Further tags

Παραφθορά του απεριτίφ. Λέγεται για κεράσματα, ή ποτά κακής ποιότητας, καθώς παραπέμπει εμφανώς στη λέξη πιφ που σημαίνει βρωμερό, οσμηρό.

  1. - Τι σας κέρασε η Μαρία;
    - Απεριπίφ. Τι να μας κεράσει, ρε συ, αυτή; Μόνο πίπες κάνει καλές.

  2. Πήγαμε στο «Premier» και πλακωθήκαμε στα απεριπίφ, όλη νύχτα ξερνούσα. Τι μας πότισαν οι αρχίδες! Δεν ξαναπατάω!

Τα απεριπίφ της Μαρίας. (από panos1962, 29/11/09)(από panos1962, 29/11/09)

βλ. και ρόφτυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλεποδράκουλο. Εξαιρετικά σπάνιο σαρκοβόρο θηλαστικό, το όποιο δεν έχει θεαθεί ποτέ εξ ολοκλήρου. Όλοι όσοι υπήρξαν μάρτυρες της παρουσίας του έχουν προλάβει απλώς να δουν κάτι...

Καλοκαιρινή νύχτα... Κάπου μέσα στο δάσος. Ειδυλλιακές στιγμές ενός ζευγαριού.
- Ναι μωρό μου!!Ναι!!!
- Αμάν Τάσο, κάτι είδα εκεί στους θάμνους!!!
- Συνέχισε Κουκλάρα μου! Μην με κόβεις! Κάνα αλεποδράκουλο θα 'ταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη έκφραση για το ονοματεπώνυμο, για το «όνομα και επίθετο» κυριολεκτικά. Προφέρεται ως μια λέξη, ενώ δεν υφίσταται στον γραπτό λόγο. Μάλλον άχρηστη λεξιπλασία που, ως κύριο στόχο, έχει την αύξηση των λημμάτων του σλανγκρ, αλλά, οπωσδήποτε μπορεί να σπάσει λίγο τη μονοτονία των ερωτήσεων σε δημόσιες υπηρεσίες, εφορίες, ΟΑΕΔ, ΙΚΑ κλπ. Μπορεί, δηλαδή, ο υπάλληλος, αντί να ρωτάει συνέχει «Ονοματεπώνυμο;», να λέει πού και πού «Ονομακιεπίθετο;», κάνοντας μια ευχάριστη έκπληξη στον ταλαιπωρημένο πολίτη, φορολογούμενο, άνεργο ή ασφαλισμένο.

Υ.Γ.
Λανθασμένα, αναφέρεται και ως ονοματεπίθετο. Αυτό δείχνει χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, έλλειψη κουλτούρας.

  1. Πες το ονομακιεπίθετό σου.

  2. Εύκολο είναι, συμπληρώνεις τα στοιχεία σου, ονομακιεπίθετο, αριθμό ταυτότητας, ΑΦΜ κλπ. και το πας στο γκισέ.

Ονομακιεπίθετο; (από panos1962, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πεθαίνω από έρωτα, λιώνω από κάβλα. Λεξιπλασία δικής μου έμπνευσης - έτσι πιστεύω τουλάστιχον - μέσα απ' τη ζωή βγαλμένη. Διακαής και επώδυνος πόθος, τον οποίο, λίγο πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί, όπως λέει και το σχετικό άσμα.

  1. - Πώς πας με τη Σούλα; Ακόμη καψούρης;
    - Μόνο καψούρης; Τη σκέφτομαι και καβλιώνω...

  2. - Είδα τον Αλέκο και μου φάνηκε λίγο χάλια. Τρέχει τίποτα;
    - Καψουρεύτηκε μια μαθήτριά του, ο μαλάκας. Καβλιώνει ο καημένος.

(από panos1962, 22/11/09)Καυλιώνει για την πάρτη του η γλυκιά μου... (από vikar, 02/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή μυγοσκοτώστρα, γνωστή και ως φλάϊ κίλλερ.

Πήρε το όνομά της λόγω της ομοιότητας του σχήματός και της μορφής της με την ρακέτα. Φονική μηχανή με μοναδική χρήση τον αφανισμό του ένδοξου γένους της μύγας.

Για την αποτελεσματική χρήση του χρειάζεται να αναπτύξει κανείς ιδιαίτερη τεχνική, η οποία βασίζεται στην απότομη αύξηση της ταχύτητας της μυγορακέτας, έτσι ώστε να μην προλάβει να αντιδράσει το έντομο-στόχος της.

Σύνηθες θύμα τους οι «γενναίες μύγες»

Φλάϊ κίλλερ επίσης αποκαλείται ο αγανακτισμένος ανθρωπάκος που κυκλοφορεί όλη μέρα με μια μυγοσκοτώστρα και έχει ως σκοπό της ζωής του να εξοντώσει τη μύγα που δεν τον αφήνει να χαρεί το παστίτσιο της γιαγιάς του.

- Μου έχει σπάσει τα νεύρα αυτή η κωλόμυγα. Τσάκω τη μυγορακέτα και ξεπάστρεψέ την.

- Ρε, τον είδες το Μήτσο τελευταία; Όλη μέρα με μια μυγορακέτα κυκλοφορεί. Σωστός φλάϊ κίλλερ έγινε.

μυγορακέτα (από CoT, 19/11/09)(από CoT, 19/11/09)(από Vrastaman, 25/11/09)(από Vrastaman, 25/11/09)

Βλ. επίσης βαράω μύγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονὰς μετρήσεως μήκους, ἴση μὲ τὸ πλάτος μιᾶς παλάμης.

Οἱ μετρήσεις ἐκτελοῦνται πάντοτε διὰ συγκρατήσεως τοῦ ὑπὸ μέτρησιν ἀντικειμένου στὴν παλάμη· συνεπῶς ἀφορᾷ μόνο σὲ σωληνοειδῆ ἢ στυλιαροειδῆ ἀντικείμενα.

Ἀνήκει στὶς σχετικὲς (δηλαδὴ ὄχι ἀπόλυτες, σταθερὲς) μονάδες μετρήσεως, γι' αὐτὸ καὶ δὲν φυλάσσεται στὶς Sevres, ἀλλὰ ὁ καθεὶς φυλάσσει τὸ δικό του.

Ἄλλες συμπληρωματικὲς πρὸς τὸ χειροκλάδι μονάδες, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν ἀποτελοῦν ὑποδιαιρέσεις του, εἶναι ὁ ἀντίχειρ καὶ τὰ ἄλλα δάκτυλα, ἐννοούμενα βεβαίως ἐγκαρσίως.

Τὸ μῆκος τοῦ πέοντος εἶναι, φυσιολογικῶς, δύο χειροκλάδια καὶ δύο ἀντίχειρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από το «διασταυρώνω», «διασταύρωση». Δηλώνει το μαγείρεμα των στοιχείων, ή τη χάλκευση της πληροφορίας γενικότερα.

  1. Πάλι μου ζήτησε ο γενικός να διαστραβώσω τον ισολογισμό. Στο τέλος θα με κλείσουν μέσα.

  2. - Η κατάσταση που μου έφερες δείχνει ότι έχουμε έσοδα, ενώ εγώ βλέπω ότι πάμε για φούντο.
    - Άσε την κατάσταση. Είναι διαστραβωμένη...

  3. Το ρεπορτάζ λέει άλλα κι ο «μεγάλος» θέλει άλλα. Μάλλον θα γίνει διαστράβωση.

Μετά την αποκάλυψη της διαστράβωσης του ισολογισμού. (από panos1962, 12/11/09) Διαστράβωση στοιχείων (από panos1962, 15/11/09)Διαστράβωση στοιχείων (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ασφαλώς σύνθετη, που περιγράφει αυτόν που με τρόπο θαυμαστό καταφέρνει να συνδυάσει τα χαρακτηριστικά των δυο λέξεων: η πρώτη λέξη είναι ο κάφρος, ενώ η δεύτερη δεν είναι το μύδι, δεν είναι το στρείδι (εδώ καταλαβαινόμαστε και οι ηλίθιοι)...

Είναι να μην ταράζομαι; Κοίτα πού πάρκαρε: πάνω στη διάβαση των πεζών! Ο καφρίδης!!!

(το παράδειγμα σαφώς και περιέχει κοινωνικό μήνυμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που κάνει κάτι επώδυνο, αλλά και εύκολο συγχρόνως, και αφού τελειώσει γκρινιάζει. Επίσης λέμε και την γκόμενα που αρνείται επίμονα αλλά στο τέλος κάθεται.

Το άκουσα στο νοσοκομείο - γυναίκα μετά από μικροεπέμβαση, όταν ξύπνησε:
- Αχχχ αχχχ βαχ...
- Σκάσε μωρή πουτσοκαμωματού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια λέξη που δεν έχει απολύτως κανένα νόημα και εξ όσων γνωρίζω χρησιμοποιείται μόνο από δυο ακόμα άτομα (3 στο σύνολο). Τη χρησιμοποιούμε στην περίπτωση που μας έχει ερωτηθεί κάτι ή μας έχει ζητηθεί να πούμε κάτι, αλλά εμείς δε θέλουμε να το πούμε αλλά θέλουμε ο συνομιλητής να νομίζει ότι είπαμε κάτι αλλά αυτός δεν το κατάλαβε.

Για να χρησιμοποιηθεί σωστά ο όρος, πρέπει οι περισσότερες από τις υπόλοιπες λέξεις που απαρτίζουν την απάντηση μας να προφερθούν γρήγορα, μασημένα και σιγανά. Οι λίγες πρώτες λέξεις, οι λίγες τελευταίες, ελάχιστες ενδιάμεσες και η λέξη μπιρφάντα θα πρέπει να είναι οι μόνες που ακούγονται καθαρά, δημιουργώντας ένα αίσθημα προβληματισμού-αιφνιδιασμού στο συνομιλητή μας, γιατί δεν έχει καταλάβει τι είπαμε.

Όταν μας ρωτήσει να επαναλάβουμε αυτό που είπαμε γιατί «δεν το άκουσε ή δεν το κατάλαβε», πρέπει ακολουθήσουμε την ίδια στρατηγική και να προσθέσουμε στις εύηχες λέξεις τη λέξη «κριτσίνι» (μια λέξη αντιπερισπασμός) που λόγω της κατάληξης της μπορεί να μπερδευτεί και με ρήμα. Συνήθως δε ρωτάει τρίτη φορά.

- Γιώργο γιατί δεν έκανες τις ασκήσεις που σας έδωσα για το σπίτι;
- Μα αφού κύρια χθες είχα ο πατέρας μου μπιρφάντα στο σπίτι και ύστερα τελείωσε και δεν πρόλαβα.
- Ορίστε; - Μα σας είπα χθες η μητέρα μου το απόγευμα μπιρφάντα και ύστερα στο σπίτι μας κριτσίνι και γι αυτό δεν πρόλαβα.
- Ε;... τέλος πάντων, Μαρία γιατί δεν έκανες τις ασκήσεις που σας έδωσα για το σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified