Further tags

Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.

Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!

Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκέντρωση (ή και πραγματική παρέλαση) πολύ νεαρών (συνήθως) γυναικών.

  1. Θα πας στην ‪#‎ΔΕΘ‬ :
    ❒ Για να ενημερωθείς για νέα προϊόντα και τεχνολογίες
    ❒ Γιατί είναι της μόδας και πάνε όλοι
    ❒ Για να πετύχεις κανα πολιτικό και να τον κράξεις
    ❒ Γιατί γίνεται τρομερή μουνοπαρέλαση
    ✔ Για τα βρώμικα λουκάνικα και την μαύρη μπύρα (εδώ)

  2. Μουνοπαρέλαση 'ΤΏΡΑ'! Τελικά δεν μπορώ να καταλάβω. Μάλλον απαραίτητη προϋπόθεση για προσέλκυση πιπινιών σ' ένα μέρος είναι να έχει βρωμέσει τραγικότατα. Όπου φοσμπά και χαρά τα πιπίνια πρώτα! Πάντως μέτρησαν οι παρουσίες στο γκάζι. Πάμε 'τώρα' σε λίγο! (εδώ)

  3. -Κανένας νεολαίος για κουβέντα υπάρχει ή ετοιμάζεστε για την αυριανή μουνοπαρέλαση; (από δω)
  4. Ειναι αληθεια οτι γινεται μουνοπαρελαση σε ολα τα χιπ χοπ events και εχει ισχυρο κινητρο καποιος για να ασχοληθει με το ειδος προκειμενου να γαμαει (από δω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
  2. (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό

Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου

- Ωραίο το σορτσάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, σχίσιμο μπροστά, ντεκωλέεε... μπράααβο το Μαράκι.
Ντεκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ από σαπιοσέξουαλ.

Αυτός που γαμάει κυριολεκτικά (Α) ή μεταφορικά (Β) με το μυαλό του.

Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για αυθεντικό σαπιοσέξουαλ.

Στη δεύτερη διακίνουμε δύο υποπεριπτώσεις:

Υποπερίπτωση Β1. Αυτός που το μυαλό του γαμάει, δηλ. σκίζει, πετάει. Αυτή εκφεύγει των στόχων του παρόντος.

Υποπερίπτωση Β2. Αυτός που λόγω αντικειμενικών ή υποκειμενικών δυσκολιών, συνουσιάζεται μόνον "κατά νουν" ιστοριζόμενος, παλαιάς, ενδόξους εποχάς.

Παλιά έβλεπα με τα μάτια και γαμούσα με τον πούτσο. Τώρα βλέπω με τον πούτσο και γαμάω με τα μάτια! Έχω καταντήσει μυαλογάμης.

(Κλασσική έκφραση, παράπονο αλλά και "ψάρεμα" φιλοφρονήσεων του τύπου "τι λες αγάπη μου, εσύ είσαι σούπερ" από άνδρες κάποιας ηλικίας. Υπονοεί τον συνδυασμό πρεσβυωπίας και ελαττωμένης σεξουαλικής δραστηριότητας).

-Τι; Θέλεις κι άλλο; Εσύ δε μού'λεγες πως γαμάς με το μυαλό μόνο;

-Βασικά είμαι μυαλογάμης, επειδή δεν βρίσκω. Άμα βρω όμως ΓΑΜΑΩ!

(Διασκευή από παλιό ανέκδοτο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βαριόμουνα, αναρωτιόμουνα

Λολοπαίγνια με τα ρ. βαριέμαι, αναρωτιέμαι στον παρατατικό και την κατάληξή τους, -μουνα.
Βασικό μοτίβο είναι το:

-Βαριόμουνα
-Ελαφρόπουτσες
-Αρνιόμουνα
-Τραγόπουτσες. καληνυχταμουκαικαλαμου40μπαςκαιησυχασετε

το αντίθετο του βαριόμουνα από δω.
Ο τόνος μπορεί να είναι και στην παραλήγουσα (παράδειγμα 2).

  1. Η όμορφη χοντρή που βαριέται λέγεται βαριόμουνα (εδώ)

  2. Βαριοπούλα και Βαριομούνα (εδώ)

  3. - Το αντίθετο του ασετόν είναι πιασετήν
    - το αντιθετο του αναρωτιομουνα ειναι επιβεβαιωπουτσες?
    - Του ... βαριόμουνα όμως?... Ελαφρόπουτσ@ς. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολιτική σλανγκ από τα άδυτα του φοιτηταριάτου. Ως Μαϊούνης ορίζεται η περίοδος των μεγάλων φοιτητικών και μαθητικών κινητοποιήσεων κατά της σχεδιαζόμενης τότε κατάργησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, τον Μάιο και Ιούνιο του 2007. Η ένωση σε μία λέξη του Μαΐου και Ιουνίου προέκυψε από την ανάγκη γρήγορης αναφοράς στα γεγονότα του 2007, όταν χρειαζόταν σε μεταγενέστερες φοιτητικές συνελεύσεις μία δοξαστική υπενθύμιση.

  1. Να κάνουμε καταλήψεις παντού ρε! Όπως τον Μαϊούνη!
  2. Πού ήσουνα συνάδελφε τον Μαϊούνη; (επιθετικά σε πολιτικό αντίπαλο)
  3. Το διάστημα μετά τον Μαϊούνη χαρακτηρίστηκε από τις προσπάθειες να μην χαθούν οι εξεταστικές
  4. Τόσο κόσμο σε συνέλευση έχω να δω από τον Μαϊούνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά της μπιντιεσεμικής κοινότητας για να δηλωθεί η τάση άπειρων κυρίως κι ανώριμων μελών της, να ξεπερνούν τα όρια του σωματικού -επί το πλείστον- πόνου και βίας.
Η λέξη χρησιμοποιείται περιορισμένα προς το παρόν, αν και -λόγω της ουδέτερης φύσης της- θα μπορούσε να έχει ευρύτερη διάδοση.

Όταν λοιπόν μιλώ για όρια, σαφώς και καταθέτω προσωπική άποψη και όποιος θέλει συμφωνεί κι αν όχι, καλή καρδιά...Όμως όταν μιλώ για όρια στο BDSM, δεν μιλώ για όρια υπέρβασης πόνου, κομμάτι που ανήκει στην topping και bottoming γκάμα των μπιντιεσεμικών δραστηριοτήτων, όπως φαίνεται και από τους ορισμούς που πολύ καλά κάνεις και μας τους θυμίζεις. Το D/s ουδέποτε αναφέρεται σε πόνο, σε έλεγχο μόνο αναφέρεται. Κατ’ εμέ, οι πλέον ψαγμένοι του χώρου, δεν μετρούν την κυριαρχία τους με βουρδουλιές. Κάτι μικρά κοριτσάκια μόνο, άβγαλτα, που ονειρεύονται βιασμούς και κελάρια ανήλιαγα, πιστεύουν ότι η ορίων ξεπερασμανία είναι ότι πιο σικάτο στα καθ’ ημάς. Ουδόλως. (εδώ)

(...) διάβασα εκ νέου τα νήματα που επανέφερες, βρήκα και ένα πολύ ενδιαφέρον ποστ που μου είχε διαφύγει, για τους λιμπερτίνους. Ώστε εκεί κολλάει η ορίων ξεπερασμανία... Είπα κι εγώ... (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με τον αόριστο κιότεψα (ρ. κιοτεύω) και την λέξη κότα. Και οι δυο λέξεις σημαίνουν δειλία, έλλειψη θάρρους. Το αποτέλεσμα είναι οτι, με την χρήση της λέξης 'κότα' μεταφορικά, οπτικοποιείται η έννοια της 'δειλίας' στην οποία παραπέμπει το ρήμα, κυριολεκτικά.
Δηλαδή βγάζοντας ένα ι απ' το κιότεψα, είσαι και φαίνεσαι κότα λειράτη.

Χρήση γίνεται μόνο στον αόριστο.
Αντώνυμο είναι το κότησα (ρ. κοτάω), που θα πει τόλμησα.

Σημείωση: Για την πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση των λέξεων κότα, κοτάω, κλπ, διάβασε τα σχόλια του Hank στο λήμμα κοτάω.

  • Πάλι κότεψες; Λογικό. Είναι άλλωστε αυτό που σε διακρίνει αληταράς, λαμόγιο αλλά και κοτούλα! (εδώ)

  • Κότεψα και ούτε ένα ρημάδι σεσκέφτομαι δεν μπορώ να γράψω. (εδώ)

  • Ευτυχώς που δεν ξέρω το σαβουάρ βιβρ του καμακιού σε σούπερ μάρκετ και κότεψα, αλλιώς θα'τρωγα ξύλο από το γκόμενό της στο διπλανό διάδρομο.

Βλ. και κοτεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γουαναμπεί, γουαναβγεί

Λογοπαίγνιο με το αγγλικό wanna be -που έχει ελληνοποιηθεί προ πολλού και κάνει καριέρα ως γουαναμπή(ς)- και το ομόηχο στο "be" απαρέμφατο (του ρ. μπαίνω), "μπει".
Μετά, ήταν ένα τσιγάρο δρόμος για να εφευρεθεί το γουαναβγεί, αλλά και το ευφυές let it μπει.
Χρησιμοποιείται κυρίως για πιο σοφτ αναπαράσταση της σεκσουαλικής πράκσης.

Σλανγκασίστ, έμπνευση και έναυσμα τα εξής σφυρίΒραστα σχόλjα:

Αναπόφευκτη ερώτηση: τι θα μπορούσε να είναι ο *γουαναβγής; Ίσως το άτομο που συχνά προαναγγέλλει με δραματικές τυμπανοκρουσίες την αποχώρησή του από κάποιο φλώρουμ αλλά τελικά παραμένει. Μη πάει ο νους σας στο κακό, δεν φωτογραφίζω κάποιον κι ετς, χρόνια τώρα προσπαθούσα να σκαρφιστώ λεξιπλασία το σύνηθες φαινόμενο αυτούνο!*

Vrasta, στον γουαναμπή
Ως γουαναβγεί καπνιστές που είναι, κλέβουν θεριακλήδικες λέξεις τ. ντουμάνι (...)

Σφυ, στο ατμίζω

wannabee, wannabi, wannaγκρί

  • Όσο μπάζα είναι οι κλασσικές αριστερές, στην πλειοψηφία τους πολιτικά-ιδεολογικά ημιμαθείς, με επαναστατική σκέψη που σταματάει στο αν θα τις πάρει τελικά ο Μπάμπης, με κουμπάρο και δήμαρχο (ή παπά), άλλο τόσο
    μπάζα είναι και το σχετικά νέο είδος της Γουοναμπεί (πότε θα μπει;) Αντιγόνης, εθνικίστριας, νιμπελούγκεν, κνόμπλαουχ μιτ πίνκελβύρτσχεν, και ξαφνικά εξιδανικεύσαμε τα πάντα, ζούμε με μεγαλόστομες μαλακίες, και για ναξεκαρφωθούμε στη συνείδησή μας (βαρειά η καλογερική να έχεις τη ρετσινιά του ναζιστή), βάζουμε και λίγο Ρίτσο, λίγο αριστερίζουσα συναισθηματική βιτρίνα και έχει ο Θεός. Συμπέρασμα: Οι γυναίκες που πορώνονται με την πολιτική είναι μπάζα, εκτός και αν είναι λαμόγια που πάνε για εξουσία, οπότε είναι γαμώ τις τσιμπούκες και καυλέ. (από δω)

Απ' το τουίτερ

  • γουαναμπί γουαναβγεί, γουαναμπί γουαναβγεί, γουαναμπεί γουαναβγει.. μη με διακόπτεις ρε παιδάκι μου πάνω στο καλύτερο, τελειώνω σε λίγο.. (εδώ)

  • Εξ ορισμου οι αντρες ειναι wanna μπει βγει & φυγει-φυγει!

  • Αν δε σας κάθεται η γκόμενα να κάνετε σεξ τραγουδήστε της το λετ ιτ μπει λετ ιτ μπει!

  • Μια κατουρλίτσα εδώ δίπλα τραγουδάει με μπρίο i wanna scream n shout n let it out. Στο ποτ πουρί ακολουθεί το let it μπει.

  • Nαι οκ ολοι wannaμπει ειστε αλλα ναστε και λιγο wannaβγει, μη γινετε wannadie σε οκτω μηνες.

  • Η άλλη είναι wannabe μοντέλο, ο άλλος wanna μπει σ αυτήν.. Να πως χτίζονται οι καριέρες

  • Μην είστε πολύ wanna be. Wanna μπει είναι κι ο πουτσος μου.

  • -Ο Κώστας τη θέλει τη Μαρία? Είναι wannabe γκόμενός της?
    -Βασικά σκέτο wanna-μπει είναι, δεν την βλέπει σοβαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ντολτσεβιτισμός, ντολτσεβιτιστής/ -ίστρια

Το ηθικό κίνημα του να ζεις τρυφηλή ζωή, να σ' αρέσει η καλοπέραση. Ντολτσεβιτιστές καλούνται οι φιλήδονοι οπαδοί των απολαύσεων και ακόλουθοι του εν λόγω κινήματος.

Εκ του ιταλικού Dolce Vita (=γλυκιά ζωή) και της κατάληξης -ισμός. Η ομώνυμη ταινία-σταθμός (1960) του Φεντερίκο Φελίνι προκάλεσε στην εποχή της μεγάλο θόρυβο και πάθη αποτελώντας τεράστια εμπορική επιτυχία.
Αϊσέ Νανά, η τουρκάλα που ενέπνευσε με ένα στριπτίζ της τον Φεντερίκο Φελίνι να δημιουργήσει την κλασική ταινία του «Λα Ντόλτσε Βίτα»H Ανίτα Έκμπεργκ βουτά στη Φοντάνα ντι Τρέβι κι ο Φελίνι δημιουργεί μία από τις κλασικότερες σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου, 1960

(...) απ' την ταινία καθιερώθηκαν δύο όροι: ο Παπαράτσο, ο φίλος του Μαρτσέλο έδωσε το όνομά του στους απανταχού ρεπόρτερ ή αλλιώς... παπαράτσι και ο τίτλος, "Dolce Vita" μέχρι σήμερα υποδηλώνει την ευχάριστη, γλυκιά, ανέμελη ζωή, ό,τι δηλαδή έκανε ο ήρωάς μας...

Πηγή εδώ

Μας στόλιζε έτσι η μάνα μας όταν με τον αδερφό μου αρχίσαμε να παρακούμε τις σπαρτιάτικες αρχές της. Εγώ ήμουν η ντολτσεβιτίστρια, ντολτσεβιτιστής εκείνος, χαμένα κορμιά κι οι δυο και πύρκαυλοι θιασώτες του ντολτσεβιτισμού. Μέχρι τώρα δεν είχα ακούσει να λέει κανείς άλλος αυτή τη λέξη, όμως ιδού η σοδειά που δείχνει τον μαμαδισμό της μανούλας, before it was cool:

ΣΠ. ΖΑΓΟΡΑΙΟΣ, 1963. Σε συγχωρώ, γλυκιά μου αγάπη. Παράτησε την ντόλτσε βίτα προτού χαθείς και εσύ μια νύχτα

Και για σαντυγί, λίγοι ανέμελοι ντολτσεβιτιστές περιφέρουν το αχαχούχα τους ως ιερό δισκοπότηρο. (εδώ)

- επάγγελμα;
- ντολτσεβιτιστής (εδώ)

αρχικά δίνω την εντύπωση του στρυφνού αλλά είναι μέσα στο προφίλ που θέλω να προωθήσω: του περιζήτητου ντολτσεβιτιστή εργένη. (εδώ)

-Ανένταχτοι Άφραγκοι Ντολτσεβιτιστές. θα κατέβω στις επόμενες (εδώ)
-Μαζί σου.
-εγώ θα είμαι με τους μετανοημένους ντολτσεβιτιστές που δε θα βγάλουν τη γλυκιά ζωη από τη ζωη τους ποτέ. RT

αργοτερα το παιδι θα μαθει ποσο εξαιρετικα αρρωστημενη ψυχολογικα ηταν κ ειναι η κυρια μανταμ σουσου ντολτσεβιτιστρια του κ@λεου, που σιγουρα δεν τη λες γιαγια! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified