει, πρέπει να παίρνει πρώτα τα δυναμωτικά του, γιατί η μουνομαχία που θα δίνει πρέπει να είναι σκληρή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεσκί με τάσεις PSE, δηλαδή Porn-Star Experience.

Η κοπέλα σου λέω τό 'χει το ξεπσέ. Πολύ απλά, τό 'χει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified