Ό,τι και να ορίζει ένας νόμος, η εφαρμογή του τον καθιστά ηθικό.

Βέβαια, παραβλέπεται –σκόπιμα– το γεγονός, ότι κάποιοι ευνοούνται από νόμους, οι οποίοι έχουν «παράθυρα» κι αυτοί οι άλλοι δεν είναι διαφορετικοί από τους ίδιους που έχουν την εξουσία.

Πήγα με τους 5 φίλους μου στην Μαντάμ Λόλα στη Φυλής, σε ένα νόμιμο μπουρδέλο. Την πήραμε όλοι μαζί και αφού την λερώσαμε στο πρόσωπο ένας ένας, φύγαμε. Ο Γιώργος επέμενε και έκατσε λίγο παραπάνω, αλλά αφού της είπε «πάρε και τα 150 ευρώ σου τώρα μωρή», έφυγε.

Τα μπουρδέλα στη Φυλής είναι νόμιμα, άρα και η παρτούζα ήταν ηθική.

Και αφού τα μπουρδέλα είναι νόμιμα και η παρτούζα ηθική, οι γυναίκες μας - κοπέλες μας δεν πρέπει να έχουν απολύτως κανένα πρόβλημα, ούτε και εμείς να αισθανόμαστε ενοχές για κάτι νομοθετημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικη αργκό, για τον ειδικευμένο (;) δικηγόρο στο δίκαιο της ευθύνης από αυτοκινητιστικά ατυχήματα.

Οι δικηγόροι που ασχολούνται με τα τουτού, έχουν στην Αθήνα ολόκληρο κτήριο δικό τους (Νο 3 Ευελπίδων), διαθέτουν ομοιόμορφα απαθή αλλά πονηρά μούτρα και γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους, αφού αποτελούν ιδιαίτερο σινάφι.
Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν «σκοτώνονται» μεταξύ τους επ’ ακροατηρίω (χάριν του πελάτη) κι ότι δεν παίζουν δικονομικές πουστιές ο ένας στον άλλο (π.χ. καθησυχάζει τον συνάδελφο ότι ματαιώθηκε η δίκη λόγω απεργίας γραμματέων, ενώ η συγκεκριμένη γραμματέας-κομματόσκυλο δεν απήργησε και τον ερημοδικάζει).

Έξω απ’ το κτήριο, η εικόνα θυμίζει την κολυμβήθρα του Σιλωάμ από τους μπανταρισμένους, τους πατεριτσοφόρους, τους χωλούς, τις κλαίουσες χήρες και τα ορφανά κλπ ενάγοντες, που περιμένουν υπομονετικά την σειρά τους να δικαιωθούν!
Ιδιαίτερη προσοχή οφείλουν να έχουν οι δικηγόροι των εναγομένων (συνήθως ασφαλιστικών εταιριών), που καλούνται να παίξουν το ρόλο του «κακού», υποβάλλοντας προσβλητικές ερωτήσεις και αμφισβητώντας πρόσωπα και πράγματα σε έντονο και καχύποπτο ύφος, προκειμένου να μειώσουν τα (φουσκωμένα) αιτούμενα κονδύλια αποζημιώσεως του ενάγοντος θύματος.

Άλλωστε, δεν είναι σπάνιο, κάποια χήρα ή κάνας ψωμωμένος συγγενής θύματος, να τους καταχερίσει, όταν βγουν από την αίθουσα. Αντίθετα, οι δικηγόροι των εναγόντων (του θύματος ή των επιζώντων συγγενών αυτού), είναι μειλίχιοι σαν κωλομπαράδες του Κατηχητικού και παρασταίνουν τους τεθλιμμένους, ιδίως τα κοράκια, που αναλαμβάνουν μόνο θανάτους εργολαβικά (γενναίο ποσοστό επί της επιδικασθησομένης αποζημιώσεως).

Αλλά το αν και το ποιος θα πάρει τί, είναι ζήτημα του εκάστοτε προέδρου, αφού τα περισσότερα φράγκα που έγκεινται στην ηθική βλάβη (τραυματισμός) ή την ψυχική οδύνη (θάνατος), υπόκεινται στην ανέλεγκτη κρίση του κι έτσι:

[i]Η λαμαρίνα - η λαμαρίνα, όλα τα σβήνει
Mας έσφιξε η Ευελπίδων σαν μια ζώνη
Kι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι
Πώς παίζει ο πρόεδρος κονδύλι με κονδύλι...[/i]

- Τί δουλειά κάνεις;
- Δικηγόρος!
- Και με τί ασχολείσαι; Ποινικολόγος;
- Μπάαα! Λαμαρινάς! Έχω τον «Φοίνικα»...

Κι ο Michael Clayton ήταν λαμαρινάς! (από Khan, 22/09/09)Στο 4:02 και 6:06 η άποψη του προέδρου για τις σωφερίνες! (από HODJAS, 03/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δωροδοκώ, δωροδοκούμαι. Ιδιαιτέρως απαντάται στη δικαστική αργκό.

Η ιδιομορφία του όρου συνίσταται στην ενεργητική και παθητική συνάμα σημασία του, στη μεταβατική μορφή του ρήματος και στις δύο περιπτώσεις, αναλόγως του αντικειμένου. Έτσι τον πιάνω σημαίνει «τον δωροδοκώ», ενώ τα πιάνω «δωροδοκούμαι».

-Έχω μια γνωστή στην εισαγγελία, να της πω τίποτε να πιάσουμε το δικαστή; (ενεργητικό)

-Δικηγόρε τι απόφαση είναι αυτή; Μας πήρανε και τα σώβρακα. -Ε, είναι φως φανάρι ότι τά ’χε πιάσει ο δικαστής. Θα κάνουμε έφεση, μην ανησυχείς (παθητικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Μάχιμος είναι:

1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.

1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.

1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.

1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.

1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.

  1. Γενικά ο ενεργητικός άνθρωπος, ο ακαταπόνητος, αυτός που δεν το βάζει κάτω στις δυσκολίες, αυτός που δε μασάει με τίποτα, αυτός που στίβει τη ζωή και πίνει τους χυμούς της. Ο αεικίνητος (σα να έχει καρφιά στον κώλο του), ο ανήσυχος, ο νεωτεριστής, ο καινοπρεπής.

Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:

2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ

  1. Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.

  2. Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.

  3. Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.

Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.

1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...

1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...

1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.

  1. - Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.

  2. (στο φανάρι)
    - Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα! - Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...

  3. - Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις πάμπολλες φυλές αυτοκινητάδων συγκαταλέγονται:

- Ο «αυτοκινητάς» ενίοτε γνωστός και ως «μαντράς» έπαιρνε τα ρίσκα του αφού η πράξη που γινόταν δεν ήταν ούτε νομότυπη, ενώ φορολογικά ήταν «μαύρη»...
(εδώ)

- Η Mustang είναι ένα αυτοκίνητο που θα λατρευτεί όπως το βινίλιο από τους παραδοσιακούς μουσικόφιλους, οι οποίοι απαρνούνται κάθε είδους CD και Blue Ray τεχνολογίες. Θα το ερωτευτούν οι παραδοσιακοί αυτοκινητάδες, που θα κρατάνε το τιμόνι της Mustang και θα ονειρεύονται ότι σοφάρουν στους παραλιακούς δρόμους του Μαλιμπού και τις κυριλέ συνοικίες του Σάνσετ Mπούλεβαρντ.
(εκεί)

- πρεπει να παραδεχτω πως ειμαι αυτοκινιτας, σχετικα καυλογκαζας. ελαφρος μηχανικος και με ενα αγγιγμα καγγουριας.
(παρακεί)

- Και οι αυτοκινητάδες πάνε τόσο αργά που προλαβαίνεις να τους αποφύγεις, να κάνεις κύκλο το τετράγωνο και να ξαναγυρίσεις για να τους κλωτσήσεις την πόρτα.
(και παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική λέξη για τους δικηγόρους πάσης φύσεως και όλων των ειδικοτήτων. Σημαίνει φυσικά ότι ο εν λόγω επαγγελματίας χάνει τις δίκες κατά συρροή και δεν είναι να τον εμπιστεύεσαι, πλέον όμως χρησιμοποιείται για όλον τον κλάδο, επιτυχημένους δικηγόρους ή μη. Συνώνυμο: δικηγόρος Παπαρείω Πάγω. Οι ποινικοί λένε επίσης ειρωνικά «Ήρθε ο Άρειος Πάγος να με βγάλει».

Γενικά το επάγγελμα αυτό έχει δημιουργήσει έναν σχετικό μύθο.

Αφ΄ενός μεν αποτελεί στόχο υγιούς σάτιρας και θεμιτής απαξίωσης από την πιάτσα, όταν στο στόχαστρο της σάτιρας βρίσκεται :

• Ο θεσμικός χαρακτήρας του επαγγέλματος

• Ο φανφαρονισμός και οι κουγιές ορισμένων, ονόματα δεν λέμε υπολήψεις δεν θίγουμε

• Η σύμφυτη με το επάγγελμα ικανότητά τους να υποστηρίζουν όλες τις απόψεις, ακόμα και τις εκ διαμέτρου αντίθετες

• Η εντελώς γλοιώδικη συμπεριφορά ορισμένων και η προσκόλλησή τους σε κύκλους συμφερόντων και εξουσίας, για να έχουν και αυτοί το κατιτίς τους, κοινώς να γλύψουν και αυτοί κανένα κόκαλο.

Αφ΄ ετέρου όμως, κάποιες φορές είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ υγιούς σάτιρας και άρρωστου κόμπλεξ με το οποίο αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι αυτοί. Κόμπλεξ υπάρχει π.χ. στις παρακάτω περιπτώσεις:

• Όταν ξεχνάμε ότι και οι άνθρωποι αυτοί είναι εργαζόμενοι. Κάποιοι σε βοηθούν πραγματικά και άλλοι μάχονται για ελευθερίες και δικαιώματα σε καιρούς μυστήριους

• Στο ότι κάποιος μπορεί να τα έχει κάνει όσο πιο πολύ μπάχαλο γίνεται στην ζωή του και φυσικά καταλήγει να έχει την ανάγκη δικηγόρου, πλην όμως, όταν έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει κατάφατσα την ήττα (γιατί τι να σου κάνει ο δικηγόρος, όταν έχεις κάνει τα πάντα όλα σκατά), τότε βέβαια δεν φταίει ο ίδιος, αλλά ο χασοδίκης ο δικηγόρος. Απ' ό,τι μου έχουν πει φίλοι επαγγελματίες, αν μία υπόθεση είναι σκατά, δύσκολα ο δικηγόρος θα την σώσει -αν και δεν αποκλείονται και οι περιπτώσεις αυτές. Και βέβαια ισχύει το ότι εάν τσακωθείς για οποιονδήποτε λόγο και φτάσεις να έχεις την ανάγκη δικηγόρου, είσαι ήδη χαμένος.

• Άλλες φορές πάλι, κάποιοι δικηγόροι ιδρώνουν μπροστά σε άκαμπτους δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι τους αντιμετωπίζουν με εξοργιστική ειρωνεία και από θέση ισχύος και καταλήγουν πάντα σε ένα λεκτικό ράπισμα του στυλ: «Μα τι είναι αυτά που μας ζητάς. Και είσαι και δικηγόρος!!!!». Δηλαδή δεν αξίζεις για να είσαι δικηγόρος, εγώ που σαπίζω εδώ πέρα, μην με βλέπεις έτσι, θα τα κατάφερνα καλύτερα από εσένα, αλλά ας όψεται η ρημάδα η τύχη κλπ. κλπ., πάρε τώρα τ' αρχίδια μου για αυτό που μας ζητάς και ξαναπέρνα από Δευτέρα να σε ξαναταλαιπωρήσω.

Βλέπε και εκφράσεις όπως «άσε τις νομικούρες», «άρχισε πάλι τα δικηγορίστικα κλπ», με τις οποίες, λόγω του φανφαρονισμού ορισμένων, απαξιώνεται συλλήβδην όλη η νομική επιστήμη.

Σε ό,τι αφορά τους ποινικούς, η αλήθεια είναι ότι οι δικηγόροι συχνά τους εκμεταλλεύονται, αναλαμβάνοντας τις υποθέσεις τους οι οποίες μπορεί να είναι εντελώς χαμένες, μόνο χάριν της αμοιβής. Το -και- σημερινό φαινόμενο εικονογραφεί με ακρίβεια ο Ηλίας Πετρόπουλος στο Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη. Σχετικό το φαινόμενο των διαδρομιστών, δηλαδή δικηγόρων χωρίς γραφείο και σταθερή έδρα, που τριγυρνάν στα δικαστήρια και την πέφτουν στους άτυχους που τους τραβάνε αυτόφωρο και έχουν άμεση ανάγκη δικηγόρου. Θύματά τους κυρίως αλλοδαποί, χωρίς στον ήλιο μοίρα, οι οποίοι πριν φύγουν για απέλαση ή φυλάκιση, για να εξαντλήσουν τις ελπίδες τους, τα σκάνε και στο χασοδίκη να πει την μαλακία του. Και βέβαια, όσοι ποινικοί είναι μέσα με βαριές ποινές, γνωρίζουν τα νομικά τερτίπια καλύτερα από τον κάθε δικηγόρο και μπορούν να προβλέψουν με μαθηματική ακρίβεια τα χρόνια που θα φάει κάποιος συγκρατούμενός τους που πηγαίνει να δικαστεί.

Κττμγ, ως κοινωνία, αλλά και ο κάθε ένας μας, έχουμε τους χασοδίκες που μας αξίζουν.

  1. - Ρε σεις αν μας πιάσουν με τον μπάφο τι γίνεται;; Πε μας και συ χασοδίκη.
    - Βάσει του Συντάγματος και της αρχής της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, πρέπει οπωσδήποτε και ανυπερθέτως η εξουσία να σέβεται τον πολίτη γιατί τα δικαιώματα του ανθρώπου....
    - Α παράτα μας ρε με τα δικηγορίστικα. Και πέρνα και τον μπάφο ρε χασοδίκη, τον γονάτισες.

  2. - Για πες μας εσένα γιατί σε φέρανε, τι λέει ο φάκελός σου;; Α, χα, ληστεία μετά φόνου, σύλληψις επ' αυτοφώρω και σε αναγνώρισαν και τέσσερις γυναίκες για απόπειρα βιασμού...
    - Όλα ψέματα κύριε αρχιφύλαξ, ο χασοδίκης ο δικηγόρος μου φταίει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικη αργκό για τον χασοδίκη που σεργιανάει στους διαδρόμους των δικαστικών κτηρίων, που αποτελεί την ενσωμάτωση του δικαιώματος εκπροσωπήσεως του (φτωχού) κατηγορουμένου, α λα Ελληνικά.

Μη διαθέτων δικό του γραφείο ή διαθέτων μεν (μια τρούπα) αλλά σπανίως πατών δε, φορεί φόρμα εργασίας (ένα κοστούμι τριμμένο και κακοβαλμένο σα σακκί), έχει δυνατά βουβαλίσια πόδια και κώλο Βραζιλιάνας (απ’ το ανεβοκατέβασμα στις σκάλες και την ορθοστασία) και εξαχρειωμένη φάτσα.

Το κακομοιρίστικο σουλούπι του δεν εξαπατά τους μεμυημένους: Ταλαιπωρείται, αλλά κονομάει τρελλά (κάνει 5-6 δίκες την ημέρα)!

Στήνει αυτί στα «πηγαδάκια» και παρεμβαίνει στις κουβέντες των διαδίκων, έχει κονέ με την αστυνομία και φθάνει πρώτος στις αυτόφωρες συλλήψεις, ξέρει το ταράφι των αλλοδαπών, των πορνών, των πρεζάκηδων, των διερμηνέων, των δικαστικών γραμματέων κλπ και τσιμπάει υποθέσεις δώθε-κείθε.

Κυρίως όμως, γνωρίζει άριστα την (πρακτική) ποινική δικονομία και αναλαμβάνει την υπεράσπιση όλων της γής των κολασμένων που δεν έχουν δικό τους δικηγόρο και δε μπανίζουν τί διαμείβεται, έναντι αλμυρού αντιτίμου.

Τα αδικήματα γνωστά σ’ αυτόν και μη εξαιρετέα (μικρο-κλοπές, ναρκωτικά, πορνεία, παράνομη είσοδος στη χώρα, σωματική βλάβη, πλαστογραφία μετά χρήσεως νομιμοποιητικών αδείας παραμονής και πλέον ου).

Η υπερασπιστική του γραμμή, συνήθως κατόπιν συνοπτικότατης προεργασίας (κάνει πεντ-έξι ερωτήσεις στον αλυσοδεμένο κατηγορούμενο ή κοιτάζει στα κλεφτά τη δικογραφία λίγο πριν την εκφώνηση υπό το άγριο ή θύμηδες βλέμμα του εισαγγελέα), περιορίζεται στο να λέει κοινοτοπίες «είναι καλό παιδί κύριε πρόεδρε», «δεν το’ θελε», «ο πρότερος έντιμος βίος», «δεν έχει ξαναδικαστεί» (αφού σπανίως φθάνει εγκληματικό δελτίο ή ποινικό μητρώο στη δικογραφία ως τη δικάσιμο) κλπ.

Ο κατηγορούμενος άλλοτε την τρώει, άλλοτε απαλλάσσεται «λόγω αμφιβολιών» ένεκα benevolentiae των δικαστών, που ελάχιστα προκάλεσε ο συνήγορος... Βέβαια, μπορεί (αν έχει κέφι) να σκαρφιστεί ευφάνταστα τρυκ, ώστε να κλονίσει (;) την πεποίθηση των δικαστών περί ενοχής του κατηγορουμένου.

Π.χ., σε δίκη περί προκλητικά ασέμνων χειρονομιών πόρνης προς άγραν υποψηφίων πελατών, η εκπάγλου καλλονής και μπουρδελέ ντυμένη Ρωσίδα, έβγαλε στην αίθουσα ένα μικροσκοπικό σπρέι, διότι «είχε άσθμα» (δηλαδή δεν έκανε κωλοδάχτυλο στο στόμα της και παρεξήγησε ο αστυφύλακας που την συνέλαβε) κι άρχισε να ψεκάζεται για να το αποδείξει (!) κι έτσι αθωώθηκε μέσα σε τρανταχτά γέλια...

Άλλωστε, γνωστός δικηγόρος σε αθλητική δίκη περί άσεμνης χειρονομίας ποδοσφαιριστή (δυο αμερικάνικα κωλοδάχτυλα προς τα πάνω), είχε διατυπώσει το αμίμητο: «Έδειχνε το σκόρ κύριε πρόεδρε» (1-1)...

Παλαιότερα, στα κακουργιοδικεία, όπου το stake είναι 5-20 έτη κάθειρξη και ο συνήγορος υπερασπίσεως είναι υποχρεωτικός, ο διορισμός συνηγόρου (πληρώνεται απο το Κράτος) αυτεπαγγέλτως απο το δικαστήριο, γινόταν ως εξής:

[i]- Έχετε δικηγόρο;
- Όχι...
- Θέλετε να σας διορίσει συνήγορο το δικαστήριο;
- Θέλω...
- Υπάρχει κανένας δικηγόρος διαθέσιμος;
- Πα-ρών! (ο διαδρομιστής μας)[/i]

Καιροφυλακτούσε όλη μέρα στους διαδρόμους κι έπινε καφέδες. Αφού μελετούσε τον ο-γκω-δέ-στα-το φάκελο της δικογραφίας μέχρι το πέρας της ίδιας δικασίμου (θέλει μέρες) και χωρίς να ζητήσει διακοπή της δίκης για άλλη δικάσιμο ώστε να προετοιμαστεί καταλλήλως (σιγά τώρα), έλεγε μέσες-άκρες όσα και παραπάνω.

Ούτως ή άλλως, ο εξαθλιωμένος (για να μην έχει να δώσει σε δικό του δικηγόρο) κατηγορούμενος (αλλοδαπός, φτωχοπουτάνα, πρεζάκιας, τσιγγάνος) δεν παίρνει πρέφα τί παίχτηκε, φράγκο δεν δίνει, η υπόθεση ήταν μάλλον χαμένη από χέρι και χειρότερα δεν γινόταν...

Εξάλλου, οι φυλακωμένοι κάνουν κάθε τόσο αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης της ποινής τους (τσάμπα είναι), γνωρίζοντας οτι είναι εκ προοιμίου χαμένες, προκειμένου να μεταχθούν σε δικαστήριο και να αλλάξουν παραστάσεις απ’ την κλεισούρα της φυλακής, ιδίως δε να πάρουνε «θέμα» (δικαστίνες, δικηγορίνες κλπ) και να τον παίξουνε μετά...

Σήμερα διορίζονται συνήγοροι υπερασπίσεως απο ειδικό κατάλογο (κυλιόμενα) και οι διαδρομιστές των κακουργημάτων τείνουν να εκλείψουν, αλλά το αποτέλεσμα είναι πάνω-κάτω το ίδιο...

- Τον είδες το διαδρομιστή;
- Πού;
- Εκεί στα αυτόφωρα. Έχει γίνει «σκούπα», μαζέψανε τα τραβέλια πάλι και τις ψήνει στο μπίρι-μπίρι ο πούστης!
- Χαρά στο κουράγιο του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δόκιμο είναι δικηγορώ. Δικηγορίζω είναι ένας όρος που έχει μάλλον κακή σημασία, δηλαδή συμπεριφερόμαι σαν δικηγόρος όχι με την καλή έννοια, αλλά λ.χ. είμαι εριστικός, προσπαθώ να αποδείξω ντε και καλά ότι έχω δίκιο, ακόμη και με σοφιστείες ή με επιχειρήματα που θα είχαν επιτυχία σε μια δικανική μόνο συνάφεια, μπαίνω στο τριπάκι να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου για να υποστηρίξω μια υπόθεση χαμένη, ή μια υπόθεση όπου κάποιος έχει προφανώς λάθος, αντλώ ηδονή από την έριδα, μεροληπτώ υπέρ κάποιου σαν να ήταν πελάτης μου κ.ά.

  1. Ούτε δικηγορίζω, αλλά εκθέτω επιχειρήματα που βασίζονται στην ουδετερότητα με τα οποία δε βλέπω να εκφράζετε κάποια συγκεκριμένη διαφωνία. (Εδώ).
  2. Αν πιστεύεις ότι «δικηγορίζω ποταπά» όπως αναφέρεις (που παρεμπιπτόντως μάθε πρώτα τι. σημαίνει για να το χρησιμοποιείς), τότε φρόντισε... (Εδώ).
  3. Επειδη μου αρεσει να δικηγοριζω με το μερος του διαβολου και αυτη η ιστορια με τα αεροπλανα και τα ψεκασματα μου μυριζει περιεργα, εχω μια υποθεση και μια απορια. Κατ'αρχας, ποιος λεει οτι αν ψεκαζουν τα αεροπλανα, δεν το κανουν ΚΑΙ την νυχτα; Και δευτερον εαν αυτο το θεμα με τους ψεκασμους ειναι οργανωμενο νομιμως και φανερως για τους οποιους λογικους λογους, βοηθεια στα καιρικα φαινομενα και τις καλλιεργεις πχ, υπο ποια υπηρεσια λειτουργει; (Πcέκαcον εδώ).

Το καταθέτω, επειδή έχω την εντύπωση ότι ισχύει γενικότερα με την κατάληξη -ιζω να φτιάχνουμε ένα κακόσημο ρήμα διακρινόμενο από το δόκιμο ρήμα ή άλλη δόκιμη λέξη. Προς εξέταση από "κομπογιαννίτες φιλόλογους" και "εκμεταλλεύτριες μελισσούλες" του σάιτ, δεκτοί και "χαβαλετζήδες".

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Εγώ είμαι εργατόπαιδο κι εσύ της Νομικής»: στίχος από παλιό λαλά. Σε αυτό και καλούα ο τζες είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου ένας ταπεινός και καταφρονεμένος, που τόλμησε και σήκωσε το βλέμμα του στην διανοούμενη δικηγόρα-του-μπι, που το μόνο που την νοιάζει είναι τα μαθήματά της. Έχει ελπίδες μαζί της ο Βαγγέλης από την Ελευσίνα (λέμε τώρα) με τα χέρια λερωμένα από τα φτωχά πλην τίμια γράσα; Ούτε καν.

Σε μια κουβέντα ή κατάσταση όπου ο ένας στριμώχνεται, η επίκληση της ασυμβατότητας των συνομιλητών (υπαρκτή ή φανταστική) έχει ως στόχο να περάσει στο ντούκου το ότι ουσιαστικά βγήκε μαλάκας. Αυτό βέβαια επιτυγχάνεται με την απαξίωση του θέματος, αλλά και του άλλου που, μέχρι εκείνη την ώρα, έχει το πάνω χέρι στη συζήτηση ή γενικώς.

Η υφέρπουσα κλάψα σε φάση «τι να κάνουμε κύριε, ασφαλώς και έχεις δίκιο πράγμα που ήταν αναμενόμενο γιατί εσύ είσαι ανώτερος μορφωτικά ενώ εγώ δεν ξέρω από επιστήμες συνεπώς η τάξη των πραγμάτων διατηρείται», είναι απλά για ξεκάρφωμα. Στην πραγματικότητα υπερισχύει η έννοια του «δεν μας νοιάζει που έχεις δίκιο, δεν είσαι ένας από μας, είσαι από τους άλλους, τους μορφωμένους, να πα να κάνεις παρέα με το σινάφι σου, εδώ δε σε θέλουμε, χχχκ φτου, και που πιάσαμε κουβέντα μαζί σου χατήρι σου κάναμε, που θα μας βγάλεις και ψεύτες».

Λέγεται και σε μη δικηγόρους. Προφ :P

Ο Κανέλος που (δεν) αγάπησε τη Λουλού, συνέντευξη στο indymedia: Σιγά μην ερωτευόμουν εγώ -ο αλανιάρης- τη λουλού! Γιατί εγώ είμ' εργατόπαιδο κι εσύ της Νομικής, ρε Λουλού... Το ξέρω πως δεν φταις εσύ που γεννήθηκες έτσι. Ούτε και η Τσέσικα Ράμπιτ έφταιγε που ήταν μοιραία. Έτσι την σχεδίασαν. Αλλά είμαστε διαφορετικοί, ρε συ Λουλού, και ως εκ τούτου ασύμβατοι. Πώς λέει το άζμα: Εγώ είμ' ένα Μάκιντος, κι εσύ ένα PC, γι' αυτό είμαστ' ασύμβατοι, μωρό μου εγώ κι εσύ!

Ποια είναι η Μάρα βρε παιδιά μου:
Αυτοί είναι «εργατόπαιδα» και αυτή της Νομικής... Έτσι δεν είπε χθες η κυρία Μάρα;; Επειδή είναι της Νομικής (μαύρα μεσάνυχτα έχει) «Το ΠΑΣΟΚ πρέπει ν' αποδείξει ότι στη Βουλή έγινε νοθεία»!!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικο λογοπαίγνιο, που αναφέρεται σε μυθική μακρινή χώρα, όπου οι δίκες δεν γίνονται ποτέ (βλ. του Αγίου Πούτσου ανήμερα).

Προέρχεται από την ορολογία για την ημερομηνία δικασίμου «από αναβολή», δηλαδή μετ' αναβολής ορισθείσα, κατόπιν αιτήματος των διαδίκων ή κωλύματος (π.χ. απεργίας γραμματέων, εθνικών εορτών, εκλογών, τήρησης ωραρίου, αποχής δικηγόρων, ανώνυμης κλήσης για βόμβα κτλ).

Ως γνωστόν, έτσι και πάρει αναβολή μια δίκη, (τουλάχιστον στην Αθήνα) συνήθως μετατίθεται η δικάσιμος στις ινδιάνικες καλένδες, ήτοι κάνα χρόνο πίσω οι αστικές και τουλάχιστον έξι μήνες οι ποινικές υποθέσεις, δεδομένου ότι τα πινάκια είναι γεμάτα, δεν υπάρχουν αρκετές αίθουσες, δικαστές, προσωπικό, οι νεοέλληνες αλληλομηνύονται ακατάπαυστα κτλ.

Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί, ότι αφ’ ενός πολλοί διάδικοι -μέσω των δικηγόρων τους- παρελκύουν σκόπιμα τις δίκες, αφ’ ετέρου λόγω του παραδικαστικού (που δίνανε αβέρτα αναβολές/προτιμήσεις δικασίμων σε «ημετέρους» και παραγράφονταν ή προηγούνταν αντίστοιχα οι υποθέσεις τους κτλ) και των πειθαρχικών ποινών που έπεσαν, οι δικαστές είναι στριμωγμένοι και πλέον δε θέλουνε να δώσουν αναβολή, ακόμη και αν υφίσταται νόμιμη και εύλογη αιτία, καταντώντας σκληροί για να φανούν αδέκαστοι.

Υποτίθεται ότι δεύτερη αναβολή δίδεται με εξαιρετική φειδώ και μετά σε καμία περίπτωση, αλλά δε βαριέσαι; Όλο και κάτι θα προκύψει και η δίκη θα τραιναριστεί στο έπακρο κι ο κοσμάκης θα ταλαιπωρείται μέχρι να βρει το δίκιο του.

- Έγινε σήμερα το δικαστήριο;
- Μπάαα! Κάποιος πήρε τηλέφωνο για βόμβα πάλι, μέχρι να εκκενωθεί το κτήριο, μέχρι να ’ρθουνε οι μπάτσοι με τον Αζόρ να ψάξουνε, μέχρι να ξαναμπούμε, πήγε τρείς η ώρα, τελείωσε το ωράριο και η γραμματέας κατέβηκε απ’ την έδρα...
- Δηλαδή πήγε Άπω Αναβολή η υπόθεση;
- Κάπως έτσι. Ποιός τον ακούει τον πελάτη τώρα! Τρίτη φορά που δε γίνεται η δίκη!

Μπούχτισα πια! (από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified