Further tags

Μαργαριτάρι για το «αναψυκτικό», που έχει (θαρρώ) περάσει στην σλανγκ. Ίσως λόγω του αναβρασμού και των μπουρμπουληθρών.

- Γουστάρω ένα αναψηστικό! Πιάσε μου μια Έψα!
- Χτύψες;

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι αποκαλείται χαϊδευτικά ή σλανγκοφοριάζουσα, η αρχοντομούνα δηλαδή που επιδίδεται σε ποιοτικό και ζαγοραίο σλανγκάζ.

Η εξιδανικευμένη αναγεννησιακή σλανγκομούνα ικανοποιεί τρεις απαραίτητες και ικανές συνθήκες:

(Βλ. πρώτο μύδι)

Η επίσης εξιδανικευμένη, αλλά μη αναγεννησιακή εκδοχή της σλανγκομούνας αποκαλείται σλανγκοφραποχταπολιμπιδιάρα.

Αναφορές σε σλανγκομούνες:

- Στην ορεινή Αρκαδία, δαυλί αποκαλείται συνθηματικά και το καυλί. Το έμαθα από την σλανγκομούνα 90χρονη plus προ-γιαγιά των παιδιών μου.
(υποφαινόμενος, σχολιάζοντας το λήμμα δαυλός στον κώλο σου)

- Η γιαγιά μου όταν έβλεπε κανένα παρτσακλό που πετύχαινε στο γάμο της, έλεγε το εξής αμίμητο «αυτή τό'χει χρυσό και εμείς μπακιρένιο» και φυσικά εννοούσε το αιδοίο του παρτσακλού σε σύγκριση με τα των υπολοίπων γυναικών.
(ΤΟΤΙΝΑ, σχολιάζοντας το λήμμα οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελληνικά του αγγλικού νεολογισμού mooncup.

Όπου mooncup® είναι η οικολογική και οικονομική εναλλακτική λύση στα ταμπόν, τις σερβιέτες και τα πάσης φύσεως μουνόπανα. Είναι ακριβώς μια μικρή κούπα - γύρω στα 5 εκ. - η οποία μπαίνει στον κόλπο και συλλέγει το αίμα της περιόδου. Γεμίζει, - κάθε 4 με 8 ώρες - το βγάζεις, το αδειάζεις, το ξεπλένεις και το ξαναφοράς και ούτω καθεξής.

Κυκλοφορεί σε δύο μεγέθη.

Η μουνόκουπα δεν διατίθεται στα καταστήματα στην Ελλάδα, μόνο με ταχυδρομική παραγγελία - περισσότερες πληροφορίες και αναλυτικές οδηγίες χρήσης σε αυτή την ιστοσελίδα

Νταξ, το ξέρω ότι αυτός /-ή που εμπνεύσθηκε την ονομασία του προϊόντος, στο φεγγάρι ήθελε να την πάει τη δουλειά και ο όρος μουνόκουπα δεν παραπέμπει ακριβώς εκεί - αλλά, καλά, δεν ήξερε, δε ρώταγε;

- Μωρό μου, εσύ ... πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω ...
- Έλα, μαλάκα, έλα ... να σου βγάλω γούστα ... έχω και περίοδο, έχω και μουνόκουπα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιδογλωσσών συνονθύλευμα διττής έννοιας. ...
Σιγά ρε γμτ μου, ζαλίστηκα με αυτά που έγραψα, ποιος είμαι τέλος πάντων;
gamata, όλο λαλακίες γράφω.
Αλλά ας γυρίσουμε στη ανωτέρω σύνθεση δυο λέξεων:
α) καινούργιο β) σένιο
Αναφέρεται κυρίως από λαμαρινάδες αυτοκίνητων που, αφού κάνουν την πατσαβούρα των λαμαρινών με ή χωρίς α ρέζους + χαρτί,
και είναι ευχαριστημένοι,
αναφωνούν (με τα χέρια στη μέση δίκην αιγινήτικου κανατιού, τσιτωμένοι και κορδωμένοι σαν γύφτικο σκεπάρνι ffa):
«καινουσένιο ρεεεε! μα ποιος είμαι ρε...» (βλέπε και μερικές σλανγκίστριες και σλάνγκους να το αναφέρουν εμμέσως πλην Σαπφώς στα λήμματά τους)
Δεν είναι καινούργιο φυσικά, αλλά ίδρωσαν να το κάνουν σαν καινούργιο...
βλ. και σένιος

– Κοίτα ρε δουλειά που έκανε ο Μητσάρας στο γκολφάκι, καινουσένιο το έκανε!
– Καλά, ας μη σκούπιζα τα αίματα από τη συχωρεμένη και ακόμα θα το ίσιωνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ποδιά που φοράνε οι γυναίκες όταν πλένουν τα πιάτα.

Έβαλε την μπροστομούνα και βάλθηκε να τακτοποιεί το νεροχύτη.

(από nick, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γεράκι λέγεται αερογάμης επειδή έχει την ικανότητα να στέκεται ακίνητο στον αέρα όταν φυσάει δυνατά με ανοιχτά τα φτερά και μοιάζει σα να γαμάει τον αέρα!

Κοίτα Μήτσο τον αερογάμη πόση ώρα είναι ακίνητος!

Δες και κιρκινέζι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορική έκφραση σλάνγκων για τον χαρακτηρισμό λήμματος που δεν είναι σλανγκ, δεν λέει, δεν χρησιμοποιείται και είναι μαλακία ρε αδερφέ μου, λογαριασμό θα σου δώσουμε, μπααα... (το τελευταίο για τους πιο θερμοκέφαλους).

Η αρχή έχει γίνει με την φοβερή και τρομερή συζήτηση σχετικά με το τι θεωρείται καταχωρίσιμο για την οποία έχουν γραφτεί έπη, λυρικά τραγούδια, έχει γίνει ταινία και τίποτα άλλο.

Η συνέχεια ήρθε με το σλανγκόμετρο του χρήστη Vrastaman που όποτε χρειάστηκε να παρέμβει για την στηλίτευση μη-σλανγκικών τερατουργημάτων υπήρξε καίριο και ακριβοδίκαιο.

Η συνέχεια γνωστή μιας και το αίσθημα της σλανγκ έχει πλέον μπει στο πετσί του κάθε χρήστη και τα κρούσματα αναρτήσεων μη-σλανγκ έχουν μειωθεί δραματικά (χωρίς το σλανγκόμετρο να έχει χάσει τη δουλειά του φυσικά, απλά δουλεύει με μειωμένο ωράριο και χαμηλότερο μισθό καθαρίζοντας σκάλες για να μπορεί το κεφάλαιο να επωφελείται).

Η έκφραση εκφέρεται αντί χριστοπαναγιδίων, αγανάκτησης, παραπόνων, χοντρής ειρωνείας στα όρια σαρκασμού και σιχτιρίσματος. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ζαμπουνιά αλλά ειλικρινής και ευγενής σλανγκάμιλλα απαλλαγμένη από κάθε είδους δηθενιά. Συνήθως τα λήμματα που απέχουν παρασλάνγκας είναι τα χαζά λογοπαίγνια χωρίς σημασία, οι εκφράσεις που λέγονται εδώ και μύρια χρόνια και έχουν καταγραφεί επίσημα και ό,τι άλλο αποφασίσει η δεκαπενταμελής επιτροπή που συσκέπτεται έντονα σε τέτοιες περιπτώσεις.

- Και δε μου λες ρε chomsky37, είναι σλανγκ το «Ντρούλης»; Το λήμμα σου απέχει παρασλάνγκας.
- Γιατί ρε φιλαράκο, σε χάλασε;
- Όχι ρε δικέ μου αλλά από που βγαίνει για να 'χουμε καλό ρώτημα;
- Αν είσαι τόσο στόκος που δεν καταλαβαίνεις τι να σε πω... Από το Χοντρούλης ρε.
- Και ποιος το λέει αυτό;
- Τί ποιος; Μόνο προχτές είδα 20 άτομα να το λένε ίσαμε 5 φορές σε ένα τρίλεπτο.
- Μήπως ήταν Τσικνοπέμπτη και αυτοί που το έλεγαν ήταν πιτσιρίκια που άκουγαν συγκροτήματα του Άλτερ;
- Γιατί, κι αυτοί αυριανοί σλάνγκαρχοι δεν είναι;

"Από νιούμπης φαινόμουνα πως θα γινόμουν μάγκας, μα τελικά απ\' την σλανγκιά απέχω παρασλάνγκας" ομολογεί με συντριβή Σλάνγκος Δράκος. (από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί την γνωστή και μη εξαιρετέα λέξη «καύλα» ειπωμένη όμως παρά ατόμου με εμφανή δυσχέρια στην εκφορά του φθόγγου «ρ».

Ο φθόγγος προφέρεται ως «β» και το αποτέλεσμα είναι η διπλή επανάληψη του φθόγγου «β» και η παραφθορά τοιαύτης λέξεως.

Τα ονόματα εις το παράδειγμα είναι κωδικοποιημένα καθότι το λήμμα απευθήνεται εις... ειδικούς παραλήπτας!

Ι. Καβάτος-Πελεγκρίνο: «Μαλάκα, γνώβισα μία γκόμενα χτες από την Κέβκυβα και το κάναμε τβεις φοβές!»
Ν. Προγούλιας-Σουπλίν: «Και πώς σου φάνηκε;»
Ι. Καβάτος-Πελεγκρίνο: «Καύβααααα!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό fuck και με γαλλική προφορά, είναι μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά από άντρες στην θέα μιας γυνής που δεν θα τους χάλαγε να πηδήξουν.

Είναι δυο φίλοι σ' ένα πάρτι και ξαφνικά σκάει τύπισσα, ούτε πανέμορφη, αλλά ούτε άσχημη... Ο πρώτος σκουντάει τον διπλανό του δείχνοντας διακριτικά το θηλυκό... Και ο δεύτερος απαντάει...
- Μμμ!... Fuckable...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified