Further tags

Αυτολεξεί, «προφυλακτικό μέσα στον κώλο».

Το λογοπαίγνιο αυτό χρησιμοποιείται ευρύτατα από αγγλοσάξονες επιχειρηματίες που συνδιαλέγονται με τον άλλοτε πρόεδρο της Interamerican και μέχρι πρόσφατα δερβέναγα του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA.

- Beware of Greek businessmen bearing a condom in ass!

Condom in ass - το μυστικό της επιτυχίας; (από Vrastaman, 03/09/08)Condom in ass - το μυστικό της επιτυχίας; (από Vrastaman, 03/09/08)Οι Σκοπιανοί προκαλούν. (από Khan, 25/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που διακρίνεται για την εκρηκτική παρουσία της και την υπερσεξουαλικότητα της.

- Πω πω πω. Κοίτα ρε μαλάκα τι κόμματος περνάει μέρα μεσημέρι.
- Τι κόμματος και κουραφέξαλα. Αιδοιεσέλ κανονικό. Θα μας τρελάνει η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την ακρίβεια: Απ' όλων(ας). Πρόκειται για αγνώστου πατρός νεογνό του οποίου η σύλληψή επισυμβαίνει κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες λιώματος, νταγκλαντές ή μειωμένων αναστολών γενικότερα. Η μητέρα δεν γνωρίζει την ταυτότητα του πατρός, καθώς είναι ελαφρών ηθών και με πολυπληθείς παρέες. Οπότε, όποιος πρόλαβε, το έσπειρε το μούλικο.

Είναι κάτι ανάλογο με τα τσιγάρα απόλλων ως προς την κοινοκτημοσύνη, άλλα με διαφορετικό αντικείμενο απόλαυσης.

- Να σου ζήσει Λίλιαν το μωρό. Πω πω ένας άντρακλας, θέλω να γίνω νονά του, αγάπη μου.
- Θα το βγάλουμε Απόλλων..ξέρεις εσύ, κάπου εκεί σε θυμάμαι κι εσένα!

Ναός για τις βαφτίσεις των Απ\'όλων(ων). (από perkins, 01/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που διάγει βίο παρόμοιο με του Kώστα Καραμανλή. Ως γνωστόν, ο πρωθυπουργός μας είναι διάσημος για το πώς αυτός και η σύζυγός του ζούνε σεμνά και ταπεινά. Και ο Γιώργος Αυτιάς επιμένει ότι η σωστή έκφραση είναι «ασκητικά». Λ.χ. ενώ οι περισσότεροι υπουργοί του προκαλούν με τον χλιδαίο βίο τους εν μέσω οικονομικής κρίσης, ο πρωθυπουργός εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά στον λαό, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του βλέποντας DVD απ' το βιντεάδικο της γειτονιάς, και τρώγοντας στον Μπαϊρακτάρη και σε ταβέρνες της Ραφήνας. Ο «ασκητικός» είναι επομένως ο Έλληνας που περιορίζεται στις ταπεινές απολαύσεις της ζωής, τα σουβλάκια, τα κοκορέτσια, τα κοντοσούβλια, τις μπριζόλες κ.ο.κ.

  2. Ο φανατικός οπαδός του σεξολόγου Θάνου Ασκητή. Αυτός που παίρνει σε Ντι-Βι-Ντι τις ομιλίες του γνωστού σεξολόγου για το πώς να βελτιώσουμε την σεξουαλική μας ζωή και κάνει φιλότιμες προσπάθειες να τις εφαρμόσει μπας και δει χαρά στα σκέλια του. Χαρακτηρίζεται από μια ψυχαναγκαστική συμπεριφορά στο σεξ, να πετύχει οπωσδήποτε έναν καλό οργασμό για να μην πάνε στράφι οι συμβουλές που αποστήθισε από τον δάσκαλο- ίνδαλμά του, καθώς και από μπόλικο ακαδημαϊσμό στην προσέγγιση του σεξ. Η ασκητική γυναίκα είναι ένας τύπος Γιαλόμας επί το σεξουαλικότερον, που σε πρήζει με θεωρίες, αλλά ευτυχώς σχετιζόμενες με την μεγιστοποίηση της σεξουαλικής απόλαυσης.

  1. Γιώργος: - Πάμε απόψε για σούσι στο Κολωνάκι;
    Μένιος: - πλάκα με κάνεις; Νομίζεις ότι έχω λεφτά για σούσι με τέτοια κρίση; Όχι φίλε μου! Σεμνά και ταπεινά, απόψε! Τι σεμνά, λέω; Ασκητικά! Θα πάμε στου Μπαϊρακτάρη για σουβλάκια και κοκορέτσια...

  2. Γιώργος: - Και πώς πάει το σεξ με την Καυλάουρα;
    Μένιος: - Πώς να πάει; Είναι πολύ ασκητικό κορίτσι!
    Γ.: - Και δεν της φαινόταν...
    Μ.: - Ναι, κάθε μέρα μ' έχει με τα Ντι-Βι-Ντι του Ασκητή, Μένιο κάνε αυτό και Μένιο κάνε εκείνο, Μένιο ο Ασκητής είπε να κάνουμε αυτό. Χθες όλη τη νύχτα παιδευόμασταν να εκτελέσουμε την στάση νο 74 από το νέο βιβλίο του Ασκητή...
    Γ.: - Και σας έχει βοηθήσει ο Ασκητής στην σεξουαλική ζωή σας;
    Μ.: - Ποιος τον γαμάει αυτόνα; Εμένα μόνο για Λίλιαν μού 'κανε κούκου. Με την Λάουρα δεν... Πολύ απλά, δεν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο μεταξύ των αστραπόγιαννος και στραπ-ον, το οποίο αποτελεί ακόμα έναν χαρακτηρισμό της γυναίκας νταλικέρη. Ειδικότερα, η γυναίκα που γουστάρει femdom φάσεις, λεσβιακού ή μη χαρακτήρα, συνήθως μετά επιστρατεύσεως τέτοιων βοηθημάτων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, φροντίζει να διαδηλώνει το παραπάνω με συμπεριφορά που εκλαμβάνεται ως ανδροπρεπής.

Φυσικά, εμπεριέχει μια γερή δόση προκαταλήψεων και σεξιστικού χαρακτήρα εταιροπροσδιορισμών, υπεραπλουστεύοντας τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές (βλέπε και τις σχετικές αναφορές του δρ. Χαν στο λήμμα αντρούτσος).

Το ανδρικό όνομα «Γιάννος» συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση της τελικής συγκέντρωσης C (mol/L) της τεστοστερόνης.

Συγγενές των: Σουγκλάκος, νταλικέρης, αντρούτσος, Λεσβιάθαν.

Πάσα από vikar στα σχόλια του αστραπόγιαννος.

Σύνθια: Ρε μάγκες, πότε περνάει το επόμενο λεωφορείο ξέρω γω ναούμ'; φτύνει κάτω
Γιάγκος (χαμηλόφωνα): Πω ρε μαλάκα, δες τι αστραπόνγιαννος έσκασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.

Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.

Η Αυτής Εξοχότης Cicciοlina (από allivegp, 30/11/09)Δρόμος στα Μελίσσια (από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πρωκτηδόν σεξ σε τοπίο με φυσική ομορφάδα, λόγγους, ραχούλες, κάνα δυο γιδοπρόβατα με τα κουδούνια τους να ηχούν, κάνα βοσκό να παίζει τη φλογέρα του (ή, αν κρυφοκοιτάζει, να παίζει το πουλί του) κ.ά. Συχνές φράσεις κατά την τοιαύτη συνουσία: «κουδούνισέ μου τον», «έλα να ακούσεις πώς παίζει η φλογέρα μου», «θέλω να σ' αρμέξω αγελαδίτσα μου» κ.ά.

  2. Ο κατσικογαμισμός, το συνουσιάζεσθαι μετά μηρυκαστικού του ιδίου ή αλλότριου κοπαδιού (στη δεύτερη περίπτωση πας μέσα για φθορά ξένης ιδιοκτησίας).

  3. Ό,τι και το 2, αλλά περιορισμένο στο να γαμάς τον κώλο του βοός (βους + κώλος).

  1. Έλα να κάνουμε ένα βουκωλικό, Μήτρο'μ, να θυμηθούμε το χωριό.

  2. Τον έπιασα, που λες, πάνω στο βουκωλικό με την κατσίκα μου. Θα τον αφαλοκόψω τον θεομπαίχτη!

  3. «...μετά το όργωμα, οι παππούδες του χωριού συνήθιζαν να επιδίδονται στο βουκωλικό, ένα έθιμο που ανάγεται στην ομηρική εποχή (όπως τα πάντα στον τόπο μας) και αποδεικνύει την αδιάσπαστη συνέχεια του Γένους...» (από το έργο του Α. Τεκέλογλου «Πώς το έκαναν οι παλιότεροι», εκδόσεις Αργκώ, Αθήνα 2006, σ. 666).

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο - Παιχνίδια για δύο (από patsis, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φαίνεται κι εδώ, ο Δαλάι Λάμα είναι ηγέτης του Λαμαϊσμού (Θιβετιανού Βουδισμού) και αντιπροσωπεύει τη ζωντανή ενσάρκωση μιας μορφής του Βούδα (της μορφής του ελέους).

Ο όρος για τον οποίο συζητάμε εδώ, προέρχεται από παράφραση του ονόματος του Δαλάϊ Λάμα. Ποιον θα μπορούσαμε να αποκαλούμε έτσι;

Θα μπορούσαμε να αποκαλούμε ειρωνικά κάποιον ψωλοπερήφανο, που την έχει δει... και καλά πεφωτισμένος γκουρού, Μέγας Μαγίστρος και Δαλάι λάμα του έρωτα.

Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε έτσι σε κάποιον που έχει μεγάλη ιδέα για τις σεξουαλικές επιδόσεις του, που λέει πως τον έχει βουκεφάλα, που λέει πως έχει την... επαναληπτική καραμπίνα, που λέει πως έχει τον... πηδάριθμο, που λέει πως έχει ρίξει τις καλύτερες (γιατί έχει τη... μεθοδολογία), που λέει πως μπορεί να κάνει κάποιον χυλοπιτολήπτη, Δον Ζουάν, κλπ.

Για κάποιον που θεωρεί πως είναι και ο κρότος, ενώ μπορεί, να είναι ο... πρωταθλητής στη χυλόπιτα, κι όσα κι αν λέει να 'ναι ένα παιχνίδι φαντασίας και ματαιοδοξίας.

Πέτρος:
- Μου 'λεγε ο Κώστας για τις ερωτικές του κατακτήσεις. Φοβερός ε; Άπαιχτος, ε;
Βασίλης (με ειρωνική διάθεση):
- Ετς! Ο Γαμάι λάμα αυτοπροσώπως. Ρε εσύ, μην ακούς παπαρδέλες. Ψώνιο είναι το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμάω τους περίεργους

"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.

- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified