Τουλάχιστον. Προσδίδει γελοιότητα στο λόγο. Θεωρείται ίδιας συνομοταξίας με το «λουκλάνικο», το οποίο δράττομαι της ευκαιρίας να καταδικάσω ως κακόγουστη λέξη.

- Ψήνεσαι να βγούμε να πιούμε την ποτάρα μας;
- Άσε ρε, βαριέμαι. Πού να βγαίνουμε τώρα...
- Έλα μωρέ. Να πιούμε ένα ποτάκι τουλάστιχον...

Δες και Tούλα, χύσ' το! και αρκούδως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... όπου εδώ, χμ, δεν είναι η γενική πληθυντικού της λέξης ποτό, είναι ένα θαρραλέο γλωσσικό άλμα κατά το οποίο κλίνεται το αδιαμφισβήτητα άκλιτο ως επίρρημα ποτέ. Αυτό γίνεται για να τονιστεί όσο δεν πάει άλλο το απίθανο και το αδύνατο της υπόθεσης για την οποία μιλάμε. Πρόκειται λοιπόν για κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ μα ποτέ, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποθέτω μπορεί να μεταφραστεί και στα αγγλικά ως never of the drinks.

- Xα! τώρα με την οικονομική κρίση θα χορέψει καλά ο Κ.
- Τελέρε, αυτός;! Μη χαίρεσαι! Δεν υπάρχει περίπτωση! Που κραχ να γίνει, αυτός δεν θα μείνει στον δρόμο ποτέ των ποτών, είσαι καλά;

Δες και στο τσακ του τσακός, ποτέ μην πεις ποτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Very très bien.

Ανύπαρκτος συνδυασμός του αγγλικού very με την γαλλική έκφραση très bien (πολύ καλά).

Υπερβολή και σαχλαμάρα του τύπου έξτρα πρίμα γκουντ, καταπληκτιquement, κλπ.

Σημαίνει «λίαν καλώς» ένα πράμα.

Άμα θες να δείξεις ότι τό' χεις το γαλλικό, πετάς από δίπλα κι ένα «μον αμί» (φίλε μου) ή «μον αμούρ» (αγάπη) και γίνεται «βέρυ τρε μπιέν μον αμί / μον αμούρ».

- Επιτέλους, τα κατάφερα με τους γονείς. Τώρα μπορούμε να ξενυχτίσουμε όσο θέλουμε!
- Βέρυ τρε μπιέν!!! Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζάμι κατάσταση, καλή φάση. Λογοπαίγνιο από το όνομα του γνωστού καλλιτέχνη.

- Πώς περάσατε χθες;
- Τζαμιροκουάι φίλε, έπρεπε νά 'ρθεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «εν κατακλείδι», αποδομημένο δίκην αντίστροφου τουκανισμού και επαναδομημένο σλανγκική αδεία κατόπιν ισχυρού κατακαυκαλιδίου.

Μαμά: Ironick,
Κατά λάθος μπαμπάς: xalikoutis.

- καλά εγώ στην αρχή διάβαζα ξανά και ξανά «κατακαυλίδι» ... και ακόμα όταν το βλέπω, αυτό διαβάζω σε πρώτη φάση.
(Ironick, σχολιάζοντας το χαλικούτειο κατακαυκαλίδι)

- Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.
(Perkins, εδώ)

- Εν κατακαυλείδι, τόσο ο όρος βλάχος όσο και ο όρος ντίσκο εννοούνται στην ευρύτατη δυνατή έννοια, σημαίνοντας ο μεν βλάχος τον τοπικισμό, η δε ντίσκο, κάποιο ξενόφερτο ή παγκοσμιοποιημένο άκουσμα.
(Khan, εκεί)

- ironick: αχ πόσο παιδεύτηκα πρωινιάτικα, διάβαζα και ξαναδιάβαζα το λήμμα λάθος, «μουνοκλανάκης» έβλεπα -κι ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω το σωστό...
- Vrastaman: Ορκίζομαι στο λόγο της αρρενωπής μου τιμής ότι ετοιμαζό-μουνα να αναρτήσω το ίδιο ακριβώς σχόλιο!!!!!!!
- ironick: εσύ μη μιλάς, μου έχεις κολλήσει το «εν κατακαυλείδι» και δε σου το σχωρνάω...
(σχόλια λήμματος μπουνακλάκης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκική, ψευδολόγια απόδοση του αρχαιοελληνικού δις = δύο φορές, σχηματιζόμενη κατά το άπαξ = μία φορά. Εννοείται ότι ακολουθούν οι τύποι τρίπαξ (τρις), τετράπαξ (τετράκις) κλπ.

Ώπα, σιγά μάστορα, μη βιάεζσ'. Γιά τις έξι φορές το επίρρημα σχηματίζεται ανώμαλα. Λέμε : σίξπακ :-PPPP

  1. Η καριέρα φίλοι μου, δεν είναι εύκολο πράμα. Πρέπει να στρώσεις κώλο. (ενίοτε κυριολεκτικά και ξαναενίοτε όχι απλώς άπαξ αλλά και δίπαξ και τρίπαξ και τετράπαξ κλπ). εδώ

  2. Εργενης και ωραιος ο ενας...αγορομανα η αλλη...που πατε ορε να πειτε για ανατροφη κορασιδος;; αφηστε να μιλησουν οι -αποδεδειγμενα- αξιοι.... (ουχι απαξ αλλα...διπαξ)
    [...]
    Μετά το δίπαξ να περιμένεις καμιά...τρισέλιδη ανάλυση για την ετυμολογία και το αδόκιμο του τύπου.
    [...]
    δίπαξ...τςτςτς...φιλόλογος πράμα!!!
    [...]
    ωωωωωππ!!!!απο αλλου το περιμεναμε, αλλου μας βγηκαν απο αριστερα!!!!δίπαξ, ναι!!...και τριπαξ κλπ κλπ ο λαος τη φτιαχνει τη γλωσσα, οχι τα λεξικα.

(Από ιντερνετικό φόρουμ εκπαιδευτικών. Πριτς που θα βάλω το λίνκι, να μου γεμίσει πάλι εκείνα τα amp;amp; και να μην ανοίγει. Την έχω πατήσει πολλάπαξ. Να πα να το βρείτε μόνοι σας. Της πουτάνας γίνεται με το δίπαξ στο νέτι).

  1. Το δίπαξ γουγλίζεται και εδώ. Μπαίνοντας στην αρχική σελίδα, πηγαίνετε πάνω αριστερά στο κουτάκι «Αναζήτηση», γράφετε «δίπαξ» και κάνετε κλικ στο «ουγκ» στα δεξιά του.
    Εντοπίζεται ο λημματογραφούμενος τύπος σε διάφορα σχόλια χρηστών.
    Τώρα και σε λήμμα!!! Πάρε κόζμε τεφαρίκι!!! Διαλιέχτεεεε!!!

Βλ. και αφεδύο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστεϊσμός φιλάθλων που σημαίνει καθ' όλα.

Παραπέμπει στον καθόρλα συμπαθή πορδοσφαιριστή της Villareal Santi Cazorla.

- Καθόρλα ενήμερη ήταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ για τις επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού στο βόρειο Ιράκ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον Μπάμπη, το εξάπαντος είναι λόγιον επίρρημα που σημαίνει ό,τι κι αν συμβεί, σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε, ανυπερθέτως, το δίχως άλλο. Είναι μεσαιωνικό από το ἐξ ἅπαντος δηλαδή εκ πάσης περιστάσεως. Όμως ο Μπάμπης δεν ξέρει από τάβλι...

Κατά τον τάβλαρχο Χότζα, λοιπόν, πρόκειται για την ζαριά έξι- πέντε (τάβλι και αλλού). Μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωσή της μας περιγράφει εδώ: «Έξι-πέντε, όταν ο αντίπαλος είναι μαζεμένος με μια πόρτα στον άσσο στο σπίτι του παίκτη και ο τελευταίος μαζεύει κι έχει από δυο πόρτες στο 6 και στο 5 αφήνει δυο πούλια ανοιχτά, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 5 αφήνει ένα στο 6, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 6 αφήνει ένα στο 5 κλπ κι ο αντίπαλος παίζει να τον τσακώσει».

Μπορούμε να φανταστούμε την έκφραση στο στόμα μαγκιτών παλαιάς κοπής που πανηγύριζαν και υπονόμευαν την καθαρεύουσα. Επίσης, αν συμβεί η ζαριά έξι πέντε να είναι καλή μπορεί να γίνει και λολοπαίγνιο με την δόκιμη σημασία, στο στυλ «εξάπαντος θα σε γαμήσω» κ.ο.κ. Η ζαριά έχει απαθανατιστεί και στο δίστιχο της Παξιμαδοκλέφτρας:

«Έριξα τα ζάρια μου κι έφερα έξι πέντε
και τους μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε πέντε».

- Ξέρεις ποδήλατο; Ε; Ε; Να σε κεράσω μήπως κανά νεραντζάκι;
Ο ταβλομάχος μιλούσε με έναν επιφαινόμενο τσαμπουκά που μόλις κάλυπτε την ακατάσχετή του ανασφάλεια. Ο αντίπαλος περιορίστηκε στο να κροταλίζει τα ζάρια μες στην φούχτα του και μόλις τα εκτίναξε και τα ατένισε:
- Εξάπαντος θα σου το πάρω το κωλαράκι...

(από Khan, 25/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «Σοβαρά;», δηλαδή του: «Τι λες ρε παιδί μου...», «Για δες...», «Αν είναι δυνατόν...» και λοιπών τυπικών και ξέπνοων εκφράσεων που προδίδουν πως ο συνομιλητής μας ποσώς ενδιαφέρεται για την καταπληκτική είδηση που με τόση ζέση του ανακοινώνουμε. Αν λοιπόν τον ακούσουμε να λέει «Σωβρακά;», τότε αντιλαμβανόμαστε την ακόμα πιο έκδηλη απαξίωσή του.

- ...και έβρεχε τόσο πολύ που οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει και στο ταξί όπου ήμουν τα νερά είχαν μπει μέσα και ήταν τόσο πολλά ώστε κόντευα να πνιγώ γιατί τα παράθυρα είχαν πάθει εμπλοκή και δεν άνοιγαν και ο ταξιτζής τά 'χε παίξει και δεν ήξερε πού να πάει το αυτοκίνητο και δεν έβλεπε να οδηγήσει και δώσ' του ανεβαίνανε τα νερά ώσπου σταμάτησε η βροχή ξαφνικά και όλα καλά, έτσι μπορώ και είμαι εδώ να σου τα πω.
- Πω πω, τελέρε παιδί μου, σωβρακά;; - Ναι μαλάκα... Μα το Θεό...

Βλέπε και σωβρακολογείς;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικὴ γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπιρρήματος «εὐρέως».

Φαντάζομαι πὼς εἶναι Ἑβραῖος γνωστὸν ὅτι ὁ πούστης καθέτου εἶναι ἀρχίδια τὴν γεωμετρίαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified