Further tags

Ο εισαγγελέας (με σλανγκική αποκοπή). Παλαιάς κοπής έκφραση.

Ο λέας προφανώς δέχτηκε τη μηνυτήρια αναφορά από τον ασφαλισμένο και ενήργησε μέσα σε προβλεπόμενα πλαίσια: συμβουλεύτηκε τον προϊστάμενο της υπηρεσίας, Δ/ντη του ΚΥ. Ωστόσο, δεν μπορούσε να βρει και να διαβάσει το Π.Δ. 121;
Και ο Δ/ντης του ΚΥ; Τί πήγε και είπε στον λέα και οδηγήθηκε η υπόθεση στο ακροατήριο; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει τη γενική αβεβαιότητα περί του μέλλοντος. Προέρχεται από το βιβλίο που ο ΟΕΔΒ είχε μοιράσει προς εικοσαετίας περίπου στους μαθητές Λυκείου στα πλαίσια του μαθήματος ΣΕΠ (Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός). Η έκφραση, παρότι ελάχιστα γνωστή πια στις νεότερες γενιές συνεχίζει να χρησιμοποιείται.

- Και τώρα που τελείωσες το διδακτορικό τί θα κάνεις βρε;
- Άστα βράστα φιλέα. Μετά το λύκειο τί; Με βλέπω στο Ινστιτούτο Kavli...

(από Nakas, 15/07/12)(από Nakas, 15/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλοσοφικός όρος της Νεοελληνικής Γλώσσας, ιδιαίτερα προσφιλής στους κύκλους των λεγόμενων πασοκικών φιλοσόφων, των νεοπαπαρολόγων και γενικότερα των πολιτικών αεριτζήδων.

Πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2008 από τον Γεώργιο Ανδρέα Παπανδρέου σε μια ομιλία στην Κοζάνη. Πρόκειται για ένα επαναστατικό και ριζοσπαστικό εφεύρημα της παγκόσμιας ρητορικής: παραπλανητική καταφατική πρόταση με σκοπό την παραδοχή πτώχευσης δίχως ενεργοποίηση CDS και χωρίς να αποτελεί πιστωτικό γεγονός.

Φράση με τεράστιο γλωσσολογικό ενδιαφέρον, αφού η προσθήκη αρνητικού προσήμου πριν από το ρήμα (λεφτά δεν υπάρχουν) δεν αλλοιώνει το νοηματικό της περιεχόμενο.

Λεφτά υπάρχουν! (περίπου 1 χρόνο αργότερα ανακοινώνεται η προσφυγή χώρας στο ΔΝΤ υπό την απειλή στάσης πληρωμών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιλιαρδάδικο είναι ένας υγειονομικός σχηματισμός, συνηθέστερα Νομαρχιακό Νοσοκομείο ή περιφερικό Νοσοκομείο μεγάλου αστικού κέντρου, που δεν είναι σε θέση να προσφέρει ολοκληρωμένη νοσηλεία αλλά κατευθύνει / παραπέμπει τα δύσκολα περιστατικά (περίπλοκα ή επιπεπλεγμένα) σε άλλα, μεγαλύτερα, με αρτιότερη λειτουργία Νοσοκομεία. Αυτή η μετακίνηση των ασθενών από το ένα Νοσοκομείο στο άλλο, προσομοιάζει, βεβαίως, με τις σπόντες με τις οποίες μετακινούνται οι μπάλες πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου.

Συνηθέστερες αιτίες που προφασίζονται τα μπιλιαρδάδικα για να δικαιολογήσουν το ξεφόρτωμα των ασθενών τους προς άλλα Νοσοκομεία, είναι η έλλειψη συγκεκριμένων ειδικοτήτων (π.χ. Νευρολόγος, Αγγειοχειρουργός κ.λπ.), η αδυναμία πραγματοποίησης εξειδικευμένων παρακλινικών (π.χ. spiral CT, σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς κ.λπ.) ή εργαστηριακών (κουφά αυτοαντισώματα, διάφορες ό,τι νά 'ναι ορμόνες) εξετάσεων, που ούτε και οι ίδιοι οι θεράποντες ιατροί ξέρουν για ποιο λόγο τις ζητάνε ή πώς να τις αξιολογήσουν άμα λάβουν τ' αποτελέσματα, αλλά σε κάθε περίπτωση χρησιμεύουν ως πρώτης τάξης δικαιολογία για να αδειάσουν την κλινική από τις δύσκολες περιπτώσεις και να απαλλαγούν από τη σχετική μέριμνα, ευθύνη και άγχος (πασάροντας τα βέβαια όλ' αυτά στους συναδέλφους τους).

- Προϊσταμένη, με ποιο άλλο νοσοκομείο συνεφημερεύουμε σήμερα;
- Μια στιγμή να δω... εεε...Παρασκευή... Παρασκευή... α! Άγιος Δημήτριος!
- Όχι ρε πστ μου, πάλι με το μπιλιαρδάδικο, τη γκαντεμιά μου μέσα! Θα φτύσουμε αίμα πάλι Παρασκευιάτικα, γμτ.

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συνδικαλιστική αργκό, είναι η μορφή αγώνα που συνίσταται στη βίαιη, θορυβώδη είσοδο συνδικαλιστών μέσα στο γραφείο του Γενικού Διευθυντή, αρμόδιου Υπουργού ή άλλου κυβερνητικού αξιωματούχου. Μπούκες κάνουν κατά καιρούς οι οπαδοί στον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου και οι φοιτητές στα γραφεία των Πρυτάνεων και των προέδρων των Σχολών, οπότε παίζει και χτίσιμο της πόρτας του γραφείου.

Φαινομενικός σκοπός της μπούκας είναι η διατράνωση της αντίθεσης στα σχέδια ξεπουλήματος του δημόσιου αγαθού (της υγείας, της παιδείας, της ηλεκτρικής ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών κ.α. πολλά), αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα παιχνίδι εντυπώσεων στα πλαίσια της εξασφάλισης ανταλλαγμάτων που όταν παρασχεθούν, μπουκώνουν τους μπουκαδόρους και τους κάνουν να το γυρίζουν τρελίτσα.

Πιθανώς να ετυμολογείται από το ιταλ. bocca = στόμα (π.χ. nella bocca del' luppo = στο στόμα του λύκου), απ΄όπου προέρχεται και η μπουκιά (βλωμός, ελληνιστί).

  1. Θα κατεβούμε σε όσες πορείες και μπούκες χρειαστεί, προκειμένου να εμποδίσουμε τις αντεργατικές εξαγγελίες της Κυβέρνησης.

  2. Ενώ ήταν μαζί μας σε όλους τους αγώνες και τις μπούκες, τώρα που εκλέχτηκε Νομαρχιακός Σύμβουλος κάνει πως δεν μας ξέρει.

  3. Τρεις αγωνιστικές αποκλεισμός της έδρας του Πυρσού Γρεβενών η ποινή για τη μπούκα των οπαδών του στον αγώνα με τον Καμβουνιακό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύστερα από την εισβολή των τροϊκανών, ασημικά είναι η περιουσία του Δημοσίου που καλείται να εκποιηθεί (κατ' άλλους να «αξιοποιηθεί», στην καλύτερη των περιπτώσεων, αν τα καταφέρουμε), προκειμένου να καλυφθεί μέρος του δημοσίου χρέους. Η μεταφορά είναι προφ από το ζευγάρι ή οικογένεια που, σε δύσκολες στιγμές, όταν δεν έχει τι άλλο να δώσει, εκποιεί τα οικογενειακά ασημικά, προικιά κ.τ.λ. για να σωθεί. Τα ασημικά, όταν μιλάμε για μια χώρα βέβαια, είναι γαίες, ακίνητη περιουσία, κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις, πακέτα μετοχών και πολλά άλλα. Το κάψαμε το λίπος πατριώτη!

  1. «Ασημικά» αξίας 50 δις ευρώ πουλά η κυβέρνηση. (Δες).

  2. Η συνταγή του ΔΝΤ: Σε δανείζω, δεν πληρώνεις, πουλάς κοψοχρονιάς και αγοράζω τα ασημικά.. (Δες).

  3. Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια (γιατί τ' ασηµικά δεν έφτασαν) (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ελεγκτής της τρόικας. Πληθ. οι τροϊκανοί.

Μάλλον προέρχεται από τους Μοϊκανούς που είναι σε κυνήγι scalp στην Αθήνα.

Ακούγεται από δημοσιογράφους της τηλεόρασης.

ΕΛΛΗΝΕΣ πολιτικοί:

Σύρμα μάγκες οι τροϊκανοί έρχονται αύριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο στα πλαίσια της επαγγελματικής (και όχι μόνο) σλανγκ, αναφορικά με το διαβόητο «Σχέδιο Καλλικράτης», το οποίο πλέον αποτελεί και Νόμο του Κράτους (Ν. 3852/2010, όχι παίζουμε).

Ωσεκτουτού, χρησιμοποιείται για να αποδώσει την αρνητική ενέργεια που εκπέμπεται από αυτό, πέρα από τον ευφημισμό του ορίτζιναλ ονόματος, κυρίως σε κύκλους αποτελούμενους από άμεσα εμπλεκόμενους εργαζόμενους, οι οποίοι, με μαθηματική ακρίβεια, θα κληθούν να υποστούν τις δυσάρεστες συνέπειες που θα προκύψουν (αναγκαστικές μετατάξεις, αβεβαιότητα, απολύσεις συμβασιούχων... το καυλί, ντε).

Εναλλακτικά και αρκετά πιο γενικά, το παρόν λέγεται και σε περιπτώσεις συνεχόμενης λήψης χυλόπιτας, όπου το απηυδισμένο αρσενικό τα παρατάει και αναγκαστικά καταφεύγει στο Σχέδιο Β, στην αυτοϊκανοποίηση με λίγα λόγια, για την αποφυγή περαιτέρω ψυχολογικής και βιολογικής ζημιάς (καυλικράτης όνομα και πράγμα δηλαδή).

  1. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... λήγει η σύμβαση και τώρα με τον Καυλικράτη, δε μας βλέπω καλά...
    - Και τι σκας; Σ.Π.Ε. και ξερό ψωμί...

  2. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... έφαγα τρεις χυλόπιτες μέσα σε μια μέρα...
    - Και τι σκας; Βάλε σε εφαρμογή το Σχέδιο Καυλικράτης να στανιάρεις και άμα 'ναι να 'ρθει θε να 'ρθεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Διοικητικό Συμβούλιο, ή το Δημοτικό Συμβούλιο, αναλόγως. Ενίοτε σημαίνει και το Διπλωματικό Σώμα.

Κατά το σκ, σουκού, πσκ, πουσουκού, χεσεμές, ρουσουσού, μουσουνού κλπ.

- Τι έγινε με την πρότασή σας;
- Περιμένω να περάσει από το δουσού, και αναλόγως.

(από Vrastaman, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο που σημαίνει Εμείς Δεν Ευθυνόμαστε, πολύ απλά γιατί το να διατάξεις Ένορκη Διοικητική Εξέταση είναι στο Ελλαδιστάν ο ασφαλέστερος τρόπος για να κουκουλώσεις μια παρανομία.

Πάσα: allivegp.

Τη διενέργεια ΕΔΕ διέταξε ο Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος μετά τις καταγγελίες για ξυλοδαρμό οικονομικού μετανάστη στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Δες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified