Further tags

Ενώ το πίξελ ή εικονοστοιχείο (<PICture ELement = στοιχείο εικόνας) είναι ένα «σημείο» μιας εικόνας που εμφανίζεται στην οθόνη ενός υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή, για το υπολογιστικό σύστημα, ένα δείγμα πληροφορίας, το πήξελ με ήτα είναι μονάδα μέτρησης του πηξίματος. Εφαρμόζεται σε μούνες και συνήθως μετριέται σε μέγκα-πήξελ ή γκίγκα-πήξελ.

Άσ' τα να πάνε, 5-1 με παίζει, μιλάμε για τρελά γκίγκα-πήξελ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τριτούζα είναι η ελληνική απάντηση στο γαλλικό Ménage à trois.

Πρόκειται για λεξιπλασία του αρχικού τρι-, όπως λέμε τριήρης, τρίαινα, τριγλυκερίδια, τριζόνι, και του γαλλικού του partouze. Αντί λοιπόν να πούμε τρι-παρτούζα ή να γράφουμε ολόκληρη γαλλική νουβέλα (Μαντάμ Μποβαρύ) και να πούμε partouze à trois, λέμε ένα τριτούζα και καθαρίζουμε.

Σε μία τριτούζα τέταρτος δε χωρεί. Έχουμε λοιπόν τις εξής δυνατότητες.

  1. Τρεις γυναίκες κάνουνε λεσβιακό. Αφήστε τη φαντασία σας ελεύθερη.

  2. Ένας άντρας και δύο γυναίκες. Πρόκειται για την απόλυτη φαντασίωση κάθε αρσενικού όντος σ' αυτόν τον πλανήτη. Γιατί να είναι δύο και όχι παραπάνω;... Εδώ χωράει πολύ ψυχανάλυση. Μάλλον οι τρεις απαιτούνε υπεράνθρωπες αντοχές, ενώ οι δύο βολεύονται.

  3. Δύο άντρες και μια γυναίκα. Δεν πρόκειται, επαναλαμβάνω, δεν πρόκειται για την απόλυτη φαντασίωση κάθε θηλυκού όντος σ αυτόν τον πλανήτη, είτε γιατί οι δύο είναι πολλοί, είτε γιατί είναι λίγοι...

  4. Τρεις αδερφές.

- Είσαι για τριτούζα;
- Μέσα. Θα φέρεις τη δικιά σου;
- Εγώ δεν έχω καμία. Εσύ;
- Τι μαλάκας που είσαι;! ...Ούτε εγώ έχω.
- Τότε ας παίξουμε ένα τάβλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Ελληνοαμερικανική διάλεκτο το κοράκι αναφέρεται στο νόμισμα των 25 σεντς (quarter = 1/4 τού δολαρίου). Επειδή είναι σχετικά νόμισμα μικρής αξίας, πήρε μορφή στα Ελληνικά ως «κουωρτεράκι» και συντομεύθηκε ως «κοράκι».

Ρε Χρήστο, για δες αν σου περισσεύει κανένα κοράκι να το βάλω στο παρκόμετρο για να μη μας γράψουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιοροκάς, ο 40-50-60ρης που νομίζει ότι είναι 20 χρονών και ακούει πουρόκ. Από το πουρό και τον ρόκερ.

- Παίζουν οι Whitesnake σήμερα στον Λυκαβηττό. Πάμε;
- Τί λες μωρέ; Σου μοιάζω με πουρόκερ;

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστειατόρικος- μπαμπαδίστικος τρόπος για να χαρακτηριστεί η τηλεόραση -television αγγλιστί, επειδή ένας σημαντικός λόγος που την ανοίγουμε (οι άντρες τουλάχιστον) είναι για να δούμε κανέναν βύζο. Ο άλλος είναι το τζαμπιονζλήγκ. Παλαιάς κοπής αστεϊσμός και πιο ασθενής σλανγκικώς από τα υπόλοιπα (γιουροβύζιον, σόου βυζ) και για τον λόγο ότι βασίζεται στην γραφή.

  1. - Είμαι σε μια απ'αυτές τις φάσεις που βαριέμαι ακόμα και να γαμήσω, πόσο μάλλον να σκοτώσω… Ορμονικές διαταραχές μάλλον. Μέχρι και η λίμπιντος μου έπεσε. Με ενοχλούν σχεδόν τα πάντα, λέω πάντα ναι για να μη τσακώνομαι και γίνομαι θηρίο όταν θέλουν να πω περισσότερες λέξεις, πόσο μάλλον να κάνω κάτι… Μου φταίνε τα πάντα και οι πάντες… Ευτυχώς με τις ευχάριστες μαλακίες γελάω και φτιάχνει η διάθεσή μου λιγάκι… Καμιά ιδέα;;; - ουχ.. το παθαινω συχνα πυκνα. βγαινω καμια βολτα,και στα μισα της διαδρομης αρχιζω να βαριεμαι ηδη.κλεινω το πισι για σαλονι/τελεβυζιον,περναν 10 λεπτα,κλεινω και την τελεβυζιον...

(από Khan, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης αστειατόρικος τρόπος για να μεταφερθεί στα ελληνικά το Show Biz (< show business), αφού ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας του θεάματος (La società dello spetta-κωλο, που λέει κι ο Guy Debord) εστιάζεται στην σωστή βυζανάδειξη και στο πώς θα επιδειχθούν (show) με σωστό τρόπο οι βυζούμπες των συμμετεχουσών (και να φανούν, αλλά να μην το κάνουμε και τελειωμενάδικο). Ξέρετε τώρα, σε στυλ θα πηδηχτώ από το παράθυρο, να φανεί η ρώγα, αλλά και καλούα τυχαία.

Το παρόν εντάσσεται σε ευρύτερο σλανγκικό τρόπο αστεϊσμού επί των βύζων, πρβλ. γιουροβύζιον, γυροβύζιον, γυροβυζιόν, φο-βυζού, τελεβύζιον κ.ά.

  1. αυτές που είναι στην σόου βυζ (δείξε μας τον βύζο σου) γλυκαίνονται και όχι τα 6 κατοστάρικα δεν τους φτάνουν αλλά ούτε 2 χήνες το μήνα. (Εδώ).

  2. H γριά ντουντού της ελαφρολαϊκής ποπ έχει χάσει τον έλεγχο . Η σκούπα Hoover σε υπερλειτουργία ! Η κατάντια της ελληνικής σόου βυζ. Συμμετέχει η αντιαισθητική γριά λεσβία Πατρίτσια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σλαγκιά - λογοπαίγνιο μεταξύ φοιτητών της Φυσικής κι ειδικότερα όσων ασχολούνται με τη Μετεωρολογία, που αναφέρεται στη Δύναμη Coriolis (από το όνομα του Γάλλου μαθηματικού και μηχανικού Gaspard-Gustave Coriolis 1792-1843).

Είναι μια φαινομενική δύναμη που χρησιμοποιεί κάποιος που κινείται, για να περιγράψει την παρέκκλιση απ’ την ευθεία που παρατηρεί στην κίνηση άλλων σωμάτων.

Μια και η Γη περιστρέφεται γύρω απ’ τον άξονά της, οτιδήποτε κινείται πάνω της δέχεται τις... καργιολο-επιδράσεις που γίνονται εμφανείς από κάποιον που παρατηρεί από την επιφάνειά της Γης, αλλά όχι από κάποιον αστροναύτη.

Η τιμή της εξαρτάται από την απόσταση του σώματος που κινείται από τους Πόλους και η φορά της από το ημισφαίριο στο οποίο γίνεται η κίνηση. Έτσι π.χ, στο Βόρειο ημισφαίριο, το νερό που τρέχει από την ανοιχτή βρύση στο σιφόνι, κυλάει με φορά αντίθετη των δεικτών του ρολογιού (στο Νότιο ημισφαίριο ρέει αντίστροφα).


Πριν κατηγορηθώ για τη μόρφωση που έπαθες αγαπητέ αναγνώστη, ομολογώ πως η φλασιά για τον άνοστο (για πολλές –τότενες- ανασφαλείς φελολόγους τουπαραλιγοναμπεί) όρο, προέκυψε απ’ τα εδώ σχόλια.

- (Κοιτά δεξιά) Πού θα πέσει ο πύραυλος το φελέκι μου;
- Στ’ αρχίδια μου. Εγώ για τα θέματα ήρθα.
- (Κοιτά ...έξω αριστερά) Πού θα πέσει ο πύραυλος το ξεσταύρι μου μέσα;
- Στο άσυλο. Πού αλλού;
- (Κοιτά ...πίσω) ψψττ! κοπελιάαα;
- Εμένα;
- Ναι! ναι!! Πού θα πέσει ο πύραυλος;
- Με λένε ...Πάτη.
- Ενδιαφέρον, εμένα Σσ ...Μίλτο, αλλά πού θα πέσει ο πύραυλος;
- Στo σημείο Τζι!!
- Την καργιόλα τη δύναμη την υπολόγισες;
- Χιχιχι! Χαλαρά.

Το κόκκινο παριστάνει τον παρατηρητή το μαύρο μια μπάλα που κινείται (από sstteffannoss, 26/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ανθρώπου που βάζει like σε κάθε post στο facebook, από διαφήμιση ψαροταβέρνας μέχρι site υπέρ της ευθανασίας, ενίοτε με απώτερους σκοπούς, αν γίνεται στο προφίλ γκόμενας. Κάνει like σε κάθε τραγούδι που ποστάρει, από Ημισκούμπρια μέχρι Κάρμινα Μπουράνα και από Τερλέγκα έως στρουμφάκια.

Το παρωχημένο μοντέλο λαϊκισμού της «Αυριανής» των 80's συναντάται σήμερα ως like-ισμός με ακραία μορφή του τον επονείδιστο εις εμέ αυτο-like-ισμό, ο οποίος είναι η υπέρτατη μορφή βλακείας. Για να ποστάρεις κάτι ρε μάστορα σημαίνει ότι σου αρέσει. Τί το βάζεις το like; Είναι σαν αυτοϊκανοποίηση σε ντο ματζόρε συνοδεία κουαρτέτου από τρόμπες ποδηλάτου.

Ρε συ ο Μάκης γουστάρει την Ντιάνα!
— Έλα ρε, πού το ξέρεις;
— Όλη μέρα κάνει like στα ποσταρίσματά της! Έκανε μέχρι και σε γκρουπ απολέπισης δέρματος με σαγόνια καρχαρία!
— Like-ιστής παιδί μου... τί περιμένεις;

(από σφυρίζων, 01/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον ένδοξο Ε.Σ. όπου όλοι είμαστε μια παρέα, πολλές φορές οι έννοιες πειθαρχία, οργάνωση, σύστημα, εργατικότητα κλπ αποκτούν ένα υπερρεαλιστικό υπόβαθρο. Για να το συλλάβει κανείς θα πρέπει να έχει την τύχη να παρακολουθήσει μια μονάδα του Ε.Σ. σε τακτικούς ή άλλους ελιγμούς, οπότε και γίνεται προφανής η χρήση του όρου «ρεμπέτ ασκέρ» για την περιγραφή της μονάδας, συνήθως πεζικού, η οποία μαγεύει με τον συντονισμό των κινήσεων των μελών της.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι διαθέτουμε ως χώρα τον καλύτερο στρατό, όχι στο ΝΑΤΟ, αλλά στο Κιάτο.

Δίκας: - Λγε Πουλόπουλε, πώς πήγε το ρεμπέτ ασκέρι μου στην άσκηση «Μαδημένο Κοτόπουλο»; Γύρισαν όλα τα παρτάλια από το βουνό;
Λγός: - Μάλιστα κ. Διοικητά. Μόνο που μας έμειναν 2 Λεωνίδας και το Ρεγκόβερ που πήγε να τα μαζέψει χάλασε κι αυτό στο δρόμο. Χάσαμε και μια υδροφόρα και έχω στείλει τον Λ.Δ. και ψάχνει στα χωράφια μπας και τη βρούμε. Νεκρούς πάντως δεν είχαμε.

(από jesus, 11/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που προέρχεται απο το συνδυασμό των λέξεων τρόμπας + ρόμποκοπ.

Δηλώνει τον υπέρτατο βαθμό ηλιθιότητας και μαλακίας (βλ. και τρομπάρω). Συχνά υποψήφιος για το πολυπόθητο βραβείο Τρόμπελ.

  1. - Πήγε κι έπεσε μέσα στην πισίνα ο μαλάκας..
    - Ναι, και;
    - Ήταν άδεια..
    - Ρέ τον τρόμποκοπ

  2. (σε φανάρι πολυσύχναστου δρόμου)
    - Ρε τρόμποκοπ ξεκίνα επιτέλους! άναψε πράσινο εδώ και δύο λεπτά!

"THIS IS A PICTURE OF ROBOCOP ON A UNICORN. YOUR ARGUMENT IS INVALID." (από patsis, 06/08/11)(από patsis, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified