Further tags

Αυτός που γράφτηκε στα γρήγορα, στην τουαλέτα.

Αναφέρεται σε τραγούδια, στίχους που γράφονται πρόχειρα και μπορεί να τους γράψει ο καθένας πολύ εύκολα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι στίχοι του Φοίβου, της Γερμανού και όλα τα τσιφτετελληνικά καψουροσκούπιδα.

  1. Έγραψα ένα τουαλετίσιο τραγούδι: σου έκανα ένα νεύμα και ήρθες με ένα πνεύμα...!

  2. τουαλετίσιοι στίχοι: υποφέρω, στείλε μήνυμα, τεμαχίζομαι, στέλνω τα νεφρά μου με κούριερ, πίνω για πάρτη σου, αμάν τι μου έκανες πάλι-θα το ρίξω στην κρεπάλη, αρρωσταίνω μόνο που σε σκέφτομαι, κτλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαχταριστή μπουκιά ψωμιού, καλά βουτηγμένη σε λάδι.

Σύνθετη λέξη από το λάδι και την μπουκιά, που προσωπικά μου θυμίζει πολλά πράματα, κυρίως όμως ταβέρνα και καλοκαίρι.

Το καλό λαδομπούκι επιβάλει φρέσκο τραγανό ψωμί και καλό ελαιόλαδο (Καλαμάτας ας πούμε) κυρίως σε ντοματοσαλάτα, ή ακόμα και στο κλασικό λαδολέμονο που σκεπάζει στοργικά πάμπολλα ψητά όπως μπριζόλες, ψάρια, λουκάνικα κλπ κλπ. Στη μειοψηφία νομίζω βρίσκονται οι του ηλιέλαιου και του τηγανέλαιου (από ψάρια ας πούμε).

Σχετικοάσχετο: παπάρα

- Μαμαζελίτσα, πάρε εδώ μπόλικο ψωμί να φχαριστηθείς λαδομπούκι.
- Excusez-moi, mais ce qui est «ladompouki»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που γεννήθηκε στα πλακόστρωτα της Κομοτηνής, όπου ο σχολιασμός των γυναικών είναι πρόσφορη ασχολία αναψυχής ανάμεσα στον αρσενικό πληθυσμό, δεδομένου του υπερβολικά μεγάλου υλικού προς συζήτηση και σύγκριση.

Η σύνθετη λέξη περιγράφει τον παραγοντίσκο φοιτητή Νομικής που κρατά στο μυαλό του αρχείο για όλες τις κοπέλες που περιφέρονται στον δακτύλιο Azzuro-Mocca-Theatro-Lobby-Ηχοδρόμιο και ξέρει τα πάντα για αυτές, ενώ σε μεγάλα φόρτε φιδεμπορίας, θα παρουσιάσει εκ παραδρομής και κάποιες περιπέτειες φορτωτικής με μερικές εξ αυτών. Τα συνθετικά του όρου αντανακλούν την άρρωστη εμμονή του να ασχολείται με την αρχειοθέτηση / συγκερασμό δεσποινίδων, αντί να διαβάζει Ατομικό Εργατικό καθώς και να φλομώνει την φραπεδοπαρέα με ιστορίες που κανείς δεν πιστεύει.

Νίκος: Ποια είναι η κωλάρα στο ποδήλατο;
Πάνος: Πού; Δεν βλέπω καν.
Άλεξ: Η Κατερίνα, από Σάμο, Κοινωνική Διοίκηση, χρωστά τέσσερα μαθήματα για το πτυχίο, συχνάζει Square, την πετυχαίνω κάθε πρωί να βγάζει το Ντάσχουντ της, ονόματι Λουκ, βόλτα, μένει πίσω από το Σπαθί και στο τελευταίο μπιτς πάρτυ φασωθήκαμε πίσω από την ανθισμένη την αμυγδαλιά.
Νίκος & Πάνος (με μια φωνή): Ίσα ρε καγκεμπήχτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδιο διαδραστικό πνευστό όργανο (κάτι σαν την Τούμπα), χρησιμοποιείται και σαν ρήμα δηλώνοντας την χρήση του οργάνου.

Είναι σολίστ στην κλανοφυσαρούφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεομασάζ λάρυγγος.

Εγώ τους χάριζα λαρυγγοτσίμπουκα ρουφώντας όσο πιο πολύ μπορούσα τις ψωλές τους στο στόμα μου.

Δες και βαθύ λαρύγγι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοσιογράφος που εξυπηρετεί συμφέροντα υποστηρίζοντας, απροκάλυπτα ή μη, την ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς.

Σύνθετη λέξη προφ από το δημοσιογράφος και το γαύρος.

Τους διακρίνει η άκρατη (!) υποκειμενικότητα και η οπαδική συμπεριφορά, κάτι που συμβαίνει και με άλλους δημοσιογράφους του είδους.

- Έλα τώρα μωρέ που το παίζει και αντικειμενικός! ένας δημοσιογαύρος είναι κι αυτός και λέει και όλο βρωμολοχίες!
- Βωμολοχίες θες να πεις.
- Γιατί, ψέματα λέω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, η κολομπίνα, ο οπισθαιδοίος.

- Ωραίο παιδί ο Γκάνος.
- Πρωκτοκλειτορίδας να μην ήταν μόνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γαμπάγαλο χαρακτηρίζεται ο μυς ο οποίος εκφύεται από τα οστά της κνήμης και της περόνης και καταφύεται στην ποδοκνημική άρθρωση.

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την ένωση των ουσιαστικών γάμπα και αστράγαλος.

Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την περίπτωση που η γάμπα ενός ατόμου δεν ξεχωρίζει από τον αστράγαλο. Εξού και γαμπάγαλο.

Θεωρείται ιδιαίτερα αντισεξουαλικό γνώρισμα (ειδικά στις γυναίκες). Το γαμπάγαλο εμφανίζεται συχνά στα παχύσαρκα άτομα, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί κανόνα. Εμπειρικές μελέτες έχουν συνδέσει την ύπαρξη του γαμπάγαλου σε άτομα που δεν γυμνάζονται ή/και κάνουν καθιστική ζωή και ταυτόχρονα ανθυγιεινή διατροφή.

  1. Δικέ μου τώρα κατάλαβα γιατί η Διώνη δεν φοράει ποτέ σαγιονάρα αλλά πάντα παπούτσια. Έχει γαμπάγαλο.

  2. - Ωραίο το γκομενάκι, τι λες και συ;
    - Δεν έχεις άδικο μινάρα μου, αλλά με χαλάνε τα πόδια της. Έχει γαμπάγαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εισήγαγε μια που πουλούσε χαλιά στην τηλιόραση, Μοιραράκη αϊ θίνκ, για να περιγράψει μια απόχρωση του κόκκινου και του μπορντώ ίσως.

Σας παρουσιάζω τώρα μια υπέροχη μπουχάρα, μπορδοροδοκόκκινη...

(από bright, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ'το χέζω, χέσιμο, σκατό, σκατίλα, χεσίλα.
Ακούγεται λίγο πιο αηδιαστικό, ίσως και λίγο πιο υγρό. Μάλλον κοντεύει περισσότερο στο τσιρλιό.

  1. Έριξα μια χεσίλα, άλλο πράγμα.

  2. Μ' έπιασε μια χεσίλα... κάτσε καλά!

(από bright, 21/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified